Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Η επιστροφή στη Μνα


Τον τελευταίο καιρό γίνεται όλο πιο συχνά συζήτηση περί επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Όταν ξεκίνησε η τρέχουσα περιπέτεια της Χώρας, ανεπίσημα με τις δηλώσεις περί «Τιτανικού» και επίσημα με την υπογραφή της Δανειακής Σύμβασης και του Μνημονίου, η σχετική συzήτηση γινόταν μόνο στο διαδίκτυο και ουδείς «καθεστωτικός», πολλώ δε μάλλον «μνημονιακός», πόλος είχε τη διάθεση να κάνει το παραμικρό σχόλιο επ’ αυτού. Ωστόσο, η συζήτηση αυτού του «απαγορευμένου θέματος» άρχισε να φουντώνει και να απασχολεί πλέον και όλους όσοι δεν ήθελαν αρχικά καν να το συζητήσουν, καθώς τα αδιέξοδα της «μνημονιακής» πολιτικής παγιώνονταν και δημιουργήθηκε πλέον η πεποίθηση στην κοινή γνώμη ότι το μέλλον είναι ζοφερό (100% του λαού σήμερα σύμφωνα με τη τελευταία δημοσκόπηση) η δε «πτώχευση» (ή ορθότερα η αθέτηση ή έστω στάση πληρωμών του Ελληνικού Δημοσίου), έστω και μερική, είναι αναπόφευκτη παρά τα εξοντωτικά μέτρα και την συμπλήρωση ήδη σχεδόν τεσσάρων χρόνων (!) βαθιάς και κλιμακούμενης ύφεσης στην ελληνική οικονομία χωρίς καμία ελπίδα ανάκαμψης στον ορίζοντα. Αυτό είχε να συμβεί στην Ελλάδα από την (προηγούμενη) Κατοχή.

Η στάση που τηρείται έναντι του κεντρικού αυτού ζητήματος συνδέεται άρρηκτα με τη στάση που τηρεί κανείς έναντι της πολιτικής του Μνημονίου, η οποία με τη σειρά της συνοψίζεται στο τρίπτυχο «μείωση κρατικών δαπανών με κάθε κόστος - περιορισμός του πρωτογενούς (προ τοκοχρεωλυσίων) ελλείμματος του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού με κάθε κόστος - «αξιοποίηση» της κρατικής περιουσίας και ιδιωτικοποιήσεις υποδομών και επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας προς μείωση του ελληνικού δημοσίου χρέους σε οποιαδήποτε αξία». Έτσι, η επιστροφή στη «δραχμή» συνιστά την απόλυτη καταστροφή, τον Αρμαγεδδών ή έστω την επιστροφή στη «ζούγκλα» (Βενιζέλος, Βουλή των Ελλήνων, 14/10/2011 ), στα μάτια όσων θεωρούν το Μνημόνιο «ευτυχία / ευλογία για τον Τόπο», όπως το χαρακτήρισε ο άνευ χαρτοφυλακίου «Αντιπρόεδρος» της Κυβέρνησης Πάγκαλος ή έστω «αναγκαίο κακό» που ενέσκηψε ως τιμωρία για το λαό μας, κάτι σαν τους Οθωμανούς που άλωσαν την Πόλη για να συνετίσει ο Θεός τους Γκιαούρηδες, σύμφωνα με τους ανώτατους ορθόδοξους ιεράρχες της εποχής.

Μέχρι πρόσφατα, οι περισσότεροι τραπεζίτες, καταξιωμένοι οικονομολόγοι και «σοβαροί» πολιτικοί στην Ελλάδα προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι η επιστροφή στη δραχμή θα γυρίσει τη Χώρα στη δεκαετία του ‘50 ή του ’60, ότι το εθνικό νόμισμα θα χάσει από 50% εώς 80% της αξίας του έναντι του ευρώ μέσα σε λίγους μόλις μήνες και ότι οι τιμές των προϊόντων θα εκτοξευθούν στα επίπεδα της Γερμανικής Κατοχής। Στην ελληνική τηλεόραση και ιδίως στα λεγόμενα «μεγάλα» κανάλια σπανίως ακούγαμε απόψεις που να αμφισβητούν την «αναντίρρητη» αυτή πραγματικότητα.

