Στο κείμενο αυτό παρουσιάζονται οι εναλλακτικές μορφές κινηματικών διαδικασιών που εμφανίστηκαν στην Αργεντινή την περίοδο της γενικευμένης κοινωνικο-οικονομικής κρίσης, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης κοινωνικής εξέγερσης του 2001, αλλά και μετά από αυτήν, η πόλη του Μπουένος Άιρες έγινε το πεδίο αντιπαράθεσης δύο διαφορετικών κόσμων. Από τη μία ο κόσμος του κεφαλαίου και όσοι τον εκπροσωπούσαν, και από την άλλη ο κόσμος της εργασίας, ο οποίος μαζικά έχανε χρήματα, δουλειά και αξιοπρέπεια. Ο χώρος της πόλης, δημόσιος και ιδιωτικός, έγινε τόπος διεκδίκησης των κοινωνικών αιτημάτων. Ταυτόχρονα όμως, στα αιτήματα αυτά βρισκόταν και η διεκδίκηση του ίδιου του χώρου της πόλης. Η πόλη ξαφνικά έγινε το επίδικο μιας διαρκούς και αβέβαιης αντιπαράθεσης.
Η κοινωνική εξέγερση το Δεκέμβρη του 2001
Η 19η Δεκεμβρίου ήταν το καθοριστικό σημείο: η μέρα που ο αργεντίνικος λαός είπε «αρκετά!». Το σκηνικό είχε στηθεί από την προηγούμενη μέρα, όταν ο κόσμος άρχισε να λεηλατεί καταστήματα και σουπερμάρκετ για να μπορέσει να ταΐσει τις οικογένειές του. Όλη τη μέρα, την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2001, δεκάδες χιλιάδες φτωχοί και άνεργοι Αργεντίνοι συνέχισαν να λεηλατούν σουπερμάρκετ και καταστήματα, μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης αναταραχής.
Στο Μπουένος Άιρες, ένα πλήθος 20.000 ατόμων (σύμφωνα με την αστυνομία), που περιλάμβανε από άνεργες ανύπαντρες μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά μέχρι συνδικαλιστές, έσπαγε βιτρίνες καταστημάτων για να αρπάξει φαγητό, ρούχα, χαρτί υγείας, μέχρι και τηλεοράσεις. Στην Κόρδοβα, εργάτες που διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης, έβαλαν φωτιά στο Δημαρχείο της πόλης. Εκτεταμένες λεηλασίες και ταραχές σημειώθηκαν και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως στο Rosario και τη Mentoza.
Ο πρόεδρος Fernando De La Rua πανικοβλήθηκε. Δώδεκα χρόνια πριν, εκτενείς λεηλασίες έριξαν την κυβέρνηση και πλέον, στη συλλογική μνήμη της Αργεντινής, η λεηλασία συνδέεται με την κατάρρευση των καθεστώτων. Ο De La Rua κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αναστέλλοντας όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και απαγορεύοντας τις συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των τριών ατόμων. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Όχι μόνο ξαναέφερε στη μνήμη του κόσμου τραυματικές εμπειρίες από τα επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας που σκότωσε 30000 ανθρώπους, αλλά σήμαινε ακόμη ότι το κράτος στερούσε το τελευταίο στοιχείο αξιοπρέπειας από έναν πεινασμένο και απελπισμένο πληθυσμό –την ελευθερία του.
Πριν ακόμη τελειώσει η προεδρική ανακοίνωση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, ο κόσμος ήταν στο δρόμο και την αψηφούσε. Σε ολόκληρη την πόλη, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους, μπλοκάροντάς τους και κάνοντας θόρυβο χτυπώντας τα κατσαρολικά τους (κάτι σαν παράδοση στις διαδηλώσεις στην Αργεντινή). Η αστυνομία επενέβη για να διαλύσει τη συγκέντρωση έξω από το Προεδρικό μέγαρο, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν άγριες οδομαχίες. Οι διαδηλωτές άρχισαν πετροπόλεμο με την αστυνομία, έκαψαν αυτοκίνητα και έβαλαν φωτιά στο Υπουργείο Οικονομικών.
Ενώ οι συγκρούσεις ήταν σε εξέλιξη, ανακοινώθηκε η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών Cavallo και του επιτελείου του. Τα πλήθη των διαδηλωτών στο Buenos Aires ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Τελικά, μόνο στο Buenos Aires, πήρε μέρος πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμου, χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια και απαιτώντας το τέλος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των διεφθαρμένων κυβερνήσεων. Η αστυνομία αδυνατούσε να ελέγξει την κατάσταση, παρόλη τη μαζική χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών. Οι καταστηματάρχες, προσπαθώντας να σώσουν το εμπόρευμά τους, συχνά κατέφευγαν στη βία.
Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τις επόμενες 24 ώρες αστυνομικοί με πολιτικά σκότωσαν 7 διαδηλωτές στην πρωτεύουσα. Ακόμα 15 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν στην επαρχία και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Δύο μαχαιρώθηκαν και ένας πυροβολήθηκε από καταστηματάρχες. Μεταξύ των νεκρών και ένα 15χρονο αγόρι, στην επαρχία της Santa Fe, που πυροβολήθηκε από «άγνωστο» οπλοφόρο. Ο πρόεδρος παραιτήθηκε αμέσως μετά και εγκατέλειψε το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο.
Μέσα σε 2 εβδομάδες 4 ακόμα κυβερνήσεις έπεσαν. Η Αργεντινή είχε τώρα μπει σε ταχύτατη πορεία σύγκρουσης, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού της από τη μια μεριά και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, της παράλογης κυβέρνησης της και του παγκόσμιου καπιταλισμού από την άλλη.
Μαρτυρίες από την εξέγερση
Σε αυτό το σημείο, θεωρείται κομβική για την εξιστόρηση αυτής της εξέγερσης, η αναφορά σε προσωπικές μαρτυρίες που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από απλούς ανθρώπους, από κόσμο που βρέθηκε στο πεδίο αυτής της κοινωνικής αναταραχής που συντάραξε την Αργεντινή και όχι μόνο. Ακολουθούν δύο μαρτυρίες των γεγονότων, η πρώτη είναι του Ezequiel Adamovsky, ενός αντικαπιταλιστή ακτιβιστή και συγγραφέα, και η δεύτερη είναι άγνωστου αρθρογράφου και αναρτήθηκε στο αργεντίνικο Indymedia.
«Έβλεπα στην τηλεόραση τις λεηλασίες και τον ξεσηκωμό στο εσωτερικό της χώρας. Ξαφνικά, ο Πρόεδρος εμφανίσθηκε στην οθόνη. Μιλούσε για την ανάγκη διαχωρισμού σε ‘εγκληματίες’ και απελπισμένους. Μιλούσε ήρεμα, σχεδόν αρχοντικά, προσπαθώντας να δείξει ότι κάνει ακόμα κουμάντο. Είπε ότι σήμερα [σ.σ. Τετάρτη 19 Δεκέμβρη] κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Το ήξερα ότι αυτό ήταν αντισυνταγματικό, μόνο το Κογκρέσο μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Αηδίασα και έκλεισα την ΤV. Άρχισε να ακούγεται ένας θόρυβος… πολύ απαλός, αλλά δυνάμωνε… βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα έξω… σε κάθε μπαλκόνι άνθρωποι χτυπάγανε τηγάνια και κατσαρόλες, ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο δυνατός… γινότανε κραυγή… και δε θα σταματούσε. Είδα μερικούς ανθρώπους στη γωνία του δρόμου που μένω… όχι πάνω από 10… φόρεσα ένα πουκάμισο και κατέβηκα κάτω… ήταν περίεργο και συναρπαστικό, σε κάθε γωνία έβλεπα ανθρώπους να μαζεύονται. Μικρές ομάδες. Αυτή είναι μια άνετη μεσοαστική γειτονιά… αλλά όλοι έχουν καταστραφεί και απελπιστεί από αυτό που γίνεται… και έχει παραγίνει.
Στη γωνία του επόμενου δρόμου, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να μαζεύονται στη μέση του δρόμου. Χτυπώντας κουτάλια στις κατσαρόλες, ανεμίζοντας σημαίες… μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε γίνει 150… αρχίσαμε να περπατάμε… κανείς δεν έδειχνε να ξέρει που πηγαίναμε ή τί θα συνέβαινε… μια ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που άκουσα τις κατσαρόλες να χτυπάνε και ο θόρυβος δεν είχε σταματήσει, ερχόταν από κάθε γωνιά της πόλης. Καθώς προχωρούσαμε, και άλλοι ενώνονταν μαζί μας, ήταν απίστευτο… σχεδόν μανιακό. Η αίσθηση του να επανακτάς τη δύναμή σου. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής προέλευσης ήταν εκεί… κοίταξα πίσω και ξαφνικά αυτή η αυθόρμητη διαδήλωση είχε μήκος δύο οικοδομικών τετραγώνων… και από όλους τους δρόμους κατέφθαναν και άλλοι.
Έβλεπα ανθρώπους με κουστούμια και ανθρώπους με φόρμες εργασίας. Έβλεπα νέα κορίτσια με ακριβά ρούχα και ηλικιωμένους με ξεφτισμένα ρούχα. Μπορούσα να δω τον μικρομεσαίο που υποφέρει από τους, όλο και μεγαλύτερους, φόρους και τον νέο που είναι αποκλεισμένος από το σύστημα και δεν έχει δουλειά εδώ και 4 χρόνια. Όλοι εκπροσωπούνταν. Ήταν φανταστικό… Άνθρωποι ζητωκραύγαζαν από τα μπαλκόνια τους… κομματάκια χαρτιού, σαν κομφετί, έπεφταν απαλά στους δρόμους… τραγουδώντας, χτυπώντας, διαδηλώνοντας. Όταν έφθασα στο Κογκρέσο δύο χιλιάδες άνθρωποι ήταν ήδη εκεί… και μπορούσα να δω κόσμο να έρχεται από κάθε γωνιά… ήταν σαν πάρτι… οι σημαίες να ανεμίζουν, τα τραγούδια, τα χειροκροτήματα.
Όταν έφθασα στην Plaza de Mayo, είδα χιλιάδες εκεί… και συνέχιζαν να έρχονται… ήταν περίεργο… κόσμος έφθανε με αυτοκίνητα… και σε πορείες. Νέοι, μεγάλοι, οικογένειες… ο λαός. Η πλατεία ήταν μισογεμάτη και ο κόσμος ερχόταν ακόμα… περπάτησα τριγύρω. Συνεπαρμένος. Ακόμα δεν πίστευα ότι ήμουν εκεί. Σκέφτηκα ότι δεν βγαίνεις συχνά στο μπαλκόνι σου για να τσεκάρεις τους θορύβους του δρόμου και καταλήγεις σε μια κοινωνική εξέγερση, ικανή να ανατρέψει έναν πρόεδρο.
Ξαφνικά, κάποιος με έσπρωξε προς τα πίσω… όταν επανέκτησα την ισορροπία μου είδα τον κόσμο να τρέχει… κάποιος, δίπλα μου, φώναζε ‘Καθάρματα!’.. από ένστικτο άρχισα να τρέχω μαζί τους… έτρεξα μισό τετράγωνο… σταμάτησα και κοίταξα πίσω… είδα χιλιάδες και χιλιάδες να τρέχουν… συνέχισα να τρέχω αλλά κοίταγα πίσω πού και πού… ρώτησα κάποιον τι συνέβαινε… δεν κατάλαβα τι μου είπε… άρχισε να με τρώει η μύτη μου… κοίταξα πίσω.. στην πλατεία, 500 μέτρα πίσω, έβλεπα καπνούς… κοίταξα τα μάτια του κόσμου… είχαν κοκκινίσει… ο λαιμός μου πονούσε… έτρεξα. Κοίταξα πίσω… ο κόσμος έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις, μακριά από την πλατεία… ο καπνός ανέβαινε όλο και ψηλότερα, κάλυψα με το πουκάμισό μου τη μύτη μου και το στόμα μου… με έτρωγαν τα μάτια μου… είχα φτάσει μακριά… κοίταξα γύρω μου… εκείνος ο τύπος με το t-shirt που έγραφε ‘Miami – Florida’… εντελώς μεσαίας τάξης… μου είπε ότι τώρα καταλάβαινε πώς ένοιωθαν οι piqueteros. Συνέχισα να περπατώ… πηγαίνοντας σπίτι μου… ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι έκλαιγα. Δεν ήξερα αν ήταν από τα δακρυγόνα, ή από την ανικανότητα και την οργή μου» (Ez. Adamovsky, 2002).
Η εξέγερση όμως δεν τελείωσε εκεί. Τις υπόλοιπες μέρες του Δεκέμβρη, όπως και όλο τον Ιανουάριο, η οργή δεν έλεγε να κοπάσει. Οι διαδηλώσεις και οι σφοδρές μάχες με την αστυνομία συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, παλμό και μαζικότητα. Τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, στις 29 Δεκεμβρίου 2001, συνέβη κάτι το πρωτοφανές: μια ομάδα διαδηλωτών κατάφερε να διεισδύσει στο Αργεντίνικο Κονγκρέσο. Οι διαδηλωτές έσπαγαν ό,τι έπεφτε στα χέρια τους και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά που γρήγορα εξαπλώθηκε.
Μία προσωπική μαρτυρία, αναρτημένη στο Indymedia της Αργεντινής, αναφέρει:
«Κοιτάμε ο ένας τον άλλον και καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να θυμόμαστε αυτή την ώρα για την υπόλοιπη ζωή μας. Στεκόμασταν στις πόρτες του Προεδρικού Μεγάρου, του φανταχτερού ροζ παλατιού, που είναι επίσης γνωστό ως Casa Rosada, σύμβολο της αργεντίνικης εξουσίας. Ποτέ στο παρελθόν μια κινητοποίηση δεν έφτασε μέχρι εδώ. Και με τέτοιο τρόπο. Τώρα ήμασταν εκεί, και ήμασταν χιλιάδες. Και πάλι οι κατσαρόλες, τα σκαλιά γεμάτα κόσμο, ολόκληρες οικογένειες διαμαρτύρονταν και έκαναν θόρυβο. Και κόσμος εξακολουθεί να έρχεται, και έρχονται και οι μητέρες (της Πλατείας του Μάη) και έρχονται και οι «motoqueros» που επευφημούνται από το πλήθος, περιτριγυρισμένοι απ’ όλο τον κόσμο, φόρος τιμής για τους νεκρούς, ο καλύτερος που θα μπορούσαν να έχουν.
Πρώτος πηδάει ένας φωτογράφος. Ύστερα ένας παππούς λέει πως θέλει να μπει μέσα με τη βία και να μιλήσει στον πρόεδρο. Μετά οι νέοι. Πέντε λεπτά αργότερα, στις 2.15 π.μ. ακριβώς, όλοι εμείς. Η περίφραξη υποχώρησε αμέσως και η αστυνομία χρειάστηκε να μετακινηθεί στο πλάι, και να ‘μαστε, στις πύλες της Casa Rosada που από δω και πέρα δεν έχει τίποτα το ιερό. Περάσαμε τις πόρτες, στον προθάλαμο πριν την είσοδο, τραγουδώντας ο καθένας ό,τι ήθελε. Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς. Είδαμε πρόσωπα γεμάτα συναισθήματα, έκπληκτα πρόσωπα, περίεργους που κοιτούσαν από πίσω και έρχονταν μπροστά απλά για να αγγίξουν (το κτίριο), να νιώσουν ότι είναι δικό τους.