Εντούτοις, η κουβέντα αυτή δεν διεξαγόταν μόνο στο εσωτερικό της Χώρας αλλά, και ίσως περισσότερο από εδώ, και στο εξωτερικό. Και εκεί άκουγε κανείς τόσο παρόμοιες φωνές όσο και άλλες απόψεις, συχνά αντιδιαμετρικές προς την καταστροφολογία αυτή. Αρχικά, χαρακτηρίστηκαν συλλήβδην και με συνοπτικές διαδικασίες γραφικοί, άσχετοι, επικίνδυνοι κλπ. όσοι τόλμησαν να υπαινιχθούν, εντός και εκτός συνόρων, ότι η μόνη λύση για την Ελλάδα θα ήταν η μονομερής άρνηση ή αναστολή πληρωμής του δημοσίου χρέους της ή η μείωση της ονομαστικής αξίας του χρέους (το οποίο ήδη τυγχάνει διαπραγμάτευσης στη δευτερογενή αγορά σε ποσοστό 50% ή και 35% κατ’ άλλους της αξίας αυτής), η λεγόμενη δηλαδή «άτακτη χρεοκοπία» και η σχεδόν νομοτελειακά συνδεόμενη με αυτήν επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Στην πορεία όμως στις φωνές εκείνων που επέμεναν ότι ο δρόμος του Μνημονίου οδηγεί στην απόλυτη καταστροφή και ότι η μόνη ελπίδα ήταν η αντίσταση της Χώρας στο μέλλον που τις προδιαγράφουν οι διεθνείς πιστωτές της, προστέθηκαν και αρκετές φωνές ειδικών και καταξιωμένων διεθνώς οικονομολόγων. Εκεί η καθεστωτική γραμμή υπήρξε η στοχοποίηση των «αρνητών» αυτών ως κερδοσκόπων ή καιροσκόπων που πρότειναν τη λύση αυτή είτε γιατί είχαν ποντάρει στην ελληνική στάση πληρωμών ή στη διάλυση του ευρώ εν γένει μέσω των περιβόητων πλέον naked CDS («γυμνών» ασφαλίστρων κινδύνου αθέτησης πληρωμών του ελληνικού ή άλλων κρατικών χρεών στην περιφέρεια της Ευρωζώνης) είτε γιατί είχαν ή έβγαλαν τα λεφτά τους εκτός συνόρων και περίμεναν την επιστροφή στο νέο υποτιμημένο νόμισμα προκειμένου να αλώσουν τη Χώρα και τον πλούτο της.

Κι αυτή πάντως η τελευταία κατηγορία φαίνεται πλέον να απώλεσε και το τελευταίο ψήγμα σοβαρότητας όταν η ελληνική αλλά και η διεθνής κοινή γνώμη συνειδητοποίησε ότι οι οπαδοί του «Μνημονιακού Μονοδρόμου» παραδέχονται πλέον δημόσια ότι οδηγούν πρώτοι ούτως ή άλλως συνειδητά τη Χώρα στην εσπευσμένη εκποίηση της δημόσιας περιουσίας της και την γυρίζουν πολλές δεκαετίες πίσω, επιβάλλοντας τη βίαια εσωτερική υποτίμηση των εισοδημάτων του ελληνικού λαού, την ώρα που η πρωτοφανής ύφεση οδηγεί, μέσω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ πέραν από κάθε πρόβλεψη και της εκτόξευσης της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα, μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας στην οικονομική εξαθλίωση, στη μαζική μετανάστευση και στην κατάθλιψη και την απόγνωση। Εάν σκεφτούμε δε ότι το μέλλον που προδιαγράφεται από επίσημα χείλη για τη Χώρα μας είναι η μετατροπή της σε ένα προτεκτοράτο με περιορισμένη εθνική κυριαρχία, τότε παρόλο που ακούγεται ίσως υπερβολικό, η Ελλάδα έχει ίσως ήδη φτάσει στη δεκαετία του ’40, χωρίς καν τη «λαίλαπα της Δραχμής», καθώς ούτε λίγο ούτε πολύ τελεί υπό Κατοχή, τόσο «για το δικό της καλό» όσο και για την προστασία της διεθνούς κοινότητας.