Οι άνθρωποι ήταν οργισμένοι, η είδηση ότι ο Grosso παραιτήθηκε ήρθε σαν κεραυνός, αλλά απλά συνέβαλε στο να ανέβει το ηθικό. Πολλοί ήθελαν να επαναληφθεί αυτό που έγινε την περασμένη εβδομάδα. Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς. Στο κογκρέσο βλέπουμε φωτιές στα σκαλιά. Δεν θυμηθήκαμε να ρωτήσουμε τι ώρα είναι. Οι πιο αποφασισμένοι μπαίνουν μέσα και αρχίζουν να βγάζουν έξω αντικείμενα για να ενισχύσουν τη φωτιά, μέχρι που η είσοδος του κογκρέσου γίνεται ολόκληρη μια φωτιά. Λένε πως μέσα, πολύ μέσα, υπάρχουν κι άλλοι που παίρνουν αντικείμενα για να τα φέρουν έξω. Έρχονται κρατώντας μια προτομή και κάποιος φωνάζει να μην την πετάξουν. Άνθρωποι τσακώνονται για την προτομή μέχρι που ένας διαδηλωτής την παίρνει και τελετουργικά τη ρίχνει στη φωτιά. Το πεζικό λίγα λεπτά νωρίτερα είχε υποχωρήσει. Και ύστερα ξεκινούν πάλι τα δακρυγόνα, ακριβώς τη στιγμή που η προτομή πέφτει. Τώρα είναι περισσότεροι και φαίνεται ότι έρχεται και η αντλία νερού. Ο κόσμος υποχωρεί, ενώ μια μεγάλη ομάδα νέων προβάλλει αντίσταση. Φεύγουν, προς το Callao, στην αρχή τρέχοντας αλλά αμέσως μετά περπατώντας. Φέρνει χαρά στους μπάτσους να σε βλέπουν να τρέχεις, νιώθουν μεγαλύτεροι, μας αποδιοργανώνει. Οι φωνές που λένε στον κόσμο να μην τρέχει γενικεύονται. Τώρα όλοι υποχωρούμε και κάποιος φωνάζει ‘στα δικαστήρια, στα δικαστήρια!’ Θέλουν να πάνε στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκεί που πριν δύο χρόνια έγινε συμφωνία ανάμεσα στους περονιστές και τους ριζοσπάστες». (http://argentina.indymedia.org)
Συμπεράσματα για τα γεγονότα της εξέγερσης
Η εξέγερση του Δεκεμβρίου μπορεί να χαρακτηριστεί αυθόρμητη, εφόσον ως αυθόρμητη ορίζεται η δράση που δεν καθοδηγήθηκε και που δεν αποφασίστηκε από κάποιον οργανωμένο πολιτικό φορέα. Και αυτό γιατί αυτή η εξέγερση, η πρώτη και η δυναμικότερη του 21ου αιώνα, δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Επί μία δεκαετία, από το 1991 μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου του 2001, εκδηλώνονταν μαζικοί κοινωνικοί αγώνες με εξαιρετική ένταση και επιμονή. Αγώνες που ανέδειξαν νέα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις και στις παρυφές τους, καθώς και νέες μορφές αγώνα. Αγώνες που ωρίμασαν τις συνθήκες για να εκδηλωθεί η λαϊκή εξέγερση του Δεκεμβρίου. Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας το εργατικό κίνημα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο και ότι έγιναν 9 γενικές απεργίες. Παρά λοιπόν τις συνέπειες των αυταπατών που καλλιέργησε ο περονισμός και την πρόσδεση σε αυτόν των γραφειοκρατικών συνδικάτων και συγκεκριμένα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων (CGT), ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων έδρασε ανεξάρτητα και μαχητικά ενάντια στο μέλλον που του επιβαλλόταν.
Οι πρωταγωνιστές όμως αυτής της δεκαετίας των πραγματικών αλλαγών που συνέβησαν με τρομερή ταχύτητα στην οικονομία και στην κοινωνία, είναι αναμφίβολα οι πικετέρος που μπλοκάρουν τους εθνικούς δρόμους και η αυτοοργάνωση των ανέργων σε μαζικά και δυναμικά κινήματα. Από το 1993 έως το 1999, καταγράφονται 685 μπλόκα στους εθνικούς δρόμους. Το κομβικό έτος 2001, αυτά τα νέα κοινωνικά κινήματα κατέκτησαν ανώτερα επίπεδα οργάνωσης. Τον Ιούλιο λοιπόν, πραγματοποιήθηκε η πρώτη Εθνική Συνέλευση των λαϊκών περιφερειακών οργανώσεων και των οργανώσεων ανέργων. Τον Σεπτέμβριο, δημιουργήθηκε το Φρενάπο, το Εθνικό Μέτωπο ενάντια στη Φτώχεια. Το Φρενάπο οργάνωσε – στις 14 και 17 Δεκεμβρίου, λίγες μόλις μέρες πριν την εξέγερση– λαϊκό δημοψήφισμα με το αίτημα «Ένα εισόδημα για μια ανθρώπινη ζωή και όχι για τον κοινωνικό αποκλεισμό». Πάνω από 1.500.000 άτομα πήραν μέρος στο δημοψήφισμα.
Έτσι έφτασαν στην εξέγερση του Δεκεμβρίου. Με έναν πρωτοφανή πλούτο αγωνιστικών εμπειριών και νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Ορισμένοι αναλυτές, με τις παρωχημένες αριστερές αντιλήψεις των παραδοσιακών κόμματων τους, θεωρούν τα νέα αυτά κοινωνικά κινήματα ως κατώτερες μορφές οργάνωσης. Κάνουν το λάθος να αντιπαραθέτουν τα νέα κινήματα στο «οργανωμένο εργατικό κίνημα», το οποίο και θεωρούν το ανώτερο επίπεδο οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, οι piqueteros και οι οργανώσεις των ανέργων είναι η εργατική τάξη που σπρώχτηκε στη χρόνια υποαπασχόληση, στην ανεργία και στην πείνα. Στις οργανώσεις τους, πολλοί είναι παλιοί βιομηχανικοί εργάτες με συνδικαλιστική και πολιτική εμπειρία. Εμπειρία σημαντική για να απορρίψουν την παραδοσιακή λαϊκιστική και γραφειοκρατική αριστερή ορολογία και δράση.
Το νέο στοιχείο που δημιούργησε και την κρίσιμη μάζα της εξέγερσης του Δεκεμβρίου είναι ότι σε αυτή τη νέα περίοδο των αγώνων συμμετέχουν όλοι –άντρες και γυναίκες–, με τις οικογένειες τους, με τα παιδιά τους, με τους γειτόνους τους. Νέο στοιχείο και πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον είναι η αυτοοργάνωσή τους. Στα μπλόκα, στις συνοικίες, με τις οργανώσεις βάσης και τις λαϊκές συνελεύσεις. Με τα συσσίτια, την αλληλοβοήθεια και την ανταλλαγή των αποθεμάτων τους, αλλά και διάφορων υπηρεσιών, μέσω του συστήματος trueque.
Εκείνες τις μέρες της εξέγερσης, η εντύπωση που δόθηκε από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με διαδηλώσεις που ξεκίνησαν από το πουθενά, ελάχιστα αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις επιθέσεις και τις απαλλοτριώσεις στα supermarkets και στα πολυτελή εμπορικά καταστήματα –που τις αποκάλεσαν «λεηλασίες», ξεχνώντας επιτηδευμένα ποιοί λεηλατούσαν επί δεκαετίες την αργεντίνικη οικονομία– τις κάλεσε, για πρώτη φορά στις 17 Δεκεμβρίου, η οργάνωση ανέργων «Teresa Rodríguez» (σύμβολο των αγώνων των piqueteros που δολοφονήθηκε το 1996 στο Cutral Có της επαρχίας Neuquén, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά το κίνημα των piqueteros).
Η εξέγερση βέβαια γενικεύτηκε όταν συμμετείχαν μαζικά σε αυτή τα μεσαία στρώματα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται μια σημαντική ιστορική στιγμή που είχε αποφασιστικό ρόλο στη μαζικοποίηση αυτής της λαϊκής εξέγερσης: Όταν τα μεσαία στρώματα επιλέγουν να τοποθετηθούν με τη μεριά των εκμεταλλευόμενων, το κοινωνικό σύστημα χάνει την παλιά του ισορροπία.
Το Argentinazo ανέδειξε και δύο ακόμη κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο είναι ο ρόλος της παραδοσιακής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της άκρας αριστεράς. Πολλοί, και μέσα στην Αργεντινή, εκφράστηκαν με ιδιαίτερα επικριτικούς τόνους για τη στάση των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Φαίνεται ότι η αριστερά σε ένα μεγάλο μέρος της αιφνιδιάστηκε από την ταχύτητα των εξελίξεων. Γεγονός που συνδέεται με την πολυδιάσπαση της, αλλά και με τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους έδειχνε τα προηγούμενα χρόνια να κατανοεί την εμφάνιση, το ρόλο και τη σημασία των νέων κοινωνικών κινημάτων. Έτσι, ενώ μέλη και στελέχη των οργανώσεων της αριστεράς συμμετείχαν στην εξέγερση και ορισμένοι συγκαταλέγονται στους τραγικούς νεκρούς-θύματα της καταστολής, οι οργανώσεις της αριστεράς με τις ηγεσίες τους αναλώθηκαν σε εκδηλώσεις συμπαράστασης και σε αναλύσεις και διαξιφισμούς εκατέρωθεν για το ρόλο τους.
Το δεύτερο ζήτημα που ανέδειξε η εξέγερση ήταν η εκδήλωση της βίας από την πλευρά των εξεγερμένων. Οι επιθέσεις, για παράδειγμα, στα δημόσια κτίρια από κάποιους χαρακτηρίστηκαν έργο «περονιστών προβοκατόρων». Τέτοιοι χαρακτηρισμοί πήραν τη δέουσα απάντηση από επώνυμους αγωνιστές που συμμετείχαν στην εξέγερση και είναι μέλη οργανώσεων, των οποίων η συμβολή στο πολιτικό κίνημα της Αργεντινής είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, όπως οι Μητέρες Της Πλατείας Μαΐου. (Σήματα Καπνού)
Εισαγωγή στα κινήματα
«Αυτοί που ζουν ακόμα, δεν πρέπει ποτέ να λένε ποτέ. Το αναπόφευκτο δεν είναι αναπόφευκτο, τα πράγματα δεν θα ‘ναι πάντα τα ίδια. Όταν αυτοί που κυβερνούν έχουν μιλήσει, τότε θα υψώσουν τη φωνή τους αυτοί που κυβερνούνται.
Ποιος τολμά να πει ποτέ; Από ποιον εξαρτάται η διαρκής καταπίεση; Από εμάς. Από ποιον εξαρτάται το τέλος της; Από εμάς και πάλι.
Αν σε έχουν ρίξει κάτω, σήκω. Αν έχεις ηττηθεί, πολέμα. Πως είναι δυνατόν να σταματήσεις αυτούς που συνειδητοποιούν την κατάσταση τους;
Οι νικημένοι του σήμερα θα είναι οι νικητές του αύριο και το ‘ποτέ’ θα γίνει ‘τώρα’.»
Ποίημα γραμμένο σε τοίχο του εργοστασίου Brukman[1]
Όταν μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων κατέρρευσαν σχεδόν «μέσα σε μια νύχτα», οι μαζικά απολυμένοι εργάτες βρέθηκαν να μοιράζονται κοινές ανάγκες, σε μία κατάσταση στην οποία οι κοινωνικοί δεσμοί και οι υπάρχοντες δεσμοί αλληλεγγύης μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε μια νέα μορφή οργάνωσης. Ο μαζικός εργάτης έγινε μαζικός άνεργος.
Η πρώτη ορατή αντίδραση αυτών των προλετάριων μπροστά στην αυξανόμενη εξαθλίωση τους, ήταν οι σποραδικές συγκρούσεις στους δρόμους. Το 1989, η επαρχία Chubut στην Παταγονία συγκλονίστηκε από μία εβδομάδα κοινωνικών ταραχών που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του κυβερνήτη. Την ίδια χρονιά, ταραχές ξεκίνησαν στην πόλη Rosano και στο Buenos Aires, όπου πολλά μανάβικα και supermarket λεηλατήθηκαν. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ταραχές σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Παρόλα αυτά, η αύξηση του αριθμού και η χειροτέρευση της κατάστασης των ανέργων που στερούνταν ακόμα και τα απαραίτητα για την επιβίωση τους, έκανε αναγκαία μια αντίδραση καλύτερα σχεδιασμένη και από κοινού.
Το κίνημα των Piqueteros
Παρατήρησε αυτό το χώρο[2]
John Jordan, Higham, Kent, 27 Αυγούστου 2002
Όταν πρωτοφτάσαμε στο Buenos Aires, αρχίσαμε αμέσως να ψάχνουμε για τα σημάδια της εξέγερσης. Θα ήταν διαφορετικό άραγε αυτό το αεροδρόμιο από οποιοδήποτε άλλο; Θα ήταν άραγε οι δρόμοι μπλοκαρισμένοι από την κίνηση ή το πλήθος; Ποτέ δεν είχαμε βρεθεί σε μια χώρα κατά τη διάρκεια μιας μαζικής κοινωνικής εξέγερσης και αναρωτιόμασταν τι θα φαινόταν διαφορετικό στην καθημερινή ζωή. Καθώς μπαίναμε στην πόλη, πήραμε μια πρώτη ιδέα. Οι έρημες εκτάσεις δίπλα στους αυτοκινητόδρομους, που ενώνουν τις πόλεις με τα αεροδρόμια, πανομοιότυπες σχεδόν σε όλο τον κόσμο, είναι γεμάτες με τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες που διαφημίζουν τα προϊόντα των διεθνών επιχειρήσεων –κάρτες visa, κινητά τηλέφωνα, ξενοδοχεία, αεροπορικές εταιρείες. Αυτό ίσχυε όντως και σε αυτόν τον απογυμνωμένο τόπο, όμως κάτι ήταν διαφορετικό. Οι μισές περίπου πινακίδες ήταν άδειες, με τεράστια άσπρα κενά εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται οι διαφημίσεις. Έμοιαζαν πραγματικά όμορφες έτσι όπως στέκονταν τεράστιες και αδειανές, δίχως τις δηλητηριώδεις εικόνες της κατανάλωσης, κι όμως γοητευτικές μέσα στην κενότητα τους, ελεύθερες από το εμπόριο, γεμάτες από την πιθανότητα. Κατά κάποιο τρόπο παριστούσαν τον άνεμο της αλλαγής που διέρχεται αυτή η χώρα, μιλούσαν για την παύση, το λευκό χαρτί που περιμένει να γεμίσει, ήταν ο χώρος από τον οποίο μια κοινωνία μπορούσε να ξεκινήσει να ονειρεύεται κάτι διαφορετικό, ο χώρος από τον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν να κάνουν τα όνειρα τους πράξη.
Piqueteros είναι το όνομα που έχει δοθεί σε ένα από τα πιο συναρπαστικά και ισχυρότερα νέα κοινωνικά κινήματα στην Αργεντινή. Αναφέρεται σε ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών ομοσπονδιών (πάνω από δώδεκα στην περιοχή του Buenos Aires), οργανώσεων φτωχών, αλλά και ανέργων.
Αυτός είναι ο πληθυσμός που άρχισε να οργανώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 σε ενώσεις ανέργων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραδοσιακή αριστερά της χώρας απέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, να αναγνωρίσει την αυξανόμενη δυναμική των οργανώσεων ανέργων στην Αργεντινή στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Αντί για τα παλιά χαρακτηριστικά αριστερά αιτήματα, όπως η εθνικοποίηση της βιομηχανίας, οι piqueteros έχουν τον δικό τους τύπο αιτημάτων, όπως «ουσιαστική δουλειά, κοινωνική δικαιοσύνη και το τέλος του νεοφιλελευθερισμού». Φυσικά αυτά τα πράγματα είναι σχεδόν αδύνατα στον καπιταλισμό, με αποτέλεσμα πολλές ομάδες να μάχονται στους δρόμους και στους αυτοκινητόδρομους για να διαταράξουν την καπιταλιστική οικονομία με τη σωματική τους δύναμη για να κερδίσουν ορισμένες παραχωρήσεις. Προσπαθούν παράλληλα να σχηματίζουν μια νέα και από τους «από κάτω» αντί-καπιταλιστική οργάνωση, χωρίς παρωχημένες ρητορείες ή λάθη. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι οργανώσεις ήρθαν σε ρήξη με τις παραδοσιακές αριστερές πρακτικές. Χρησιμοποιούσαν μια σειρά από εντυπωσιακά συμμετοχικές και άμεσοδημοκρατικές πρακτικές, όπως κοινές συνελεύσεις για τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες στόχευαν στην ευρεία συμμετοχή και στην εσωτερική ισότητα. Πολλοί απέρριπταν, επίσης, τα εθνικά συνδικάτα που δρουν ως εκμεταλλευτές της εργατικής τάξης, την καταχράζονται και την αντιμετωπίζουν ως πελατειακό δυναμικό στις ορέξεις των κομμάτων εξουσίας. Οι στρατηγικές αυτές έφτασαν να αποκαλούνται “horizontalism” και “autonomism” στην Αργεντινή.