Με άλλες λέξεις, όσοι αποτάσσονται τη δραχμή ως το νέο Σατανά δεν μας εξηγούν ποιο είναι το δικό τους σχέδιο। Ή μάλλον μας λένε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε όχι μόνο χωρίς χρήματα αλλά και χωρίς αξιοπρέπεια επειδή αποτύχαμε ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ (;) και τώρα θα πρέπει με ταχείς ρυθμούς να αλλάξουμε ρότα, για να «σωθούμε» αφενός εμείς αλλά και για να μην δημιουργήσουμε προβλήματα στη διεθνή κοινότητα. Αυτό το τελευταίο είναι ίσως και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της συζήτησης. Εάν ερμηνεύουμε σωστά τους «φιλο-μνημονιακούς», η Ελλάδα δεν πρέπει να γυρίσει στη δραχμή όχι μόνο γιατί θα καταστραφεί η ίδια (άλλωστε ούτως ή άλλως προς τα εκεί οδεύει και με το ευρώ) αλλά και γιατί μία δική της αθέτηση πληρωμών θα προκαλέσει ανυπολόγιστη ζημιά στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Αυτό το τελευταίο είναι το μόνο στο οποίο κανείς δεν μπορεί να προβάλει σοβαρή αντίρρηση. Πράγματι, ένα ελληνικό default, μία αθέτηση ή έστω στάση πληρωμών έναντι των κατόχων τίτλων ελληνικού χρέους και μάλιστα, όχι επιλεκτική (selective) ή εθελοντική (voluntary), με τη σύμφωνη δηλαδή γνώμη των πιστωτών, θα προκαλέσει ένα τρομακτικό domino εξελίξεων, αφού οι πιστωτές δεν θα μπορούν πλέον να αποτιμούν τους τίτλους αυτούς στα χαρτοφυλάκια τους και συνεπώς θα υποχρεωθούν να διαγράψουν τις απαιτήσεις αυτές ή να τις θεωρήσουν επισφαλείς. Αυτό από μόνο του δεν είναι τόσο τρομερό. Ωστόσο, η εκτεταμένη έκθεση σε ελληνικό χρέος των ευρωπαϊκών τραπεζών πιθανόν να αποτελέσει τη χαριστική βολή σε πολλά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης, τα οποία ήδη είναι σε οριακή κατάσταση και μετέρχονται διάφορες θεμιτές και αθέμιτες μεθόδους για να ωραιοποιούν τα οικονομικά τους στοιχεία. Εάν μάλιστα συμβεί αυτό που περιμένει όλη η αγορά ότι δηλαδή το ελληνικό default θα αποτελέσει παράδειγμα και για τις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιταλία) ή ακόμα και χωρών πιο κοντά στον πυρήνα της Ευρωζώνης αλλά με μεγάλα δημοσιονομικά αλλά και χρηματοπιστωτικά ανοίγματα (Βέλγιο ή ακόμη και Γαλλία), τότε είναι σχεδόν βέβαιο ότι μία ελληνική στάση πληρωμών θα προκαλέσει με ταχείς ρυθμούς την κατάρρευση της Ευρωζώνης, η οποία με τη σειρά της θα επιφέρει παγκόσμιο κραχ λόγω της μεγάλης επίπτωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας στο παγκόσμιο ΑΕΠ και λόγω της έκθεσης και των ΗΠΑ στο ευρωπαϊκό χρέος, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω των πωλήσεων CDS πολλών αμερικανικών οίκων σε αντίστοιχους ευρωπαϊκούς.

Αυτό όμως που σκόπιμα υποκρύπτεται ή δεν τονίζεται αρκετά είναι ότι για την κατάσταση αυτή δεν φταίει μόνο η Ελλάδα ή, όπως επί μήνες ακούμε, οι «χαραμοφάηδες», αντι-παραγωγικοί «κηφήνες» που εργάζονται στο Ελληνικό Δημόσιο. Ούτε οι Έλληνες ελεύθεροι επαγγελματίες που «δεν πληρώνουν φόρους» ή οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα που «αμείβονται υπερβολικά» με βάση τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα. Εάν ίσχυε αυτό, τότε στη θέση που βρισκόμαστε εμείς δεν θα ήταν και οι Ιρλανδοί που έχουν πολύ μικρότερο δημόσιο τομέα και δεν αντιμετωπίζουν τη φοροδιαφυγή που συναντά κανείς στην Ελλάδα, αφού εκεί οι φορολογικοί συντελεστές είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και συνιστούν ένα από τα βασικότερα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ιρλανδικής οικονομίας. Ούτε φυσικά θα κινδύνευαν να καταρρεύσουν οι μισές χώρες της Ευρωζώνης, αφού δεν είναι όλοι τόσο «κακά παιδιά» όσο εμείς.
Oι παραπάνω κατηγορίες σε βάρος της Χώρας μας και του Λαού μας είναι λοιπόν προφάσεις εν αμαρτίαις. Η κρίση δημοσίου χρέους είναι παρούσα εδώ και δεκαετίες σε όλη τη Δυτική Ευρώπη αλλά και στις ΗΠΑ και συνδέεται άμεσα με την πιστωτική υπερέκταση που δημιούργησε τα τερατόμορφα πιστωτικά ιδρύματα, που κυβερνούν ουσιαστικά το σύγχρονο κόσμο. Άλλωστε, το συνολικό χρέος, ιδιωτικό και δημόσιο, είναι ενιαίο μέγεθος, όπως έδειξε η εμπειρία της διάσωσης (bailout) τραπεζών με χρήματα των φορολογουμένων (π.χ. στις ΗΠΑ, στην Ιρλανδία, στη Μεγ. Βρετανία και αλλού). Μάλιστα, στην ηπειρωτική Ευρώπη η σχέση δημοσίου και ιδιωτικού χρέους είναι συχνά διαλεκτική. Έτσι, ενώ η κατάρρευση της αγοράς στεγαστικών δανείων μειωμένης εξασφάλισης στοίχισε ακριβά κυρίως μόνο στη Γερμανία από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες (με τη διάσωση της θυγατρικής της Hypo Vereinsbank), ο νέος γύρος πτωχεύσεων πιστωτικών ιδρυμάτων που άνοιξε με την κατάρρευση της Dexia και αφορά όλα τα κράτη της Ευρωζώνης, ακόμα και την ήδη χρεοκοπημένη Ελλάδα (Proton) οφείλεται κατά βάση στην κρίση χρέους στην Ευρωζώνη.

 Τα χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, πνίγουν άλλωστε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες χώρες, καθώς ο δημόσιος τομέας στις χώρες αυτές είναι διαχρονικά ελλειμματικός, είτε λόγω του διευρυμένου κράτους πρόνοιας που εξασφαλίζει ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, όπως συμβαίνει στη Δυτική Ευρώπη είτε λόγω των αυξημένων γραφειοκρατικών και στρατιωτικών δαπανών, που συναντά κανείς κυρίως στις ΗΠΑ. Και δεν είναι περίεργο που όλα τα κράτη της Δύσης έφτασαν εδώ τις τελευταίες δεκαετίες και δη από τη στιγμή που η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας έδωσε νέες ευκαιρίες μείωσης του κόστους του ανθρωπινού δυναμικού και της φορολογίας μέσω της μεταφοράς των μονάδων παραγωγής σε χώρες της Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης και της έδρας των επιχειρήσεων σε «χώρες ευκαιρίας» και κατέστησε την ίδια στιγμή περιφερειακές χώρες με σημαντικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αχανείς εσωτερικές αγορές σε υπολογίσιμους διεθνείς παίκτες (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, αραβικές χώρες κλπ.).

Άρα η Ελλάδα έχει μεν τις δικές της ευθύνες αλλά σίγουρα δεν έφτασε μόνη της εδώ. Ας δούμε όμως εν τάχει πως φτάσαμε εδώ.