Αργότερα, μετά τον πολλαπλασιασμό των ομάδων piqueteros, η παραδοσιακή αριστερά συνειδητοποίησε αυτή τη δυναμική και κατέληξε να αντιγράφει τη μεθοδολογία των piqueteros, και να δημιουργεί παρόμοιες ομάδες, με δικές τους ατζέντες. Όμως, αν και τώρα υπάρχουν ομάδες piqueteros που έχουν συμμαχήσει με περονιστές πολιτικούς και παλιά αριστερά κόμματα, πολλές από τις ομοσπονδίες, και ιδίως αυτές των ανέργων εργαζομένων του κινήματος “Anibal Veron”, παραμένουν περισσότερο ή λιγότερο «οριζόντιες» και «αυτόνομες», και έχουν τις δικές τους τακτικές και απαιτήσεις. Με τους οδικούς αποκλεισμούς (cortas de Ruta) προκαλούν αναστάτωση στην οικονομική δραστηριότητα του συστήματος για να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Η ευρεία χρήση αυτής της τακτικής από τους piqueteros είναι από πολλές απόψεις μια λαμπρή καινοτομία, καθώς όσοι είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι δεν μπορούν να απεργήσουν. Επίσης, με αυτούς τους αποκλεισμούς του οδικού δικτύου, έχουν εντοπίσει μία κρίσιμη σχέση στο καπιταλιστικό σύστημα κέρδους που δεν είναι άλλη από τη μεταφορά των εμπορευμάτων, την οποία και καθιστούν ευάλωτη στη συλλογική δράση τους.
Το συντονισμένο κίνημα των piqueteros γεννήθηκε στις Cultur C και Plaza Huincul, δυο πόλεις της Παταγονίας που δημιουργήθηκαν γύρω από τις εγκαταστάσεις της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας Yacimentos Petrol nos Fiscales. Η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε το 1994-95 από τον Menem, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την απόλυση του 80% του εργατικού της δυναμικού. Έτσι, το Μάρτιο του 1997, μια απεργία δασκάλων ενάντια στις απολύσεις και τις περικοπές μισθών εξελίχθηκε στην πρώτη από τις γνωστές πλέον καταλήψεις δρόμων. Όταν η αστυνομία επιτέθηκε στο μπλόκο, οι κάτοικοι των Cultur C και Plaza Huincul κινητοποιήθηκαν για υποστήριξη. Η λαϊκή συνέλευση που στήθηκε για να διαπραγματευτεί με τις αρχές, απαίτησε θέσεις εργασίας, αναστολή της καταβολής φόρων και επενδύσεις στην εταιρεία πετρελαίου. Αποφάσισαν την παύση των κινητοποιήσεων όταν κάποια από τα αιτήματα τους ικανοποιήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και 500 νέων –κακοπληρωμένων– θέσεων εργασίας. Η μετριοπάθεια της συνέλευσης οφείλεται στο ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει, σε εκείνη τη φάση, κάποιο όφελος στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων του. Ενδεικτική είναι και η αποδοχή της παρέμβασης ντόπιων πολιτικών στη συνέλευση. Ύστερα από αυτή τη μερική νίκη, η τακτική του μπλοκαρίσματος δρόμων των piqueteros σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις, για να φτάσουν οι τακτικές και οι μορφές οργάνωσης τους το 1999 στη La Matanza, στην ευρήτερη περιοχή του Buenos Aires.
Γεννημένοι από την αγανάκτηση εξαιτίας της διαφθοράς, των συνεχών πολιτικών συμβιβασμών των επίσημων σωματείων και της αποτυχίας όλων των πολιτικών κομμάτων να τους αντιπροσωπεύσουν, οι piqueteros (ο όρος αναφέρεται στη κοινή τακτική αποκλεισμών δρόμων που ακολουθούν) ξεπήδησαν από τις αποκλεισμένες και φτωχές κοινότητες της επαρχίας. Είναι κυρίως άνεργοι εργάτες που έχουν οργανωθεί αυτόνομα στα προαστιακά barrios –γειτονιές που παίζουν βασικό ρόλο στην αίσθηση που έχουν πολλοί αργεντίνοι για το χώρο και την ταυτότητα. «Κλείνουμε τους δρόμους, κάνουμε εκείνο το μέρος των δρόμων δικό μας. Χρησιμοποιούμε ξύλα, λάστιχα και βενζίνη για να βάζουμε φωτιά» λέει ο Alejandro, ένας νεαρός piquetero, με ενθουσιασμό. Και προσθέτει «αυτό το κάνουμε γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μας αναγνωρίσουν. Αν σταθούμε στο πεζοδρόμιο για να διαμαρτυρηθούμε, θα μας ποδοπατήσουν».
Η αστυνομία είναι συχνά ανίκανη να αντιμετωπίσει τους piqueteros, λόγω της λαϊκής υποστήριξης που δέχονται. Οι εθνικές οδοί περνούν συχνά δίπλα από τις φτωχογειτονιές στις άκρες των πόλεων και υπάρχει πάντα η απειλή ότι οποιαδήποτε καταστολή ενάντια στους piqueteros θα έφερνε χιλιάδες ανθρώπων από αυτές τις περιοχές στους δρόμους για υποστήριξη και θα προκαλούνταν σοβαρότερα επεισόδια. Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να διαπραγματευτεί κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας ενέργειας, οι piqueteros δεν εξουσιοδοτούν ηγέτες για να πάνε να συζητήσουν με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, αλλά ανταυτού, απαιτούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να έρχονται στα μπλόκα έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν να συζητήσουν τις ανάγκες τους και συλλογικά να αποφασίσουν εάν θα δεχθούν ή θα απορρίψουν οποιεσδήποτε προσφορές. Πολύ συχνά έχουν δει διεφθαρμένους ηγέτες ή εκπροσώπους από την εξουσία και έχουν αποφασίσει ότι ο τρόπος για να τους αντιμετωπίσουν είναι να αναπτύξουν ριζοσπαστικές οριζόντιες δομές. Σε ορισμένα μέρη της Αργεντινής έχουν δημιουργήσει σχεδόν απελευθερωμένες ζώνες, όπου η δυνατότητα τους να κινητοποιούν κόσμο είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των τοπικών κυβερνήσεων. Στο General Mosconi, που στο παρελθόν ήταν μια πλούσια πόλη πετρελαίου στο βορά της χώρας, και όπου τώρα το ποσοστό ανεργίας ξεπερνά το 40%, το κίνημα έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια του και διαχειρίζεται πάνω από 300 διαφορετικά εγχειρήματα, συμπεριλαμβανομένων αρτοποιιών, βιολογικών καλλιεργειών, κλινικών και τον καθαρισμό των υδάτων.
Το εξαιρετικό είναι ότι αυτές οι ριζοσπαστικές ενέργειες που ασκήθηκαν από μερικούς από τους πιο φτωχούς και περιθωριοποιούμενους ανθρώπους στην Αργεντινή, οι οποίοι χρησιμοποίησαν στρατιωτικές τακτικές και εντυπωσιακά φλεγόμενα οδοφράγματα –κλείνοντας δρόμους, κάνοντας πορείες φορώντας κουκούλες και κρατώντας ξύλα και πέτρες–, δεν έχει απομακρύνει άλλα τμήματα της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα η υποστήριξη προέρχεται από όλους. Μια νεαρή piquetera, η Rosa λέει εν συντομία: «όταν οι γυναίκες δεν έχουν πλέον τα αγαθά για να ταΐσουν τα παιδιά τους, η κυβέρνηση πέφτει, άσχετα με το τι είδος κυβέρνησης είναι».
Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό του κινήματος των piqueteros είναι η ανάδειξή του σε κόμβο αγωνιστικής συνάντησης μεταξύ των διαφόρων εργατών και μισθωτών, ανεξάρτητα της ταξικής θέσης που τους έχει δοθεί. Εργαζόμενοι, των οποίων οι θέσεις εργασίας ήταν υπό απειλή, συμμετείχαν ευρέως σε κινήσεις των piqueteros (άλλωστε οι πρώτες κινήσεις ξεκίνησαν από δασκάλους). Επίσης, αν και τα πλάνα εργασίας που δόθηκαν στους ανέργους μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγούσαν στη μείωση των μισθών άλλων εργατών, εντούτοις τα διαφορετικά «κομμάτια» των εργαζομένων αναγνώριζαν τις ανάγκες τους, το ένα στους αγώνες του άλλου. Εδώ ακριβώς έγκειται και μία θεμελιώδης δυναμική αυτού του κινήματος, καθώς η κυρίαρχη τάξη συναντά μεγάλες δυσκολίες στο να απο-συνθέσει την τάξη σε κομμάτια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για θέσεις εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλληλεγγύης αποτελεί η πορεία των piqueteros στις 4 Απρίλιου 2002 στην παραλιακή πόλη La Plata. Η πορεία πέρασε πρώτα από το επαρχιακό κυβερνητικό κτίριο για να δείξει την υποστήριξή της στους κρατικούς εργάτες που απεργούσαν εκεί. Διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές στους μισθούς και σε άλλες παροχές, οι εργάτες είχαν καταλάβει διάφορα κτίρια και ήταν σε διαρκείς συνελεύσεις. Όταν έφτασαν οι piqueteros η αστυνομία είχε μπει ήδη στο κτίριο και η συνέλευση είχε διακοπεί, όταν όμως οι εργάτες είδαν το μέγεθος του πλήθους που είχε μαζευτεί απομάκρυναν τους αστυνομικούς και συνέχισαν τη συνέλευση τους. Οι piqueteros, μαζί με μέλη τοπικών συνελεύσεων αλλά και γείτονες, έχουν επίσης υπερασπιστεί σε πολλές περιπτώσεις, κατειλημμένα εργοστάσια που βρίσκονταν υπό την απειλή εκκένωσης, αποκρούοντας τις επιθέσεις της αστυνομίας.
Στις 30 Μαΐου 2002, οι piqueteros μπλόκαραν 1.000 δρόμους, γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές σε όλη την Αργεντινή. Η μαζική τους κινητοποίηση συνοδεύτηκε την ίδια μέρα με απεργία των εργατών του αεροδρομίου Ezeiza του Buenos Aires, του οποίου σταμάτησαν τη λειτουργία. Ο πρόεδρος Duhalde δήλωσε ότι τα μπλόκα των δρόμων δεν μπορούν να χαίρουν άλλης ανοχής. Μετά από αυτό είναι προφανές ότι η επίθεση της αστυνομίας στη συγκέντρωση των piqueteros στις 26 Ιουνίου 2002 στην Avellaneda –που άφησε νεκρούς τους νεαρούς piqueteros Dario Santill και Maximiliano Kosteki, καθώς και 40 τραυματίες– δεν ήταν απλά έργο κάποιων «ανεξέλεγκτων μπάτσων». Παραμένει πολύ σημαντικό ότι 50.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην Plaza de Mayo ως απάντηση στους φόνους.
Με το μπλοκάρισμα των αυτοκινητοδρόμων, οι piqueteros αναδείκνυαν αιτήματα τα οποία περιλάμβαναν την απόσυρση της αστυνομίας και την καταδίκη της κρατικής καταστολής, την απελευθέρωση φυλακισμένων συντρόφων, παροχές για τους ανέργους, τρόφιμα, υγειονομικές εγκαταστάσεις, όπως και αιτήματα για πραγματικές δουλειές ή πλάνα εργασίας –μικρά επιδόματα, δηλαδή, για τους ανέργους που δίνονταν από το κράτος για να κατευναστεί η δυσαρέσκεια. Μόνο που και σε αυτή την περίπτωση, αυτή η πολιτική γύρισε μπούμερανγκ (κατά τη διάρκεια της προεδρίας του De La Rua), καθώς οι οργανώσεις ανέργων δημιούργησαν τις δικές τους Μ.Κ.Ο. ώστε να διευθύνουν τα πλάνα εργασίας και να στήσουν δικά τους κοινωνικά προγράμματα, χρησιμοποιώντας τους χρηματικούς πόρους από αυτά. Στήνουν δηλαδή εγχειρήματα στις περιοχές τους, όπως αρτοποιεία, εργαστήρια μετάλλου και ξύλου, σχολεία και θερμοκήπια.
Στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Δεκέμβριου του 2001, οι οργανώσεις των MST που πρόσκεινται στην ομοσπονδία Anibal Veron διοργάνωσαν έναν ιδιαίτερο οδικό αποκλεισμό, όπου απέκλεισαν 8 οικοδομικά τετράγωνα, στο εμπορικό κέντρο του Buenos Aires, μπλοκάροντας τις εισόδους σε supermarket και εμπορικά κέντρα μία ημέρα πριν από τα Χριστούγεννα, δηλαδή την μεγαλύτερη ημέρα αγορών όλου του έτους. Οι εν λόγω ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα την άμεση πίεση στις εταιρείες, με την οικονομική αναστάτωση που προκαλούσαν, και την έμμεση πίεση στην κυβέρνηση. Παρατηρείται δηλαδή μία ποικιλομορφία ανάμειξης δράσεων, τόσο στο πολιτικό όσο και στο επίπεδο άμεσων διεκδικήσεων, αφού στο τέλος της μέρας τα supermarkets αναγκάστηκαν να δώσουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων στις οικογένειες αυτών των οργανώσεων.
Η τακτική τους να μπλοκάρουν μεγάλους αυτοκινητόδρομους, μερικές φορές για ολόκληρες μέρες, αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχής. Οικογένειες ολόκληρες παίρνουν μέρος στα οδοφράγματα στήνοντας σκηνές και μαγειρεία που λειτουργούν συλλογικά στη μέση του δρόμου και είναι οχυρωμένα πίσω από λάστιχα που καίγονται. Πολλοί από αυτούς που συμμετέχουν είναι νέοι και ένα ποσοστό μεγαλύτερο από 60% είναι γυναίκες. Με την πάροδο του χρόνου, το αυτόνομο αυτό κίνημα –από ομόσπονδες ομάδες με χαλαρούς μεταξύ τους δεσμούς και με βάση τις συνοικίες– έχει αναγκάσει και τις τοπικές και τις κεντρικές αρχές να κάνουν παραχωρήσεις με τη μορφή επιδομάτων πρόνοιας τροφίμων και προσφοράς μερικής απασχόλησης.
Εφαρμόζοντας πρακτικές άμεσης δημοκρατίας και επιθυμώντας να φέρουν κοινωνικές αλλαγές στο παρόν, οι piqueteros χρησιμοποιούν τα επιδόματα της πρόνοιας που εξασφαλίζουν για να αναπτύξουν εναλλακτικές δομές στο πλαίσιο των συνοικιών τους. Δημιουργούν μαγειρεία για όλη την κοινότητα, φούρνους, εργαστήρια λαϊκής επιμόρφωσης, βιβλιοθήκες, λαχανόκηπους και πολλά ακόμα –όλα τμήματα αυτού που αποκαλούν οικονομία της αλληλεγγύης. Αυτά περιλαμβάνουν τα πάντα· από συλλογικές κατασκευές στην κοινότητα ή κέντρα υγείας, εναλλακτικά πειρατικά μέσα ενημέρωσης, κήπους και κτηνοτροφία, προγράμματα νεολαίας, φεστιβάλ, καθώς και μεγάλο αριθμό συλλογικών συσσιτίων γειτονιάς. Οι Piqueteros συνεργάζονται στην κηπουρική ή το ψήσιμο του ψωμιού, στη συνέχεια στο μαγείρεμα, και στη συνέχεια, τα τρόφιμα σερβίρονται σε συλλογικές κουζίνες όπου οι άνεργοι και οι πεινασμένοι τρώνε με πραγματική αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη. Πέρα, δηλαδή, από την ανάπτυξη και εφαρμογή λύσεων σε πρακτικά ζητήματα, το κίνημα των piqueteros αγωνίζεται επίσης για μία νέα μορφή αξιοπρέπειας, καθώς πιστεύουν πως οι άνθρωποι που είναι πρωταγωνιστές της ζωής τους έχουν βασικό ρόλο στην οικοδόμηση της δύναμης των συνοικιών τους.