Όσο περνάει ο καιρός τόσο φαίνεται όλο και πιο καθαρά ότι η κρίση χρέους μας συνδέεται άρρηκτα με την υιοθέτηση του Ευρώ. Παρόλο που ήδη από το 1981 και μετά ο δανεισμός της Χώρας κατέστη ανεξέλεγκτος, ποτέ άλλοτε δεν βρεθήκαμε τόσο κοντά σε μία αθέτηση πληρωμών μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και ο λόγος είναι απλός: κανένα κυρίαρχο κράτος με πλήρες «εκδοτικό προνόμιο», με το δικαίωμα δηλαδή να τυπώνει χρήμα, δεν κήρυξε ποτέ στάση πληρωμών, ιδίως από τότε που ακόμα και οι ΗΠΑ εγκατέλειψαν τον κανόνα του χρυσού τη δεκαετία του 1970 και το χρήμα πλέον τυπώνεται χωρίς αντίκρισμα (fiat money). Τόσο οι πτωχεύσεις του νεότερου ελληνικού κράτους (όλες πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) όσο και οι δεκάδες πτωχεύσεις που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια είχαν ως απαρχή τους την αδυναμία του εκδότη, του κράτους δηλαδή που εξέδωσε τους χρεωστικούς τίτλους, να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες του με φρέσκο, πληθωριστικό, χρήμα, κάθε φορά που αυτό ήταν αναγκαίο. Πίσω από κάθε αθέτηση πληρωμών κρύβεται είτε κάποια συμφωνία περιορισμού του εκδοτικού προνομίου του κράτους που κήρυξε πτώχευση ή η ένταξη του εκδότη του χρέους σε κάποια νομισματική ένωση, όπως η Ευρωζώνη, ή σε ένα σύστημα σταθερών ισοτιμιών, όπως του πάλαι ποτέ ECU (Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα) που κατέστρεψε τη βρετανική λίρα ή η σύνδεση του αδύναμου νομίσματος του εκδότη με ένα ισχυρό (σκληρό) νόμισμα, όπως το Αργεντίνικο πέσο και η πρόσδεση του στο αμερικανικό δολάριο. Παρόλο που τέτοιες συμφωνίες δεν είναι εκ προοιμίου κακές, αργά ή γρήγορα τις περισσότερες φορές αναδεικνύουν τις διαφορές των οικονομιών που συμμετέχουν στις ενώσεις ή στα συστήματα αυτά ή των οποίων (οικονομιών) τα νομίσματα συνδέονται με σταθερές ισοτιμίες.

Έτσι, από τη στιγμή που η Ελλάδα έγινε δεκτή σε ένα club ισχυρών οικονομιών χωρίς να έχει τα απαιτούμενα προσόντα ήταν μοιραίο η ανταγωνιστικότητα της Χώρας να κατρακυλήσει λόγω του σκληρού νομίσματος, το ήδη προβληματικό έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών να διευρυνθεί επικίνδυνα και οι ελληνικές επιχειρήσεις που δεν είχαν χρόνο να προετοιμαστούν για τον ανταγωνισμό που γνώρισαν από αλλοδαπούς οίκους που κατέκλυσαν την εγχώρια αγορά σε μία απολύτως ελεύθερη ευρωπαϊκή αγορά να βάλουν μαζικά λουκέτο. Η λύση που επελέγη τόσο από την εγχώρια όσο και από την ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ ήταν η στροφή στην κατανάλωση, η οποία υποστηρίχθηκε από μία ευρύτατη επέκταση της καταναλωτικής πίστης. Προφανώς η λύση αυτή ήταν προσωρινή αφού ήταν απλώς μία φούσκα. Αργά ή γρήγορα, η ελληνική αγορά εργασίας επηρεάστηκε από την έλλειψη παραγωγικής βάσης και η στροφή της στις υπηρεσίες ήταν δεδομένη. Ο ιδιωτικός τομέας ήταν αδύνατο να απορροφήσει όλους αυτούς τους νεοεισερχόμενους αυτούς εργαζόμενους, οι οποίοι συχνά είχαν και πλήθος πτυχίων, αν και κατά κανόνα σε μη ανταγωνιστικούς τομείς και όχι πάντα αξιόπιστων, λόγω ενός τελείως σαθρού εκπαιδευτικού συστήματος. Το Κράτος ανέλαβε να προσφέρει διέξοδο εργασίας σε χιλιάδες ανθρώπους χάρη στον πακτωλό της κοινοτικής βοήθειας και τον φτηνό δανεισμό που έγινε πολύ εύκολος χάρη στα πολύ χαμηλά επιτόκια στο καθεστώς του ευρώ. Παράλληλα, η διαχρονική και πλήρης κομματικοποίηση και διάβρωση του κρατικού μηχανισμού ξεχείλωσε ανεπανόρθωτα ένα δυσλειτουργικό κρατικό μηχανισμό που καλλιέργησε τη γραφειοκρατία και την αγκύλωση με το ένστικτο αυτοσυντήρησης που αναπτύσσουν όλοι οι οργανισμοί και κυρίως οι άρρωστοι. Η κατάσταση αυτή ωστόσο υπήρξε φυσικά έργο μίας μικρής ηγετικής ομάδας και όχι ολόκληρου του λαού και άλλωστε είχε πάντοτε και τις ευλογίες ή έστω την ανοχή των στρατηγικών εταίρων της Χώρας (Γαλλίας, Γερμανίας και δευτερευόντως των ΗΠΑ), που σήμερα μας "επαναφέρουν" στην τάξη. Δεν χρειάζεται όμως να είναι κανείς ιδιοφυής για να αντιληφθεί ότι μεγάλο μέρος της σπατάλης του ελληνικού Δημοσίου γύρισε στις τσέπες των εταίρων και δανειστών μας μέσω προμηθειών (Ολυμπιακοί Αγώνες, στρατιωτικοί εξοπλισμοί κλπ.) αλλά και δυσβάσταχτων τοκοχρεολυσίων. Το δε επιχείρημα ότι όλα αυτά έγιναν σε μία ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά θα έπειθε μόνο όποιον δεν είχε ακούσει ποτέ τίποτε για Siemens, Χριστοφοράκο, SAIC, Thales, Thyssen Krupp, ΜΑΝ κλπ. Πράγματι, λοιπόν φαίνεται ότι «τα φάγανε πολλοί» και όχι όλοι και σήμερα καλούνται να πληρώσουν το λογαριασμό κατά κανόνα οι νηστικοί, αφού οι χορτάτοι … απηλλάγησαν πάσης κατηγορίας.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω είναι σαφές ότι η ηγεσία της Χώρας μας έκανε ό,τι μπορούσε για να φτάσουμε εδώ, συνεπικουρούμενη βέβαια από ένα λαό που γαλουχήθηκε στην μικρο-απάτη, τη ρεμούλα και την αδιαφάνεια από αυτή την ηγεσία που πολλές φορές παραμένει απαράλλακτη γενεές επί γενεών. Θα περίμενε λοιπόν κανείς από ανθρώπους που οι παππούδες τους είναι στα πράγματα από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα να είναι λίγο πιο σεμνοί και να μην αποκαλούν αυτούς που τους ταϊζουν από πάππου προς πάππου «τεμπέληδες, διεφθαρμένους και άχρηστους». Τα προπεριγραφόμενα υπαρκτά αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας, κλήθηκε να διαχειριστεί η αμήχανη ελληνική κυβέρνηση της ΝΔ, ενός κόμματος εξουσίας που συμμετείχε στη διαμόρφωσή τους, όταν η διεθνής κρίση του 2007 τα ανέδειξε και κατέστησε επιτακτική τη λύση τους. Αντ΄αυτού η κυβέρνηση αυτή ουσιαστικά «δραπέτευσε» πετώντας την καυτή πατάτα στον «πρόθυμο» ηγέτη της κατ’ όνομα σοσιαλιστικής αντιπολίτευσης.

Παρέλκει να τονίσουμε εδώ τις ευθύνες του νυν πρωθυπουργού της Χώρας. Άλλωστε, όποιος πιστεύει, ακόμα και σήμερα, μετά από όλα αυτά που έχουν βγει στην επιφάνεια σε 2 μόλις έτη διακυβέρνησης», ότι η υφαρπαγή της ψήφου του ελληνικού λαού με υποσχέσεις παροχολογίας και η δραματική «αλλαγή πλεύσης» μετά τις εκλογές με την εσπευσμένη και άνευ όρων παράδοση στο ΔΝΤ και την περιβόητη Τρόϊκα ήταν απλά ένα σφάλμα ή ένα σύνηθες «τέχνασμα, προφανώς δεν θα πεισθεί από το παρόν κείμενο. Για την ιστορία όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην απώτερη και νεότερη ιστορία έχουν χαρακτηριστεί τύραννοι και έχουν καταδικασθεί σε θάνατο ή σε ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία και άλλες παρεμφερείς ποινές, ηγέτες που έχουν διαπράξει λιγότερα «σφάλματα» από τον νυν μοναδικό σε όλο το δυτικό κόσμο 3ης γενιάς πρωθυπουργό της Ελλάδος.