Παραδείγματα Piqueteros
Υπάρχουν εκατοντάδες ομάδες και δίκτυα των piqueteros σε όλη τη χώρα, κάποια από τα οποία έχουν δεσμούς με συνδικάτα και κόμματα της αριστεράς, ενώ άλλα είναι περισσότερο ανεξάρτητα. Οι συνεντεύξεις που ακολουθούν είναι μελών του MTD, του κινήματος των ανέργων εργατών και καλύπτουν τρεις διαφορετικές συνοικίες στο νότιο τμήμα του ευρύτερου Buenos Aires: το Σολάνο, το Αλμιράλτε Μπράουν και το Λάνους. Το MTD είναι τμήμα του δικτύου Anibal Veron, το οποίο έχει καθαρά αντικαπιταλιστικό και αυτόνομο χαρακτήρα και αναπτύσσει νέες μορφές αγώνα που έχουν σχέση με κινήματα όπως αυτό των Ζαπατίστας και των ακτημόνων της Βραζιλίας. Οι θεματικές αυτών των συνεντεύξεων είναι πολλαπλές και περιλαμβάνουν συζητήσεις γύρω από τις δομές τους, τις τακτικές τους να μπλοκάρουν δρόμους, την κριτική τους απέναντι στην παραδοσιακή αριστερά και φτάνουν ως την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων και την αλληλεγγύη που βιώνουν μεταξύ τους, το ρόλο και τη θέση της γυναίκας σε αυτό το πολύμορφο κίνημα, το είδος της κοινωνίας που επιδιώκουν και για το οποίο αγωνίζονται.
MTD Λάνους
Pablo: Η τακτική του αποκλεισμού είναι μία παλιά τακτική που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να διαμαρτυρηθούν στην πύλη ενός εργοστασίου, για να δώσουν το στίγμα μιας απεργίας ή για να εδραιώσουν έναν αγώνα. Τώρα η τακτική αυτή είχε μεταφερθεί στους αυτοκινητοδρόμους που χρησιμοποιούσαν εκείνες οι εταιρείες για να μεταφέρουν το πετρέλαιο ή άλλα προϊόντα τους. Μπορεί ο καπιταλισμός να έχει αλλάξει και να χρειάζεται λιγότερους εργάτες στα εργοστάσια, αλλά η μεταφορά των προϊόντων σας, όπως και να έχει, σας είναι απαραίτητη. Αφού δεν είχαμε πια δουλεία στα εργοστάσια, προσπαθήσαμε να βρούμε ένα τρόπο για να εμποδίζουμε τη μεταφορά αυτών των προϊόντων. Έτσι ξεκίνησε ο ταξικός μας αγώνας και τα διάφορα κινήματα των piqueteros.
Αρχίσαμε να διαμορφώνουμε το κίνημα των ανέργων με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αναπαράγει στοιχειά άλλων κοινωνικών οργανώσεων. Είπα νωρίτερα πως κάποιοι companeros ή αγωνιστές είχαν προηγούμενη πείρα από το συνδικαλισμό ή άλλες πολιτικές δραστηριότητες. Η δομή όμως που γνώριζαν ήταν πάντα ιεραρχική. Είχαν βιώσει χρόνια ολόκληρα απογοήτευσης και εξαπάτησης και είχαν εμπειρίες από πράγματα που δεν είχαν ποτέ καλή κατάληξη. Έτσι, ξεκινώντας από την ιδέα ότι αυτό ήταν κάτι που θέλαμε οπωσδήποτε να αποφύγουμε, αρχίσαμε να αναζητούμε μια νέα μορφή οργάνωσης των συνοικιών που θα στηρίζονταν σε κάποιες πολύ βασικές αρχές. Κατά κάποιο τρόπο μπορεί να μην έχουμε ένα πολύ ξεκάθαρο πλάνο του πώς θα προχωρήσουμε, αλλά είμαστε σίγουροι για τον τρόπο με τον οποίο δεν θέλουμε να προχωρήσουμε.
MTD Σολάνο
Magda: Τα συνθήματα του αγώνα μας είναι Δουλειά, Αξιοπρέπεια και Κοινωνική Αλλαγή. Θέλουμε να δημιουργήσουμε διαφορετικές συνθήκες εργασίας, χωρίς αφεντικά, όπου οι ίδιοι οι εργάτες, οι companeros θα αποφασίζουν τι πρέπει να γίνει με την παραγωγή.
MTD Νταρίο Σαντιλάν
Daniela: Έχω την εντύπωση πως στην κοινωνία μας οι γυναίκες είναι υποταγμένες από πολλές απόψεις. Στις δικές μας οργανώσεις όμως, η γυναίκα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί όταν τα κινήματα ξεκινούν αποτελούνται κυρίως από companeras. Γιατί οι γυναίκες είναι αυτές που βγαίνουν έξω και διακινδυνεύουν τα πάντα για να μπορέσουν να ταΐσουν τα παιδία τους. Οι άντρες μένουν στα σπίτια τους γιατί έχουν πάθει κατάθλιψη από την ανεργία. Σε όλη τους τη ζωή εκείνοι ήταν αυτοί που έβγαιναν έξω, που αγωνίζονταν για τη δουλειά, που έφερναν φαγητό στο σπίτι και ξαφνικά όταν βρίσκονται χωρίς δουλεία πέφτουν στο φαύλο κύκλο της κατάθλιψης και οι γυναίκες είναι αυτές που πρέπει να βγουν έξω και να αγωνιστούν.
Το σύστημα σου λέει πως οι γυναίκες έχουν την τάση να υποτάσσονται στα πάντα. Πρέπει να βρίσκεσαι στο σπίτι σου και να ασχολείσαι με την κουζίνα σου και τα παιδία σου και να μη βγαίνεις από εκεί. Ο ρόλος σου είναι ο ρόλος της νοικοκυράς. Δεν μπορείς να σκέπτεσαι, δεν έχεις άποψη… Καθώς όμως τα πράγματα αλλάζουν σε αυτά τα κινήματα, η γυναίκα αποκτάει φωνή και μπορεί να εκφράσει αυτά που πιστεύει και νιώθει.
Πιστεύω ότι το κίνημα αλλάζει όλο το χαρακτήρα της ζωής της, γιατί μια γυναίκα, μια companera από το MTD δεν είναι ίδια με τη γυναίκα που δεν ανήκει στο κίνημα κι αυτοί που βλέπουν τα πράγματα από απόσταση θα καταλάβουν τη διαφορά. Πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι εντελώς καινούριο. Πρωτοφανές. Μπαίνεις στο κίνημα και βλέπεις πως είναι γεμάτο από γυναίκες. Και η γυναίκα του MTD νιώθει καλά γιατί είναι σαν να έχει βρει το χώρο εκείνο που μπορεί να είναι ο εαυτός της.
Το κράτος φοβάται πολύ. Και για αυτό προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω σου πρώτα με την ιδεολογία σου και μετά με τις δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας σε στους δρόμους. Στις 26 Ιουνίου 2002, χάσαμε 2 companeros και πριν λίγο καιρό επιτέθηκαν σε όσους από εμάς πήγαν να υποστηρίξουν τους εργάτες στο εργοστάσιο Brukman. Έτσι είναι. Η κυβέρνηση μας κτυπάει με τα κλομπ, αλλά ταυτόχρονα βλέπει όλο και περισσότερη αντίσταση από τη μεριά μας και αυτό το φοβάται. Και εδώ στις συνοικίες τα πράγματα δεν είναι εύκολα γιατί η πραγματικότητα της καταστολής έχει πολύ βαθιές ρίζες και ο κόσμος τη φοβάται.
Ariel: Ξέρουμε πως είμαστε μειοψηφία, αλλά την ίδια στιγμή τους αναγκάζουμε να ακούσουν τη φωνή μας και αυτό τους ανησυχεί. Όποιος και να κερδίσει στις εκλογές, εδώ δεν αλλάζει ποτέ τίποτε, δεν παρέχουν τίποτα στον κόσμο, ούτε παιδεία ούτε τίποτα. Κι ορίστε εμείς εδώ στη βάση, στις γειτονιές, που μπορούμε να προσφέρουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα για τις βασικές ανάγκες του κόσμου, όπως τροφή και παιδεία. Τα κινήματα μας έχουν βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά εργαστήρια για τον κόσμο, τα πάντα. Είναι το ελάχιστο, το στοιχειώδες, αλλά το κάνουμε μονοί μας». Τέλος σημειώνει «Είμαστε όλοι επαναστάτες γιατί η πείνα είναι βία κι αν η πείνα του σήμερα είναι νόμος, τότε η επανάσταση είναι δικαιοσύνη.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί τι συνέβη, στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, στο κίνημα των piqueteros. Μετά τα 2 πρώτα χρόνια κοινωνικής εξέγερσης και αλληλεγγύης που βίωσε ολόκληρη η χώρα, οι piqueteros αντιμετωπίζουν κάποιες σοβαρές προκλήσεις και νέες επιθέσεις. Η νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Nestor Kirschner έκανε ορισμένες παραχωρήσεις προς τους ανέργους, οι οποίες οδήγησαν σε μια γενική αποστράτευση και στην ενεργή συνεργασία ορισμένων ομάδων piqueteros με των Kirschner. Η πολιτική στρατηγική του πρόεδρου Kirschner είναι να ελέγξει μια μειοψηφία των ομάδων piqueteros, προσφέροντας μικρές παραχωρήσεις για τα μέλη και πολιτικά οφέλη για τους γραφειοκράτες, και στη συνέχεια να καταστείλει και να συνθλίψει τις υπόλοιπες αυτόνομες ομάδες που έχουν πολιτικές απαιτήσεις.
Μπροστά σε αυτό το πιθανό σενάριο έρχεται επίθεση, και δυστυχώς υπάρχει άνθιση του πολιτικού καιροσκοπισμού, πολλές διασπάσεις και διαιρέσεις. Υπάρχει μια πτώση της συμμετοχής, ως αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων. Οι διαμαρτυρίες κατά την επέτειο της 20ης Δεκεμβρίου είναι χαρακτηριστικές: υπήρχαν τρεις διαφορετικές διαμαρτυρίες και κινητοποιήθηκαν πιθανώς λιγότερα από 100.000 άτομα, τα οποία απέχουν κατά πολύ από τα εκατομμύρια που ήταν στους δρόμους δύο χρόνια πριν.
Σήμερα, μπορεί οι ομάδες piqueteros να είναι διαιρεμένες και να υποφέρουν από πτώση της συμμετοχής αλλά, όπως και φάνηκε, έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν την υποστήριξη από τα εκατομμύρια φτωχών της Αργεντινής και πάλι στο μέλλον και να αντιπαρατεθούν με το νεοφιλελευθερισμό. Γνωρίζουν πως για να το πετύχουν πρέπει να συνδεθούν με άλλα κινήματα σε όλον τον κόσμο που επιδιώκουν μια παρόμοια επαναστατική αυτόνομη στρατηγική.
Asambleas – συνελεύσεις γειτονιών
Αμέσως μετά την εξέγερση της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001 στην Αργεντινή αναδύθηκε ένα καινούργιο κοινωνικό κίνημα, αυτό των «λαϊκών συνελεύσεων». Σε πολύ λίγο χρόνο, περισσότερες οπό 150 συνελεύσεις –που απαρτίζονταν από 15 έως και 300 γείτονες– σχηματίστηκαν αυθόρμητα στο Buenos Aires και σε άλλες πόλεις όπως η Cordoba, το Rosario, η Marietta και το Santa Fe. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2002 οργανώθηκε ένα συντονιστικό αυτών των συνελεύσεων, πρώτα σε επίπεδο πόλης και μετά σε εθνικό επίπεδο η «Δια-γειτονιακή Συνέλευση του Πάρκου Centenario» και η «Εθνική Δια-γειτονιακή». Το φαινόμενο υποσχόταν να μετατραπεί σε μία σαρωτική κοινωνική δύναμη. Μετά από ένα σχεδόν χρόνο έντονης δραστηριότητας, το κίνημα των συνελεύσεων άρχισε να δείχνει σημάδια φθοράς. Πολλοί γείτονες απομακρύνθηκαν και οι «δια-γειτονιακές», ακόμη και πολλές τοπικές συνελεύσεις, μειώθηκαν. Έως και το 2007, μόνο κάποιες από εκείνες τις αρχικές συνελεύσεις συνέχιαζαν να δουλεύουν, παρακμασμένες σε ενέργεια και συνάθροιση.
Στην Αργεντινή το σύνθημα «έξω οι πολιτικοί» (“que se vayan todos”), για τους νεοφιλελεύθερους σήμαινε «έναν κόσμο καταναλωτών και όχι πολιτών», αντιθέτως για τον κόσμο που καταλάμβανε τους δημόσιους χώρους σε όλη της πόλη, διαβεβαίωνε την πολιτική κυριαρχία μέσω της ίδιας αυτής πράξης. Το νόημα διαφοροποιήθηκε και το σύνθημα μετατράπηκε: «Να φύγουν αυτοί, εδώ είμαστε εμείς». Από αυτήν την διαφοροποίηση του νοήματος αναδύθηκαν οι συνελεύσεις.
Η απόρριψη κάθε είδους αντιπροσώπευσης ήταν αποτέλεσμα της δυσπιστίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα και στους αντιπροσώπους τους. Η απώλεια κύρους ήταν φανερή και η άμεση δράση ήταν αναγκαία. Η δυσπιστία στους ηγέτες και στις αρχές, καθώς επίσης η αντίδραση ενάντια στην καθεστωτική αριστερά που προσπαθούσε να χειραγωγήσει και να επιβάλει τα προγράμματά της, ήταν φανερή. Η διαβούλευση σε «οριζόντια» βάση και η λήψη αποφάσεων έγινε η αρχή κατεύθυνσης των συνελεύσεων.
Ο τρόπος λειτουργίας των συνελεύσεων καθορίζεται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Πολλές συνελεύσεις, για παράδειγμα, υιοθέτησαν ένα εντελώς αντικαπιταλιστικό λόγο. Κάποιες επέλεξαν να λειτουργούν με λίστες ομιλητών και με ψηφοφορίες βασισμένες στη μειοψηφία ή την πλειοψηφία αντίστοιχα, ενώ άλλες προτίμησαν την αυθόρμητη συζήτηση με συναινετικές αποφάσεις. Το σημαντικό είναι ότι όποιος και αν είναι ο τρόπος λειτουργίας τους, αυτός πάντα εξαρτάται τόσο από τη συμμετοχή, όσο και από το βαθμό αμοιβαίας πίστης και σεβασμού που οι συμμετέχοντες καταφέρνουν να παράγουν.
Άλλο ένα σημείο διαφοροποίησης της λειτουργίας των συνελεύσεων είναι εκείνο της πολιτικής στρατηγικής· της άποψη που θα πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στην εξουσία και το κράτος. Σε κάποιες συνελεύσεις η έννοια της αυτονομίας, σε συνδυασμό με τον οριζόντιο τρόπο λήψης αποφάσεων, οδήγησε σε μια σκέψη που δεν επικεντρωνόταν στην «κατάληψη της εξουσίας» μέσω των πολιτικών κομμάτων, ώστε να κατασκευαστεί μια καινούρια «αντί-εξουσία». Έτσι, αυτές οι συνελεύσεις επικεντρώθηκαν «σε γειτονικές κοινότητες που οργανώνονται σε ένα εδαφικό δίκτυο, σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα», μέσα από δίκτυα χωρίς κεντρική εξουσία. Το κύμα καταλήψεων δημόσιων κτιρίων, εργοστασίων, γυμναστηρίων, δημοτικών αγορών, πλατειών κ.ά., και η εγκατάσταση σε αυτά αυτόνομων κοινωνικών κέντρων ή και ανταλλακτικών αγορών, η οποία πρωταγωνίστησε στις συνελεύσεις στα μέσα του 2002, είναι ένα καλό παράδειγμα αυτονομίας. Παράλληλα, άλλα μέλη συνελεύσεων συνεχίζουν να πιστεύουν σε μια σοσιαλιστική ή λαϊκή κληρονομιά και φαντάζονται τη δημιουργία ενός κινήματος που θα φέρει «έναν από εμάς» στην εξουσία.
Το πιο σημαντικό για τις συνελεύσεις γειτονιάς, μέσα από τις διαφορές στις τυπικές λειτουργίες, είναι οι διαδικασίες και οι σχεδόν αόρατες αλλαγές που παράγονται από την καθημερινή λειτουργία τους. Αυτό γίνεται εμφανές αν παρατηρήσει κανείς την κοινωνικοπολιτική ταυτότητα των συμμετεχόντων. Τόσο η ετερογενής σύνθεση των συνελεύσεων όσο και οι κανόνες της οριζόντιας λειτουργίας τους, έκαναν απαραίτητη μια συνεχή διαδικασία διαπραγμάτευσης των διαφορών και την αμφισβήτηση των κληροδοτημένων ταυτοτήτων. Άλλες μορφές διαπραγμάτευσης των ταυτοτήτων ήταν, για παράδειγμα, εκείνες του φύλου και της ηλικίας. Συνοψίζοντας, οι συνελεύσεις δεν είναι μόνο προϊόντα μιας πολλαπλότητας, αλλά ταυτόχρονα, είναι εν δυνάμει παράγοντες που παράγουν την πολλαπλότητα.[3]
Οι συνελεύσεις ιδρύθηκαν στη βάση μιας αντικαπιταλιστικής θεώρησης που έλεγε ότι «θα πρέπει να ενωθείς με τους ομοίους σου σε ομάδες, με άγνωστους ανθρώπους, και με αυτούς θα πρέπει να εδραιώσεις δίκτυα συναίνεσης». Αυτές οι αυθόρμητες, ενστικτώδεις ομαδοποιήσεις μπροστά στην κοινωνική κατάρρευση οδήγησαν σε ετερογενείς ομαδοποιήσεις που αποδείχτηκαν αρκετά δύσκολες για να οδηγήσουν σε σχέσεις εμπιστοσύνης. Οι γείτονες των πρώτων συνελεύσεων ήταν νέοι αλλά και γέροι, μιας καλής οικονομικής κατάστασης αλλά και φτωχοί, διαφόρων εκπαιδευτικών επιπέδων και πολιτικών πεποιθήσεων αλλά και αμόρφωτοι ή χωρίς κάποιο πολιτικό υπόβαθρο, ανταγωνιστικοί αλλά και ήπιοι. Επίσης πολλοί έφεραν μια ατομιστική/εξουσιαστική κουλτούρα την οποία το ως τότε σύστημα είχε επιβάλει. Αυτή η ετερογένεια σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε στην αποχώρηση πολλών ομάδων και στη διάσπαση πολλών συνελεύσεων. Αυτή η διαδικασία συνεχών αποχωρήσεων δυσκόλεψε την διαδικασία εγκαθίδρυσης σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης, συστατικών απαραίτητων σε μια οριζόντια διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Τέλος, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης, αναδύθηκαν συνελεύσεις πολιτών στις γειτονιές και, στη συνέχεια, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, εμφανίστηκαν εργατικές συνελεύσεις στα εργοστάσια που κατέλαβαν οι εργάτες μετά την εγκατάλειψή τους από τους ιδιοκτήτες τους και την αναδιοργάνωσή τους στη βάση του εργατικού ελέγχου.
Παραδείγματα συνελεύσεων γειτονιάς
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι Asambleas Populares (λαϊκές συνελεύσεις), δημιουργήθηκαν τις επόμενες μέρες της εξέγερσης της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001. Πρωταρχικό μέλημα αμέσως μετά τη σύσταση τους, ήταν να βρουν ζωτικό χώρο στη γειτονιά τους για να αναπτύξουν ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων για την κάλυψη των αναγκών τους, για να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Έτσι τους πρώτους κιόλας μήνες άρχισαν να καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα κτίρια, παλιές κλινικές, κτίρια τραπεζών που είχαν πτωχεύσει. Παρακάτω γίνεται μια επιλεκτική αναφορά σε συγκεκριμένες συνελεύσεις και παρουσιάζονται ορισμένες δράσεις τους.
Asamblea de S. Ortíz y Corrientes – Barrio de Villa Crespo, Ciudad de Buenos Aires
Το Δεκέμβριο του 2002, τα μέλη της συνέλευσης του S. Ortíz y Corrientes κατέλαβαν δύο κτίρια, το ένα ανήκε σε μια τράπεζα στο Parque Lezama και το άλλο στην Banco Provincia de Buenos Aires και ήταν άδειο για δύο χρόνια. Οι κάτοικοι της Villa Crespo αποφάσισαν, μετά από πολλές συζητήσεις, να χρησιμοποιήσουν τις εγκαταστάσεις τους, να τα καθαρίσουν, και να τα διακοσμήσουν για να καταστούν κατοικήσιμα.
Παρακάτω ακολουθεί μία συνέντευξη του οικολογικού Δικτύου (Red Eco) με τη Rosana, την Ariel και την Gabriela, τρία μέλη της Συνέλευσης του S. Ortíz y Corrientes που συμμετέχουν καθημερινά στην κατασκευή του χώρου αυτού.
Red Eco: Πώς σας ήρθε η ιδέα να καταλάβετε αυτό το μέρος;
Rosana: Οι κάτοικοι γνωρίζαμε τη γειτονιά, ιδιαίτερα εκείνοι που ζουν πολλά χρόνια εδώ και κουβεντιάζαμε στη συνέλευση για την επανάκτηση ενός χώρου για τη γειτονιά, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε για ποιο σκοπό τον χρειαζόμαστε. Η ιδέα ήταν βασικά για να φτιάξουμε μία συλλογική κουζίνα για τη γειτονιά, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Αποφασίστηκε από την συνέλευση, μιλήσαμε για αρκετούς μήνες, συζητήσαμε πολύ.
Gabriela: Είναι ένα μέρος για να αναπτύξουμε δημιουργικές δραστηριότητες για τη γειτονιά. Θέλουμε ο τόπος να είναι από και για τον πλησίον.
Ariel: Σε αυτό το χώρο πολλά περισσότερα άτομα έρχονται στη συνέλευση, γείτονες θα έρθουν να συμμετάσχουν στο συλλογική κουζίνα και να δηλώσουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους, τη δέσμευση για την υποστήριξη όσων κάνουμε. Το θέμα της κουζίνας είναι κεντρικό, διότι για πολλούς ανθρώπους το ζήτημα των τροφίμων είναι ένα κεντρικό πρόβλημα. Για πολλές οικογένειες που τρώνε αυτή τη στιγμή αυτό είναι μια εξαίρεση, αποτελεί όμως και μία πρόκληση για μας.
RE: Πώς θα προχωρήσετε πέρα από τη συλλογική κουζίνα και πώς θα τη συσχετίσετε με άλλες δραστηριότητες;
G: Μέσα από τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ένας γείτονας ήρθε και είπε ότι προσφέρεται να δώσει μαθήματα salsa με αντάλλαγμα τρόφιμα για τη κουζίνα του. Ένας άλλος ότι θα κόβει τα μαλλιά των γειτόνων του.
Α: Υπάρχουν δύο πράγματα, ένα είναι το πώς θα επιτευχθεί ο άμεσος στόχος: η αλληλεγγύη των γειτόνων και των εμπόρων. Η ιδέα είναι ότι οι λειτουργίες αυτές είναι ο κανόνας, για να επανεξετάσει ο καθένας ότι δε χωράνε λογικές επιβολής στον άλλο, αλλά συλλογικών πράξεων και κανόνων. Επίσης, στόχος είναι η αυτοδιαχείριση, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σχετικά με τις παράλληλες οικονομίες, να βρίσκουμε εναλλακτικές λύσεις. Μας ενδιαφέρει ο κόσμος που λιμοκτονεί. Στην κοινωνία κανείς δεν πρέπει να μένει με τις βασικές του ανάγκες ανεκπλήρωτες.
G: Και ότι οι άνθρωποι που έρχονται για να συμμετέχουν δεν βρίσκουν τα τρόφιμα έτοιμα αλλά άμεσα ή έμμεσα βοηθάνε στην παρασκευή τους, έτσι ακριβώς αφυπνίζουν τις συνειδήσεις τους. Καταλαβαίνουν ότι μπορούν να ζήσουν καλύτερα, ότι μπορούν να το κάνουν, και έχουν τη δύναμη.
RE: Πώς περιμένετε να αντιδράσει η επαρχιακή Τράπεζα;
Α: Ο εκπρόσωπος της τράπεζας ήρθε τη Δευτέρα, όπως πάντα ρώτησε αν υπάρχει υπεύθυνος, όπως πάντα η απάντηση που πήρε ήταν όχι και ότι αυτή που αποφασίζει είναι η συνέλευση. Ρώτησε γιατί κατέλαβαν το χώρο, και του είπαμε ότι τον ανακτήσαμε για τις δραστηριότητες της γειτονιάς και του αναφέραμε και τους στόχους μας. Τώρα, υπάρχουν δύο δυνατότητες. Η μία είναι να έρθει και να μας ανακοινώσει δημαγωγικά ότι μας παραχωρεί το κτίριο ή απλά ότι μετά από δύο εβδομάδες θα μας έρθει κάποια δικαστική προειδοποίηση. Έτσι, ένας έρημος τόπος στη γειτονιά κατελήφθη και πλέον αποτελεί ζωντανό χώρο. Αλλά και μια λαϊκή αγορά, όπου ο κάθε γείτονας μπορεί να πουλήσει αυτό που παράγει.
Asamblea Popular Cid Campeador – Ciudad de Buenos Aires
Η τοπική συνέλευση γειτονιάς Cid Campeador κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που άνηκε στη Banco Mayo, μία τράπεζα που έχει πτωχεύσει. Τριάντα μέλη αυτής της συνέλευσης μπήκαν στο κτίριο και το μετέτρεψαν σε κέντρο αγώνα και ψυχαγωγίας. Το πρώτο έργο που ανέλαβε η συνέλευση ήταν η εγκατάσταση μιας συλλογικής κουζίνας που ήταν ήδη σε λειτουργία. Ανάμεσα στα πολλά μελλοντικά σχέδια βρίσκονται διάφορα εργαστήρια (που υποστηρίζονται από ένα πολιτιστικό κέντρο στην περιοχή), η εγκατάσταση μιας καντίνας, μια σειρά από ομιλίες–συζητήσεις, όπως π.χ. οργάνωση της κοινοτικής εργασίας, κλπ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνονται αυτή την κατάληψη οι συμμετέχοντες, αποτελούν τα λόγια μίας γυναίκας, μέλους της συνέλευσης, σε αλληλέγγυους. Η γυναίκα αυτή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην τοπική κοινωνία, λέγοντας ότι αυτό το εγχείρημα αποτελεί ένα χώρο ανοιχτό στη συμμετοχή του συνόλου της γειτονιάς, με όλα τα είδη των προτάσεων που θέλει ο καθένας να καταθέσει. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλή υποδοχή από τους γείτονες, οι οποίοι εντάχθηκαν στις συζητήσεις της συνέλευσης, αυξάνοντας την δυναμική της. Επίσης, πολλές συνελεύσεις αποφάσισαν να επιδείξουν την αλληλεγγύη τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Villa Crespo, Medrano και Corrientes, Lezama Park και Villa del Parque Avellaneda. Επιπλέον, διάφορες αριστερές πολιτικές ομάδες εξέφρασαν την υποστήριξή τους, όπως το Partido Obrero (PO), το Movimiento Socialista de Trabajadores (MST), η Autodeterminación y Libertad, και το Bloque Estudiantil Combativo Asambleario (BECA).
Asamblea Vecinal de Lomas del Mirador – La Matanza – Provincia de Buenos Aires
Η συνέλευση γειτονιάς Lomas del Mirador, βρίσκεται στη La Matanza, ένα από τα πιο υποβαθμισμένα προάστια του Buenos Aires. Στις 18 Αυγούστου 2002, οι συμμετέχοντες, με την υποστήριξη γειτόνων καθώς και άλλων λαϊκών συνελεύσεων, κατέλαβαν ένα εγκαταλελειμμένο επί 10 και πλέον χρόνια κτίριο, και το μετέτρεψαν σε πολυχώρο δραστηριοτήτων για τον πληθυσμό της περιοχής. Στο επανοικειοποιημμένο κτίριο, οι λειτουργίες που μπορεί να βρει κανείς αποσκοπούν στη δραστηριοποίηση όλου του ηλικιακού φάσματος των γειτόνων. Έτσι, λειτουργεί κουζίνα σούπας, ειδική κουζίνα για μικρά παιδιά, διαλέξεις και σεμινάρια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, προβολές και συζητήσεις ταινιών, εργαστήρια υγείας για την παροχή πρώτων βοηθειών, καθώς και μία δημόσια βιβλιοθήκη που έχει φτιαχτεί από δωρεές βιβλίων γειτόνων και φίλων. Η συνέλευση συμμετέχει στη δια-γειτονιακή της La Matanza (στην οποία συμμετέχουν περισσότερες από 15 συνελεύσεις) και επιβιώνει παρά τις απειλές καταστολής και εκκένωσης του κτιρίου που υφίσταται, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες λειτουργίας της κατάληψης.
Asambleas Populares de Parque Avellaneda y Villa Park - Ciudad de Buenos Aires
Κοινή μπροσούρα των δύο συνελεύσεων αναφέρει : «Όπου υπήρχαν ιδιωτικοί χώροι, δημόσιες πρωτοβουλίες ανθίζουν, οι συνελεύσεις πολλαπλασιάζονται σε κάθε γειτονιά της πόλης».
Ο Eduardo Videla, ακαδημαϊκός και ακτιβιστής, περιγράφει πολύ γλαφυρά τι ακριβώς είναι αυτό που διακυβεύεται μέσα από τις δράσεις των λαϊκών συνελεύσεων: «Η πόλη έχει τομείς που έπεσαν σε παρακμή και γνώρισαν την εγκατάλειψη. Εκείνα τα μέρη που κάποτε ήταν ιδιωτική περιουσία και είχαν μετατραπεί σε γη που δεν ανήκε στον άνθρωπο με την αυστηρή έννοια του όρου, κινούνται αργά αλλά σταθερά προς τα χέρια του πολίτη, στα χέρια της άμεσης δημοκρατίας».
Η συνέλευση λοιπόν του Parque Avellaneda επανέκτησε ένα παλιό κτίριο μιας πιτσαρίας και το μετέτρεψε σε μια κουζίνα σούπας. Η συνέλευση του Villa Park ακολούθησε μετά από μία εβδομάδα: ξεκίνησε την εκκαθάριση ενός χώρου, όπου βρισκόταν κάποτε ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, και δημιούργησε ένα κήπο βιολογικών προϊόντων και φούρνους από πηλό για την παρασκευή ψωμιού. Και οι δύο περιπτώσεις προστίθενται στην εμπειρία της Villa Urquiza, μιας κουζίνας σούπας για τους γείτονες σε μια παλιά γειτονιακή πιτσαρία.