Στην παρούσα ζοφερή συγκυρία, θα πρέπει λοιπόν να αναλογιστούμε όχι μόνο τι λέει ο καθένας αλλά και ποιος είναι αυτός που τα λέει. Θα πρέπει να αναλογιστούμε εάν οι άνθρωποι που μας έφεραν εδώ έχουν την παραμικρή αξιοπιστία και εάν μπορούν πράγματι να μας οδηγήσουν ως «καλοί βοσκοί στον παράδεισο" έστω και "διασχίζοντας την κοιλάδα της σκιάς του θανάτου» (Παλαιά Διαθήκη, Ψαλμός 23:4). Θα πρέπει επίσης να αναλογιστούμε εάν το συμφέρον της Χώρας και του ελληνικού λαού ταυτίζεται με τα συμφέροντα των τραπεζών και των κρατικοδίαιτων μεγαλοεπιχειρηματιών και ιδιοκτητών μέσων ενημέρωσης που στηρίζουν αναφανδόν τη Μνημονιακή Λύση.

Στη συνέχεια θα πρέπει να περιμένουμε να μας εξηγήσουν όλοι αυτοί γιατί αποκαλούν «μειοδότη» όποιον θεωρεί ότι το εθνικό συμφέρον επιβάλλει εθνική λύση ακόμα και εάν αυτή δεν είναι αρεστή στους εταίρους μας και στους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οίκους και κυρίως τι χειρότερο θα φέρει στη Χώρα από αυτά που έχουν ήδη συμβεί στον ενάμιση χρόνο του περιβόητου Μνημονίου και θα συμβούν μετά βεβαιότητος εάν συνεχιστεί αυτή η πολιτική. Επειδή μέχρι σήμερα εγώ προσωπικά δεν έχω ακούσει τίποτε άλλο πέρα από αφορισμούς, κατάρες και μοιρολόγια, χωρίς στοιχεία, χωρίς αριθμούς και χωρίς σοβαρές προβλέψεις, δικαιούμαι να ισχυρίζομαι ότι εάν κάποιος είναι μειοδότης αυτοί δεν είμαστε εμείς, που θεωρούμε την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα ως αναγκαίο κακό.

Εάν το πρόβλημα είναι η δραχμή, ας υιοθετήσουμε τη μνα, τον οβολό, το τάλαντο ή τον «παπανδρεϊκό», για να τιμούμε το μεγάλο Ηγέτη, κατά το δαρεικό, το περίφημο περσικό νόμισμα της κλασικής αρχαιότητας. Σε κάθε περίπτωση, για την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα πρέπει να θυμόμαστε τα εξής:

1. Η επανάκτηση του εκδοτικού προνομίου δεν είναι αυτοσκοπός. Για να έχει νόημα η έκδοση δραχμών, μνων ή … παπανδρεϊκών θα πρέπει αυτή να ενταχθεί σε μία ευρύτερη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική, με τον έλεγχο της οικονομίας μέσω των εργαλείων των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων και μόνο ως έκφραση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, η οποία δεν θα πρέπει φυσικά να αγνοεί το διεθνή παράγοντα.

2. Παρόλο που το ελληνικό κράτος οφείλει να επιδεικνύει σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα και στη διεθνή κοινότητα, σκοπός του είναι η προστασία του ελληνικού λαού και του ελληνικού έθνους. Αυτό σημαίνει ότι οι πολιτικές του πρέπει να έχουν γνώμονα την προστασία των Ελλήνων πολιτών και της ελληνικής κοινωνίας εν γένει. Συνεπώς, το να συζητάμε εάν θα εξαθλιώσουμε τους φορολογούμενους στην Ελλάδα (έλληνες και αλλοδαπούς) προκειμένου να είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας έναντι των πιστωτών μας, είναι σαν να συζητάμε εάν θα αφήσουμε τα παιδιά μας να πεινάσουν προκειμένου να πληρώσουμε τα χρέη μας από τον τζόγο.