«Η κουζίνα λειτουργεί κάθε μέρα, τις καθημερινές εδώ τρώνε περίπου 60 άνθρωποι που εργάζονται σε δύο βάρδιες, ενώ το σαββατοκύριακο τρώνε περισσότεροι από 100 κάθε μέρα, διότι τα παιδιά δεν τρώνε εκείνη την ημέρα στο σχολείο», λέει ο Daniel. Κάθε απόγευμα μετά το σχολείο, περίπου πενήντα παιδιά έρχονται για να πάρουν ένα σνακ. Υπάρχουν επίσης μαθήματα κιθάρας, σχολική και ψυχολογική υποστήριξη.
«Νόμιζα πως δεν έχω τίποτα κοινό με τη συνέλευση» λέει ο Δρ Gladys Bianchi, διευθυντής του τοπικού ιατρικού κέντρου. «Αλλά όταν άκουσα ότι είχαν κάνει μια κουζίνα, σκέφτηκα ότι θα την υποδείκνυα στους πλέον φτωχούς που έρχονται εδώ και αναζητούν γιατρειά για την έλλειψη τροφής και ότι θα μπορούσαν να πάνε σε αυτό το μέρος», είπε. Επίσης σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να προσφέρει την επαγγελματική του βοήθεια στους νέους του γείτονες και να κάνει δωρεές κρέατος, «ώστε να έχουν περισσότερες μερίδες πρωτεΐνης».
Οι κάτοικοι που διοργάνωσαν αυτή την κουζίνα, δεν περιορίζουν την πρωτοβουλία τους στην επισιτιστική βοήθεια. «Θέλουμε να οικοδομήσουμε από κάτω ένα νέο μοντέλο της οικονομίας», δηλώνουν. Έτσι, βρέθηκαν να συζητούν με τη συμμετοχή των συντρόφων piqueteros της Anibal Veron, καθώς και με εκπροσώπους συνεταιρισμών για το πρόταγμα της οικονομίας της αλληλεγγύης.
Trueque – ανταλλακτικό εμπόριο
Στην Αργεντινή, μετά από μία αρχική έκρηξη στον αριθμό των ομάδων που αντάλλασσαν προϊόντα και υπηρεσίες με δικά τους τοπικά νομίσματα –οι οποίες σε κάποιο σημείο είχαν ξεπεράσει τους δύο εκατομμύρια συμμετέχοντες, με ορισμένες έρευνες να μιλούν για τρία ή πέντε εκατομμύρια–, αυτά τα treuque μειώθηκαν. Η σοβαρότητα αυτού του αδιεξόδου οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου εθνικού δικτύου αλληλέγγυας ανταλλαγής, το οποίο είχε βελτιωθεί ως προς την οργάνωση και τη μεθοδολογία, το Red Global de Trueque (RGT).
Αυτό το σύστημα ανταλλαγής αγαθών βασίζεται σε ένα σύνολο αξιών[4] –ηθικών και οικονομικών– που υλοποιούνται σε συγκεκριμένες πρακτικές όπως η αυτοδιαχείριση και ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων για την οικονομική δραστηριότητα και την επανοργάνωση των παραγωγικών αλυσίδων. Αν όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από συνελεύσεις, είναι ιδιαίτερα απίθανο αυτή η αυτοδιαχείριση να οδηγήσει στην απαξίωση της ίδιας της δημοκρατίας στην οποία βασίζεται.
Οι άνθρωποι που συμμετέχον στα treuque εργάζονται και καταναλώνουν για την ευημερία των ίδιων και των συνανθρώπων τους, και όχι για το κέρδος. Αυτό που έχει σημασία, είναι η δημιουργία ικανοποιητικών οικονομικών συνθηκών για όλους τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει τη διασφάλιση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος, την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και αποκλεισμού.
Για να επιτευχτεί αυτό, οι τιμές των προϊόντων καθορίζονται από τους ίδιους τους οικονομικούς δρώντες–παραναλωτές (prosumidores), τους παραγωγούς (productores) και τους καταναλωτές (consumidores) που σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους σε κάθε συναλλαγή, βάσει μιας διαδικασίας που συντονίζεται μεταξύ των treuque.
Παραδείγματα ανταλλακτικών αγορών
Πάνω από πεντακόσιες ανταλλακτικές αγορές άνοιξαν στην Αργεντινή μετά το 2001. Το 2009, υπήρχαν σχεδόν τρία εκατομμύρια συμμετέχοντες στις αγορές· πολύ λιγότεροι από αυτούς που πρωτοασχολήθηκαν το 2002, αλλά διπλάσιοι από αυτούς που συμμετείχαν το 2008.
Club del Trueque, Chacarita, Buenos Aires
Στο Club del Trueque, στη γειτονία Chacarita του Buenos Aires, ανταλλάσουν ρούχα, σχολικό εξοπλισμό και σπιτικό φαγητό με επισκευαστικές εργασίες για το σπίτι από επιπλοποιούς, χτίστες, ηλεκτρολόγους, αλλά και με άλλες υπηρεσίες από ιατρούς, οδοντίατρους, δασκάλους, ακόμα και ξεναγούς και πολλά άλλα αγαθά και υπηρεσίες.
Η Benén Radíguez, είναι μια τριαντάχρονη γυναίκα που δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά. Εδώ ανταλλάσει σπιτικό φαγητό και ανακυκλωμένα ρούχα, με υπηρεσίες όπως π.χ. κούρεμα. Βέβαια στο Trueque δεν υπάρχει ποτέ σταθερή ποιότητα και ποσότητα προϊόντων. Είναι μια απλή συνεισφορά προϊόντων από ανθρώπους που προσπαθούν να βοηθήσουν και να βοηθηθούν. Δεν είναι όλα τα προϊόντα σπιτικά φτιαγμένα· στο Trueque μπορείς να βρεις έως και τεχνικό υπολογιστών. Επίσης για πολλούς είναι μια οικογενειακή διαδικασία. Προσφέρουν προϊόντα όπως πίτες, κρουασάν, κλπ. και ψάχνουν ως αντάλλαγμα πληθώρα άλλων προϊόντων και υπηρεσιών. Από φαγητό έως αλκοόλ, και από είδη καθαρισμού έως είδη οικιακής χρήσης, ένδυσης, ακόμα και γυαλιά οράσεως.
Ο Horacio Krell, επικεφαλής του Unión de Permutas de Argentina (για την προώθηση του ανταλλακτικού εμπορίου) επισημαίνει ότι αυτό το σύστημα επιβιώνει όσο υπάρχουν τίμιες διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι ένα ανταλλακτικό εμπόριο που απευθύνεται σε αυτούς που είναι αποκλεισμένοι. Δεν είναι συνώνυμο της επιβίωσης αλλά χρησιμοποιείται συμπληρωματικά. Για να επιβιώσει αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα των ανθρώπων, η οποία έως τώρα προωθεί μια μορφή καπιταλισμού που έχει σκοπό το οικονομικό κέρδος, ενώ θα έπρεπε να είχε σαν σκοπό την οικονομική σταθερότητα. Σε αυτή την περίπτωση τα Club del Trueque έχουν τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες για την οικονομία μικρών κοινοτήτων και για τον περιορισμό των επιπτώσεων απέναντι στην κρίση.
La Matanza Club del Trueque, Isidro Casanova, Buenos Aires
Η αγορά στεγάζεται στο υπέργηρο γυμναστήριο της γειτονιάς Isidro Casanova. Πρόκειται για μια εργατική γειτονιά. Στην Αγορά βρίσκουν καταφύγιο άνθρωποι που δεν έχουν άλλη επιλογή, είτε γιατί έχουν χάσει τη δουλειά τους, είτε γιατί δεν είχαν ποτέ δουλειά και με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να επιβιώσουν. Για άλλους το treuque διαθέτει «προσφορές», δηλαδή αγαθά που στο σουπερμάρκετ είναι πολύ ακριβά. Η ιδέα έχει εξαπλωθεί σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ υπάρχει και ένα δίκτυο που αναπτύσσεται στην Ισπανία. Οι οργανωτές των treuque πιστεύουν ότι στις δύσκολες στιγμές της οικονομικής κρίσης τα treuque είναι η λύση. «Ο χρυσός κανόνας στα trueque είναι να προσφέρεις δίκαια προϊόντα σε δίκαιες τιμές», λέει ο Ruben Ravera, συνιδρυτής του RGT, «…είναι μια ιδέα που θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση των οικονομικών προβλημάτων του κόσμου».
Club del Trueque, Quilmes, Buenos Aires
Στην εργατική γειτονιά Quilmes, που βρίσκεται δέκα μίλια από το Buenos Aires, οι έμποροι πουλούν από καινούρια και μεταχειρισμένα ρούχα, έως ξυλουργικά εργαλεία και φρούτα. Το κέλυφος που φιλοξενεί την αγορά είναι το παλιό εργοστάσιο μετάλλων Bernalesa. Τα τέσσερα κλίτη του χώρου γεμίζουν ασφυκτικά από άνδρες, γυναίκες και παιδιά που στοιβάζουν στο χωμάτινο δάπεδο αυτοσχέδιους πάγκους. Και όλα αυτά σε μια χώρα όπου η λέξη «αγορά» κάποτε σήμαινε supermarket ή mall.
Η οικονομική κατάσταση στην Αργεντινή οδήγησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στα δίκτυα trueque, με κεντρικό το Bernalesa. Εδώ και σε άλλες 600 αγορές, γίνεται ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών με creditos, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αγορά άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Κανείς δε γίνεται πλούσιος σε αυτές τις αγορές, γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος τους. Για παράδειγμα, ένας φούρναρης σε ένα μήνα μπορεί να κερδίσει 100 creditos φτιάχνοντας ψωμί, γλυκά, κ.ά., και να στηριχτεί σε άλλες εργασίες περιορισμένης διάρκειας για να κερδίσει χρήματα για να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα.
Fabricas Recuperadas – «ανακτημένες» επιχειρήσεις
Σε αυτό το σημείο παρουσιάζονται οι πρωτοβουλίες των εργαζομένων για τη διάσωση των επιχειρήσεων που χάνονται και, εν τέλει, για τη μετατροπή τους σε συνεταιρισμούς. Βασίζεται στο άρθρο «Μια διαδρομή για την κοινωνική οικονομία στην Αργεντινή: καταλήψεις εργαζόμενων σε υπό πτώχευση εταιρείες» των Jose Luis Coraggio και Maria Sol Arroyo («A path to the social economy in Argentina: worker takeovers of bankrupt companies», στο Ash Amin (ed.) The Social economy, International perspectives on economic solidarity, Zed books, 2009). Το άρθρο αυτό στηρίζεται σε μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ 2003 και 2007 σε ανακτηθείσες επιχειρήσεις που εδρεύουν στη μητροπολιτική περιοχή του Μπουένος Άιρες, το σύνολο των οποίων εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό κατάληψη κατά το χρόνο σύνταξης του άρθρου στα τέλη του 2008. Τέλος, έχουν αντληθεί στοιχεία και από τη συζήτηση με τον Jorje Luis Bermudez, εργαζόμενου στη Zanon, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιουλίου 2010, στο 15ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας.
Μεταξύ του 2000 και του Δεκεμβρίου του 2001, η κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου της Αργεντινής προκάλεσε σε χιλιάδες επιχειρήσεις πραγματικές απώλειες και ξεκίνησε μια τεράστια φυγή κεφαλαίων μέσα από μια «λεηλασία» των περιουσιακών στοιχείων. Η αύξηση των χρεών και η αποτυχία των επενδύσεων τελικά οδήγησε στην παύση των πληρωμών προς τους πιστωτές. Παραγωγικές εγκαταστάσεις δεν μπορούσαν πλέον να συντηρηθούν και τα αποθέματα έτειναν να εξαντληθούν. Το εργατικό δυναμικό είχε αποσταθεροποιηθεί από τις περικοπές στις παροχές, τις μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές των μισθών και, τελικά, τις απολύσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι δεν περίμεναν μέχρι να απολυθούν, αλλά αντέδρασαν αναλαμβάνοντας και προσπαθώντας να σώσουν τις επιχειρήσεις.
Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, οι εργαζόμενοι –που αντιμετώπιζαν με λίγες εναλλακτικές λύσεις τη γενικευμένη οικονομική κρίση της Αργεντινής– αναγκάζονταν να οδηγηθούν πίσω στις επιχειρήσεις και να τις καταλάβουν, κερδίζοντας σιγά-σιγά τη θέση τους στην εργασία. Αρχικά, οι αντιδράσεις των ιδιοκτητών ήταν ανάμεικτες. Ορισμένοι εγκατέλειπαν τελείως τις αποτυχημένες επιχειρήσεις, ενώ άλλοι δεν επιθυμούσαν να παραιτηθούν από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση και τα δικαστήρια δεν αναγνώριζαν επίσημα τις καταλήψεις, και παρόλο που αργότερα ορισμένες εκ των επιχειρήσεων –ιδιαίτερα εκείνες που έλαβαν βοήθεια από συνδικάτα, πανεπιστήμια ή ειδικευμένους οργανισμούς– κατάφεραν να αποκτήσουν μερική ή καθολική νομική αναγνώριση, σήμερα η πλειοψηφία των κατειλημμένων επιχειρήσεων παραμένει σε αβέβαιη κατάσταση όσον αφορά στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των εργατικών κολεκτίβων. Διατρέχουν ακόμα κίνδυνο από τους αρχικούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι προσπαθούν να ανακτήσουν τις νέες επιτυχημένες επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό εργατικό έλεγχο.
Αν και περιορισμένες σε αριθμό και κλίμακα (135 επιχειρήσεις που απασχολούν σήμερα 10.000 εργαζόμενους) και παρά την επισφαλή νομική υπόσταση τους, αυτές οι «ανακτημένες» επιχειρήσεις που μετατράπηκαν σε αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς δείχνουν τη δυνατότητα μιας διαφορετικής ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών και των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι συλλογικοί φορείς μπορούν, υπό τις νόμιμες προσπάθειες, να επιτύχουν αναδιανομή στα περιουσιακά στοιχεία, αλλά και αλλαγή στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Αυτές οι αλλαγές δείχνουν επίσης τη δυνατότητα για μια συμβολική αλλαγή: νέες αξίες, συμπεριφορές και η ικανότητα να οικοδομηθεί ένα διαφορετικό είδος οικονομίας.
Η ανευθυνότητα των ιδιωτών ιδιοκτητών –οι οποίοι αγωνίζονται για όσο το δυνατόν περισσότερο κέρδος, αλλά δεν επιθυμούν να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό κόστος των πράξεών τους– έχει εύστοχα αποκαλυφθεί μέσα από την εμπειρία των επιχειρήσεων να λειτουργούν υπό τη διαχείριση των εργαζομένων. Αντιμετωπίζοντας ανοιχτά τον ιδιωτικό καπιταλισμό και το καθεστώς των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, οι νέοι συνεταιρισμοί δείχνουν ότι η κοινωνική οικονομία μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός νέου είδους «οικονομίας». Οι εργαζόμενοι δεν υποκινούνται από μια ιδεολογία της αυτοδιαχείρισης ως εναλλακτική λύση στην εξαρτημένη μισθωτή εργασία, αλλά από την επιθυμία να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αδικία, όταν απειλούνται με απόλυση χωρίς καταβολή της δέουσας αποζημίωσης των μισθών, στο πλαίσιο της εκτεταμένης ανεργίας. Μια νέα υποκειμενικότητα για την εργασία και την ανταμοιβή της έχει σταδιακά προκύψει, καθώς η διαδικασία ανάκτησης έχει περάσει από διάφορα στάδια.
Τέσσερα είναι τα στάδια που σαφώς ξεχωρίζουν σε κάθε περίπτωση. Πρώτον, το εργοστάσιο καταλαμβανόταν από τους εργαζόμενους, οι οποίοι διεκδικούσαν τους μισθούς που οφείλονταν. Οι εργαζόμενοι αντιστέκονταν στην έξωση από την αστυνομία και τα δικαστήρια, καθώς και στην επιβολή των ψηφισμάτων πτώχευσης για εκποίηση των μηχανημάτων και του εξοπλισμού, ως ένα μέρος για την πληρωμή του χρέους προς τους πιστωτές. Δεύτερον, οι εργαζόμενοι συσκέπτονταν για την ενδεδειγμένη πορεία δράσης, δεδομένης της απουσίας εξωτερικών λύσεων (ούτε οι ιδιοκτήτες, ούτε το κράτος παρείχαν βοήθεια). Γίνονταν προτάσεις για την επεξεργασία των υφιστάμενων πρώτων υλών και για τη διάθεση των προϊόντων που είχαν ήδη παραγγελθεί. Οι ιεραρχίες στην εργασία αναιρέθηκαν και οι διεργασίες παραγωγής αναδιοργανώθηκαν. Σταδιακά, οι πληρωμές των μισθών και των εμπορικών σχέσεων αποκαταστάθηκαν. Τρίτον, ακολούθησε μια νομική μάχη για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων να χρησιμοποιούν και να αποκτήσουν τα μέσα παραγωγής, μετατρέποντας το σχήμα των επιχειρήσεων σε συνεταιρισμούς, με ενσωμάτωση τυπικών κανόνων μιας δημοκρατικής διαχείρισης. Τέταρτον, αναπτύσσονταν νέα σχεδία παραγωγής.
Οι καθημερινές έννοιες του χώρου και του χρόνου έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νοοτροπία που διαχωρίζει το σπίτι από την εργασία και η αναμονή για τον δεκαπενθήμερο μισθό έχει δώσει τη θέση της σε μια άλλη: «το εργοστάσιο, μοιάζει με το σπίτι». Οι χώρο-χρονικές αποστάσεις από το εργοστάσιο, τη γειτονιά, το σπίτι και την εργασία έχουν συγχωνευτεί, για να αντικαταστήσουν την ετερονομία της καπιταλιστικής γραμμής παραγωγής και την απόστασή της από τον κόσμο. Στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας είναι η αλλαγή στα εργασιακά πρότυπα. Από αυτά που βασίζονταν στα προσόντα ή τις επαναλαμβανόμενες εργασίες που εκτελούνταν υπό το βλέμμα ενός προσεκτικού διαχειριστή και με ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ των εργαζομένων, σε αυτά που βασίζονται στην εκ περιτροπής εργασία (πολλαπλές ικανότητες), και όπου η παραγωγή οργανώνεται με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει να αναλάβεις νέες αρμοδιότητες (πολλαπλά καθήκοντα) και επιτρέπει μια οριζόντια διαβούλευση και ένα άνοιγμα στην ανταλλαγή γνώσεων. Επιπλέον, η νέα οργάνωση επιτρέπει στο προσωπικό να καλύψει προσωρινές κενές θέσεις εργασίας και να αναθέσει καθήκοντα ζωτικής σημασίας σε συγκεκριμένους εργαζόμενους σε ορισμένες χρονικές περιόδους. Παλαιά και νέα κριτήρια αποδοτικότητας διαπλέκονται με αυτές τις αλλαγές. Ωστόσο, η κοινωνική υποκειμενικότητα έχει αλλάξει, δεν αξιοποιείται για την καπιταλιστική εργασία (πληρωμή σε αντάλλαγμα για την εργασία), αλλά για την αρχή της αλληλεγγύης των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν μια διαρκή αστάθεια. Ανάμεσα στα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν υπήρχε ο συνεχής κίνδυνος να χάσουν τη δουλειά τους και η προσπάθεια να κρατήσουν τη θέση τους κάτω από συνθήκες ανακατατάξεων που είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυση εργαζομένων. Με την υποστήριξη των οικογενειών τους, οι εργάτες χρησιμοποίησαν διάφορα μέσα για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, στην τοπική κοινωνία, στα κυβερνητικά κέντρα με εξουσία λήψης αποφάσεων ή στο νομικό σύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία. Έρχονταν αντιμέτωποι με τους ιδιοκτήτες των εταιρειών, αλλά και τους δανειστές, ενώ προσπαθούσαν συγχρόνως να κρατήσουν τις δουλειές τους (κατά την περίοδο των καταλήψεων ήταν ξεκάθαρο ότι η ανεργία θα διαρκούσε πολύ περισσότερο, ακόμα και μόνιμα για αυτούς που ήταν άνω των 40). Το μέλλον τους βασιζόταν όχι μόνο στην αγορά, αλλά στη νομιμοποίηση της θέσης τους ως αυτοδιαχειριζόμενοι εργάτες, υπό τη δομή μιας τυπικής συλλογικότητας, και στην υποστήριξη της κοινότητας.
Οι εργάτες που κατάφεραν να αποφύγουν την πτώχευση πήραν τη θέση των απολυμένων εργατών και αναγκάστηκαν να αποκτήσουν γνώσεις πάνω στη διαδικασία της παραγωγής στο σύνολό της. Έτσι δημιουργήθηκαν καινούργιες αντιλήψεις ως προς το χώρο και το χρόνο, επιτρέποντάς τους να παίρνουν συλλογικές αποφάσεις. Έγιναν επίσης αλλαγές και στις δομές της ταυτότητας και της επικοινωνίας. Δημιουργήθηκε ένας νέος τρόπος «οριζόντιας επικοινωνίας». Οι καινούργιες ιδέες ήταν λιγότερο θεωρητικές και οι εργάτες συνήθισαν να καλύπτουν τα κενά από άλλες θέσεις χωρίς προειδοποίηση. Το νέο εργασιακό πνεύμα που δημιουργήθηκε βασιζόταν στις μοιρασμένες ευθύνες, ενώ κινητήρια δύναμη ήταν το ομαδικό κέρδος από τα αποτελέσματα της εργασίας τους. Συνέχισε να ισχύει η χαμηλή ανοχή προς αυτούς που δεν πήγαιναν στη δουλειά τους (γινόταν αφαίρεση από το μισθό τους) παρόλα αυτά δεν χρησιμοποιούταν πλέον η απόλυση ως απειλή.
Στους εργάτες των ανακτημένων εταιρειών δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσουν το ότι μπορούσαν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους. Αυτό έγινε επειδή συμμετείχαν όλοι στην διαχείριση της εταιρείας, γινόταν εναλλαγή των θέσεων εργασίας και συναλλάσσονταν με εξωτερικούς παράγοντες (ανθρώπους της αγοράς, δημόσιους φορείς, μέσα ενημέρωσης και κοινωνικές οργανώσεις). Την ικανότητα που απέκτησαν να μιλάνε δημόσια, πολλοί από τους εργάτες την συγκαταλέγουν μέσα σε όλες τις γνώσεις που συγκέντρωσαν κατά τη διάρκεια αυτή. Άλλο ένα πράγμα που άλλαξε είναι ότι όλοι είχαν ίση και δίκαιη αντιμετώπιση. Για παράδειγμα, αν εμφανιζόταν κάποια δουλειά που ήταν πιο δύσκολη ή δυσάρεστη, δεν θεωρούταν ευθύνη μόνο ενός ατόμου. Επίσης όλοι οι εργαζόμενοι πληρώνονταν δίκαια, ανεξάρτητα από τη θέση τους. Οι μισθοί διέφεραν με βάση το είδος της εργασίας και το επίπεδο της τεχνικής γνώσης και ειδικότητας του καθενός. Στα ομαδικά συμβούλια αποφασίζουν όλοι ποιοι θα έχουν τις πιο οργανωτικές θέσεις και αυτό βασίζεται στις προσωπικές ικανότητες του κάθε ατόμου. Αυτές οι αλλαγές κάνουν την καθημερινή ρουτίνα να φαίνεται λιγότερο κουραστική και δημιουργούν μια αίσθηση ομαδικότητας και ικανοποίησης στους εργάτες.
Οι εργάτες θεώρησαν ότι ο ρόλος τους ήταν να κάνουν τα εργοστάσια να ξαναδουλέψουν και να δημιουργήσουν ίσες και ικανοποιητικές οικονομικές ανταμοιβές. Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο και η μορφή της ομαδικής δράσης έχει αλλάξει. Ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύονται πια οι εργαζόμενοι με τους εργοδότες έχει αλλάξει. Τα τυπικά μέσα, όπως η συνδικαλιστική εκπροσώπηση ή η διαπραγμάτευση με τους εργοδότες, έχουν αντικατασταθεί από υποκειμενικές σχέσεις βασισμένες στη συμμετοχική αυτοδιαχείριση, στις δημόσιες διαμαρτυρίες, στην αλληλεγγύη με τις άλλες ανακτημένες εταιρείες ή κοινωνικούς φορείς που βρίσκονται σε παρόμοια δύσκολή κατάσταση και στις παρεμβάσεις σε μέσα ενημέρωσης ή σε δημόσιους οργανισμούς. Όπως αποδεικνύουν οι μαρτυρίες, αυτός ο τρόπος να οικοδομηθεί μια κοινωνική οικονομία αναπόφευκτα καταλήγει σε μια ανοικτή σύγκρουση ως προς τα δικαιώματα ιδιοκτησίας (πχ. προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας) και το κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας.
Ένα σημαντικό συμπέρασμα σχετίζεται με το χώρο. Αποδείχθηκε πως, ειδικά για τις γυναίκες, ο χώρος εργασίας έχει μετατραπεί σε έναν πολυλειτουργικό χώρο: οι καθημερινότητες της οικιακής ζωής (η φροντίδα των παιδιών, η διατροφή, οι κοινωνικές συναντήσεις, πολιτιστικές δραστηριότητες) έχουν ενσωματωθεί στη ζωή στο εργοστάσιο. Παρόμοια, ο δρόμος έχει μετατραπεί σε τόπο διαμαρτυρίας και ενίοτε οι εργαζόμενοι φωνάζουν για κοινωνική αλληλεγγύη. Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου και οι οικιακές δραστηριότητες επαναπροσδιορίζονται μέσα από τις νέες εργασιακές σχέσεις. Στη συνέχεια του κεφαλαίου παρουσιάζονται ενδεικτικά παραδείγματα «ανακτημένων» επιχειρήσεων.
Παραδείγματα «ανακτημένων» επιχειρήσεων
FASINPAT /ZANON
Cooperativa de Trabajo FASINPAT /ZANON
Παράγει: Κεραμικά και πορσελάνινα πλακίδια
Η κατάληψη του εργοστασίου της κεραμοποιίας Zanon έγινε το 2001. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 135 τέτοιες επανοικειοποιήσεις σε όλη την Αργεντινή, οι οποίες καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους την ίδια περίοδο ή τα επόμενα χρόνια, ενώ συνεχίζονται ακόμη και σήμερα. Δεν είναι μόνο εργοστάσια, αλλά επιχειρήσεις στον τομέα υπηρεσιών, σούπερ μάρκετ, ξενοδοχεία, ιδιωτικές κλινικές, ιδιωτικά σχολεία, κ.ά. Το εργοστάσιο παραγωγής κεραμικών πλακιδίων Zanon βρίσκεται 7 χιλιόμετρα έξω από την επαρχία του Νεουκέν και χίλια χιλιόμετρα νότια του Μπουένος Άιρες. Ιδρύθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας του Βιντέλα, η οποία επί της ουσίας παραχώρησε στην ιταλικής καταγωγής οικογένεια Zanon τεράστιες εκτάσεις και προνόμια για την κατασκευή και λειτουργία του εργοστασίου. Επί της προεδρίας Μένεμ είχαν δοθεί τεράστιες επιδοτήσεις προς την επιχείρηση που ευημερούσε, αλλά η ιδιοκτησία της την υπερχρέωνε συνεχώς.
Η κατάσταση στη Zanon έγινε έκρυθμη από το 1998 όταν, λόγω της συνεχόμενης υπερχρέωσης του εργοστασίου, η εργοδοσία αποφάσισε να γίνουν εκτεταμένες απολύσεις εργαζομένων δίχως να δοθούν αποζημιώσεις. Ακολουθούν τρία χρόνια κινητοποιήσεων από τους εργαζόμενους, απεργίες, διαδηλώσεις και μπλοκαρίσματα δρόμων. Από την 1η Οκτωβρίου του 2001 οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου δεν εμφανίστηκαν ξανά.
Η απάντηση από την πλευρά των εργαζομένων ήταν άμεση. Πριν προχωρήσουν σε κατάληψη του εργοστασίου, οι εργαζόμενοι προσπάθησαν να αποδείξουν στο υπουργείο εργασίας και στα δικαστήρια ότι το εργοστάσιο μπορούσε να πουλήσει την παραγωγή του. Τελικά το δικαστήριο τους δικαίωσε και αποφάσισε ότι το lock out ήταν επιθετική πολιτική προς τους εργαζόμενους και ότι έπρεπε να ξεκινήσει η επαναλειτουργία του εργοστασίου, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εργαστούν με τα αποθέματα των πρώτων υλών που βρίσκονταν εντός του εργοστασίου. Η εργοδοσία έστειλε μία επιστολή με την οποία πρότεινε ως λύση την απόλυση 500 εργαζομένων και το κλείσιμο του εργοστασίου. Τελικά, τα δικαστήρια επέτρεψαν στους εργαζόμενους να περιφρουρήσουν το εργοστάσιο για να μην μπουν μέσα άνθρωποι της εργοδοσίας και λεηλατήσουν την παραγωγή.
Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως για τους εργαζόμενους που αποφάσισαν να συνεχίσουν την κατάληψη ήταν η ανατροπή του προηγούμενου μοντέλου καπιταλιστικής παραγωγής και της νοοτροπίας του ατομικού ιδιωτικού συμφέροντος. Θεωρώντας ύψιστο ιδανικό την εργασιακή αλληλεγγύη φώναζαν: «Εάν πειράξουν έναν από εμάς, πειράζουν όλους μας».
Μετά από την επαναλειτουργία του εργοστασίου όμως ξεκίνησαν νέοι αγώνες. Η εργοδοσία με τη βοήθεια της δικαστικής εξουσίας προσπάθησε 5 φορές, με δικαστικές αποφάσεις και βίαιο τρόπο, για την αναγκαστική εκκένωση του εργοστασίου. Οι εργαζόμενοι τις αντέκρουσαν όλες με επιτυχία καθώς είχαν τη βοήθεια από άλλους παράγοντες εκτός εργοστασίου, όπως συνδικάτα, σχολεία, ΜΜΕ και την τοπική κοινωνία του Νεουκέν. Στην τελευταία απόφαση εκκένωσης, στις 3 Μαρτίου 2003, εμφανίστηκαν καραμπινιέροι της τοπικής αστυνομίας του Μπουένος Άιρες. Η εκκένωση αποτράπηκε καθώς 5.000 άτομα περικύκλωσαν το εργοστάσιο με τη βοήθεια του συνδικάτου των εκπαιδευτικών, των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζόμενων στον τομέα της υγείας.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η συνεισφορά της τοπικής κοινότητας των ινδιάνων Mapuche, οι οποίοι παραχώρησαν τις πρώτες μέρες της κατάληψης τα λατομεία πηλού για να δουλέψουν οι εργαζόμενοι της Zanon. Σαν ανταπόδοση εκείνοι χρησιμοποίησαν στοιχεία από την παράδοση και τη φιλοσοφία των Mapuche στα πλακίδια που κατασκευάζουν, σε αντίθεση με την παλαιά ιδιοκτησία που κατασκεύαζε πλακάκια με αναφορά στη μεσαία και ανώτερη τάξη του δυτικού κόσμου.
Επίσης σημαντική ήταν η βοήθεια που προσέφεραν οι φυλακισμένοι της γειτονικής φυλακής του Νεουκέν, οι οποίοι προσέφεραν το φαγητό τριών ημερών όταν οι εργαζόμενοι είχαν στήσει σκηνές εκτός του εργοστασίου και έκαναν για μήνες περιφρούρηση, άνεργοι και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σαν ανταπόδοση εκείνοι προσφέρθηκαν να κατασκευάσουν ένα χώρο υποδοχής για τους συγγενείς των φυλακισμένων και έναν συλλογικό λαχανόκηπο για την καλλιέργεια λαχανικών.