3. Το δίλημμα αυτό φτάνει στα όρια της απιστίας έναντι του ελληνικού λαού εάν το χρέος αυτό όχι μόνο δεν είναι βιώσιμο αλλά ενδεχομένως δεν είναι και νόμιμο έστω και εν μέρει. Συνεπώς, το να αρνούμαστε έστω και να συζητήσουμε το ενδεχόμενο μέρος του χρέους μας να είναι παράνομο ή απεχθές (odious), μόνο και μόνο για να μην δώσουμε την εντύπωση ότι το αμφισβητούμε συνιστά πράξη υποτέλειας, αν όχι μειοδοσίας, και πάντως δεν μπορεί να θεωρείται χρηστή διακυβέρνηση.

4. Η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα δεν είναι λοιπόν επιλογή: είναι ανάγκη λόγω της έκτακτης κατάστασης που βρισκόμαστε σήμερα από τη στιγμή που η στάση πληρωμής επιβάλλεται πλέον εάν θέλουμε να βάλουμε τάξη στα οικονομικά μας και δεδομένου ότι ούτως ή άλλως είμαστε ήδη εκτός αγορών.

5. Οι δυσκολίες του εγχειρήματος είναι πολλές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν λύσεις. Τον τελευταίο καιρό πολλοί σχολιαστές ή απλοί πολίτες, όχι μόνο κακοπροαίρετοι αλλά και καλοπροαίρετοι, αναρωτιούνται τι θα γίνει με τις εισαγωγές φαρμάκων, καυσίμων, τροφίμων, τι θα συμβεί με ενδεχόμενη πολιτική και οικονομική απομόνωση της Χώρας, εάν η αντίδραση των μεγάλων δυνάμεων θα μπορούσε να φτάσει μέχρι του σημείου της πρόκλησης, ενθάρρυνσης ή απροθυμίας αποτροπής ενός θερμού επεισοδίου με την Τουρκία (το έτος 1897 δεν είναι άλλωστε τόσο μακρινό για τα δεδομένα της παγκόσμιας Ιστορίας), τι θα γίνει με τις καταθέσεις, με τις τράπεζες, με τα ασφαλιστικά ταμεία, με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Χώρας κλπ. Αυτά όλα είναι εύλογα ερωτήματα και απαιτούν προσεκτικές απαντήσεις. Από τη στιγμή όμως που δημοκρατικά και κυρίαρχα ο ελληνικός λαός είναι έτοιμος να ξαναπάρει την τύχη του στα χέρια του, μοιραία θα τεθούν και θα απαντηθούν πλήρως και επιτυχώς. Άλλωστε η διεθνής εμπειρία μας προσφέρει όλο το υλικό που χρειαζόμαστε. Ρωτήστε και τους Ισλανδούς …

Το θέμα είναι: Καταλαβαίνει ο ελληνικός λαός ότι ο δρόμος της Αρετής απαιτεί θάρρος και ότι ο δρόμος που τραβάμε τώρα είναι … αδιάβατος (που έλεγε και ο μέγας Ρασούλης) και κυρίως αδιέξοδος; Από εκεί και πέρα όλα είναι δυνατά. Από την άλλη, θα πρέπει επιτέλους όλοι να καταλάβουμε ότι το να περιμένουμε να μας σώσει η Μέρκελ και η Βαβέλ των 27 της ΕΕ και των 17 της Ευρωζώνης είναι σαν να περιμένουμε να μας σώσουν οι «Ελ» του Λιακόπουλου ή η Ομάδα Έψιλον!


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Επειδή πιστεύουμε στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση, διατηρούμε το δικαίωμά του να μην αναρτούνται σχόλια που είναι υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα των αρθρογράφων ή έχουν σκοπό την διαφήμιση και την προβολή προϊόντων.

Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε Ελληνικά και όχι greeklish ακόμα κι αν "φοβάστε" για την ορθογραφία σας.