Όσον αφορά στην παραγωγή και τις θέσεις εργασίας στο FASINPAT, το 2002 δούλευαν 150 εργαζόμενοι και παράγονταν 15.000 m2 πλακίδια δαπέδου και τοίχου, ενώ το 2010 οι εργαζόμενοι είναι 437 και η παραγωγή αυξήθηκε σε 400.000 m2 πλακίδια δαπέδου και τοίχου. Από αυτήν την παραγωγή, 3.000 m2 πηγαίνουν σε βοήθεια των σχολείων, των νοσοκομείων και όσων άλλων τους υποστήριξαν από την κοινότητα του Νεουκέν.
Βασικό όργανο λήψης αποφάσεων είναι η μηνιαία γενική συνέλευση του εργοστασίου. Σε αυτήν αποφασίζονται όλα τα ζητήματα πολιτικής και παραγωγής και συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι με δικαίωμα ψήφου. Εκλέγονται 3 ανώτεροι, ανακλητοί, αντιπρόσωποι για τις αγορές, τις πωλήσεις και τη διαχείριση του εργοστασίου. Κάθε εβδομάδα γίνονται και συνελεύσεις ανά τομέα για να υπάρχει οριζόντια αντιπροσώπευση. Οι εργαζόμενοι που εκλέγονται για συντονιστές έχουν θητεία το πολύ 2 χρόνων και μετά από αυτή επιστρέφουν στα καθήκοντά τους. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται φαινόμενα γραφειοκρατίας και όλο και περισσότεροι περνούν από τις διοικητικές θέσεις.
«Δεν είμαστε κάποιο ευτυχισμένο νησί. Ζούμε μέσα στον καπιταλισμό και αντιμετωπίζουμε αρκετά προβλήματα», τονίζουν χαρακτηριστικά. Ένα από τα προβλήματα είναι αυτό της εκπαίδευσης του προσωπικού, καθώς το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό δεν συμμετείχε στην κατάληψη. Για τη λύση του προβλήματος αυτού δόθηκε βοήθεια και συνεργασία από τα Κρατικά Πανεπιστήμια του Νεουκέν και του Μπουένος Άιρες. Οι σχολές των Οικονομικών και των Μηχανικών παρείχαν γνώση, εκπαίδευση και κάθε είδους βοήθεια στους συντονιστές του εργοστασίου.
Επίσης, καθώς οι πολιτικές του ΔΝΤ είχαν υποβαθμίσει και τη βασική δημόσια εκπαίδευση της Αργεντινής (το 50% του πληθυσμού δεν έχει τελειώσει το Λύκειο), έχει δημιουργηθεί εδώ και 2 χρόνια, με τη βοήθεια εκπαιδευτικών, σχολείο 2ης ευκαιρίας εντός της Zanon (60 άτομα δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου και ορισμένοι ούτε Γυμνασίου).
Το 1998 η συνδικαλιστική επιτροπή του εργοστασίου απαγκιστρώθηκε από το γραφειοκρατικό συνδικάτο κεραμοποιίας. Το 2000 κατάφεραν να έχουν με το μέρος τους ολόκληρο το συνδικάτο του Νεουκέν, όπου συμμετέχουν 4 επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό εργατικό έλεγχο. Δημιούργησαν ένα καταστατικό λειτουργίας των κατειλημμένων εργοστασίων με βασικές αρχές: όλες οι αποφάσεις να παίρνονται στις γενικές συνελεύσεις και η συνδικαλιστική θητεία να διαρκεί για 2 χρόνια, μόνο για 2 φορές, και μετά να επιστρέφουν στις εργασίες τους (οι πρώτοι συνδικαλιστές του 2002 έχουν ήδη επιστρέψει στα προηγούμενα καθήκοντά τους). Όλοι οι μισθοί να είναι ίσοι, ανεξάρτητα από τη θέση, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως οι βραδινές βάρδιες και οι θέσεις σε κλιβάνους. Ακόμα και η εκπροσώπηση των εργαζόμενων σε διάφορες διεθνείς εκδηλώσεις συμπαράστασης (όπως το 15Ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας) αποφασίζεται στις συνελεύσεις, έπειτα από δηλώσεις επιθυμίας των εργαζομένων.
Ορισμένα λόγια των εργαζομένων της FASINPAT: «…Δεν μπορείς να ζεις ελεύθερος σε ένα μοναδικό εργοστάσιο γιατί παραμένεις μέρος της καπιταλιστικής αγοράς… Ζούμε στα περιθώρια του συστήματος, χρησιμοποιώντας τις νησίδες που μας προσφέρονται…Τίποτα δεν μας εγγυάται ότι η κοινωνία δε θα είναι πιο αυταρχική στο μέλλον… Η πράξη είναι που μετράει, η διαρκής διαδικασία μάθησης… Η διαρκής πρακτική άμεσης δημοκρατίας και δράσης… Ένα εργοστάσιο μπορεί να δουλέψει χωρίς αφεντικά, χωρίς εργαζόμενους όχι… Δεν είμαστε μόνοι, υπάρχουν και άλλοι στον κόσμο… Έχουμε όλοι δικαίωμα να ζούμε με αξιοπρέπεια…»
Forja San Martin
Cooperativa de Trabajo Forja San Martin
Παράγει: Σφυρήλατα ανταλλακτικά αυτοκινήτων
Το εργοστάσιο της Forja έκλεισε στις αρχές του 2000 καθώς η ιδιοκτησία του, στα πλαίσια της γενικευμένης κρίσης του μοντέλου παραγωγής, αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Προηγουμένως, ακολουθώντας την πολιτική της πλειοψηφίας των εργοδοτών, είχε προχωρήσει σε περικοπές μισθών και απολύσεις εργαζομένων, χωρίς αποζημιώσεις και με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση των κερδών και τη μικρότερη δυνατή ζημία από το κλείσιμο του εργοστασίου.
Δύο χρόνια αργότερα, ύστερα από πολλούς μήνες ανεργίας και ζώντας σε οριακά επίπεδα φτώχειας, οι πρώην εργαζόμενοι στη Forja αποφασίζουν ότι το εργοστάσιο μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ξανά. Προχωρούν σε κατάληψη του εργοστασίου στις 14 Νοεμβρίου 2002 και δημιουργούν μια cooperative, όπου συμμετέχουν 30 μέλη από τους απολυμένους εργαζόμενους.
Αρχικά δημιουργούν ένα σχέδιο επαναλειτουργίας του εργοστασίου και προσπαθούν να αποδείξουν, μέσω της δικαστικής οδού, ότι μπορούν να λειτουργήσουν το εργοστάσιο χωρίς της εργοδοσία. Πραγματοποιούν συνελεύσεις στις οποίες αποφασίζουν πώς θα πρέπει να γίνεται φύλαξη του εργοστασίου σε μόνιμη βάση. Στόχος τους είναι καταρχήν η προστασία του χώρου και η αποτροπή του αδειάσματός του. Οι μηχανές παραμένουν κλειστές μέχρι να κερδίσουν τη δικαστική μάχη και στο διάστημα αυτό φροντίζουν το χώρο του εργοστασίου, τις μηχανές, τις πρώτες ύλες στις αποθήκες και επιδιορθώνουν ότι είχε φθαρεί από το κλείσιμο και μετά. Η δικαστής Adela Fernandez δεν κάνει δεκτές τις προτάσεις τους εάν δεν σταματήσουν την κατάληψη και ισχυρίζεται πως «κανείς δεν κάνει προσφορά για ένα κατειλημμένο εργοστάσιο». Είναι αποφασισμένοι όμως να συνεχίσουν τον αγώνα τους και απευθύνονται στον πολιτικό κόσμο. Έχοντας ήδη αποφασίσει για μια σειρά από κατειλημμένα εργοστάσια η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία αποφασίζει πως το εργοστάσιο της Forja πρέπει να επαναλειτουργήσει υπό εργατικό έλεγχο.
Πλέον όλοι στη Forja εργάζονται πιο ευσυνείδητα από παλαιότερα που δούλευαν για τους εργοδότες. Κατά έναν τρόπο είναι όλοι διευθυντές για τα πάντα. Οι μισθοί είναι ίσοι για όλους και δεν υπάρχουν τεράστιες απολαβές για ορισμένους. Η συνέλευση της cooperativa της Forja συμμετέχει στο εθνικό κίνημα κατειλημμένων εργοστασίων και βρίσκεται σε συνεργασία με τις συνελεύσεις άλλων εργοστασίων για ανταλλαγή εμπειριών, αλλά και για έμπρακτη υποστήριξη.
2 de Diciembre / Coventry
Cooperativa de trabajo 2 de Diciembre / Coventry
Παράγει: Ψυγεία
Σήμερα η Cooperativa de trabajo 2 de Diciembre / Coventry απαριθμεί 60 μέλη, και πέρασε στα χέρια των εργαζομένων στις 2 Δεκεμβρίου 2002.
18 de Diciembre / Brukman
Cooperativa de trabajo 18 de Diciembre / Brukman
Παράγει: Ενδύματα, ραπτική και επιδιόρθωση
Η κλωστοϋφαντουργία Brukman, βρίσκεται στη συνοικία Once του Μπουένος Άιρες και πρόκειται για μια παραδοσιακή βιοτεχνία ενδυμάτων που καταλείφθηκε από τις 58 εργαζόμενες μοδίστρες που δούλευαν σε αυτή, στις 18 Δεκεμβρίου του 2001. Οι γυναίκες του Brukman έγιναν σύμβολο του αγώνα για μια νέα πολιτική στους χώρους εργασίας, υιοθετήθηκαν από τις Μητέρες της πλατείας του Μαΐου (αυτές που έχουν χάσει τα παιδιά τους την περίοδο της χούντας) και χαρακτηρίζονται ως φάρος ακτιβισμού, καθώς έγιναν παράδειγμα αντίστασης για τους εργαζόμενους.
Δίπλα στις ραπτομηχανές, τα σαββατοκύριακα πραγματοποιούν συνελεύσεις στις οποίες αποφασίζουν για την παραγωγή, τις πρώτες ύλες και τις πωλήσεις. «Για τις εργάτριες οι λογαριασμοί είναι εύκολο πράγμα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όχι για τα αφεντικά. Μισθοί, υλικά, λογαριασμοί: απλή πρόσθεση και αφαίρεση!!» λέει χαρακτηριστικά μία από τις εργαζόμενες στο Brukman.
Μέσα στα επόμενα δυο χρόνια έγιναν τρεις προσπάθειες εκκένωσης του εργοστασίου. Τις δύο πρώτες φορές, η κοινωνική αντίσταση και η αλληλεγγύη προς τους καταληψίες απέτρεψαν τις αστυνομικές επιθέσεις. Στην τρίτη προσπάθεια το εργοστάσιο εκκενώθηκε από τις δικαστικές αρχές στις 24 Νοέμβρη 2002 και μέσα σε 3 μέρες όλα τα κοινωνικά κινήματα έστειλαν αντιπροσώπους για να βοηθήσουν στην ανακατάληψη του εργοστασίου η, οποία και επετεύχθη ύστερα από σκληρές μάχες με τις αστυνομικές αρχές και άγρια καταστολή των 10.000 υποστηρικτών της κατάληψης.
Vieytes
Cooperativa de Trabajo Chelco Vieytes LTDA
Παράγει: Πρώτες ύλες για παγωτά και ζαχαροπλαστική
Η πρώτη recuperada πραγματοποιήθηκε στο Capital Federal, την πρωτεύουσα της Αργεντινής και το κέντρο της Gran Buenos Aires, ήταν η Cooperativa de Trabajo Vieytes, Ltda.. Γνωστή επίσης και με το όνομα της πρώην ιδιωτικής Ghelco, μιας εταιρείας ζαχαρωτών που παράγει γλυκά, κέικ και παγωτό.
Οι πρώην ιδιοκτήτες της Ghelco ανακοίνωσαν στους εργαζόμενους ότι το εργοστάσιο κλείνει και απέλυσαν ένα μεγάλο ποσοστό εργατών. Όπως η κρίση επιδεινώθηκε, προσέλαβαν νέους εργαζόμενους με χαμηλότερες αποδοχές. Όταν οι βετεράνοι εργαζόμενοι της Ghelco έμαθαν ότι το εργοστάσιο λειτουργούσε με νέες συνθήκες χαμηλού μισθού, 43 από τους παλιούς εργαζόμενους κατέλαβαν τα πεζοδρόμια γύρω από τον πρώην χώρο εργασίας τους, ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των νέων εργαζομένων ή των ιδιοκτητών. Δύο μήνες αργότερα, οι ιδιοκτήτες και οι πιστωτές εγκατέλειψαν το εργοστάσιο, και τον Ιούλιο με δικαστική απόφαση κρίθηκε ότι το συνταγματικό δικαίωμα στην απασχόληση επιτρέπει στους εργαζόμενους να ξανανοίξουν το εργοστάσιο.
Στις 14 Ιουλίου 2002, οι 43 πρώην εργαζόμενοι της Ghelco αποτέλεσαν τη Cooperativa de Trabajo Vieytes, Ltda. που άρχισε την παραγωγή με ένα δάνειο 800 πέσος από την Union y Fuerza, μια recuperada από την επαρχία του Μπουένος Άιρες. Δεδομένης της ανάκτησης των δυνάμεων του εργοστασίου, 10 νέοι εργαζόμενοι έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο της συνεργασίας, καθώς η παραγωγή έχει αυξηθεί. Η Cooperativa Vieytes έχει πλέον πελάτες στην Ισπανία, τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη, καθώς επίσης και στην Αργεντινή. Οι μισθοί έχουν αυξηθεί παράλληλα με την παραγωγή, και οι εργαζόμενοι κερδίζουν περισσότερα τώρα και λαμβάνουν περισσότερα οφέλη από ό, τι με την ιδιωτική εταιρεία.
Los Manzanares
Cooperativa de Trabajo Los Manzanares Limitada
Παράγει: Κομπόστες φρούτων – Ψυγεία
Η Cooperativa de Trabajo Los Manzanares Limitada αποτελείται από 40 εργαζόμενους στο πρώην FRUTICOLA BL S.A. που λόγω της πτώχευσης έκλεισε. Οι εργαζόμενοι, με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, προετοίμασαν και υπέβαλαν ένα σχέδιο βιώσιμων επενδύσεων, παραγωγής και πωλήσεων, με βάση την εμπειρία των άλλων συνεταιρισμών και με σκοπό την υποστήριξη των οικογενειών τους που για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες τροφοδοτούσαν με εργατικό δυναμικό την επιχείρηση. Η Cooperativa de Trabajo Los Manzanares Limitada είναι εργοστάσιο συσκευασίας φρούτων και ψυγείων και βρίσκεται στην πόλη Contralmirante Cordero, στην επαρχία Black River.
Stefani
Cooperativa de Trabajo Stefani
Παράγει: κεραμικά και τούβλα
Το εργοστάσιο παραγωγής κεραμικών (ειδικότερα τούβλων) Stefani, βρίσκεται στην πόλη Cutral Co της επαρχίας του Neuquén και αποτελεί την τελευταία επανοικειοποίηση εργοστασίου έως σήμερα. Και σε αυτό το εργοστάσιο, όπως και στο FaSinPat, τα αφεντικά ακολούθησαν την ίδια μέθοδο. Έτσι λοιπόν, στις 28 Δεκεμβρίου του 2009, οι διευθυντές της εταιρείας εγκατέλειψαν το εργοστάσιο επικαλούμενοι μια οικονομική κρίση που ποτέ δεν έχει αποδειχθεί, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις από τους 60 εργαζόμενους που εργάζονται εκεί να έχουν πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία του εργοστασίου.
Από την πρώτη στιγμή, οι εργαζόμενοι του Stefani δήλωναν πως δε θα άφηναν το εργοστάσιο να μετατραπεί σε ένα άδειο υπόστεγο, σε μια μάντρα. Το Μάιο λοιπόν, το εργοστάσιο άρχισε να παράγει υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, ακολουθώντας το μονοπάτι της Zanon (νυν FaSinPat) και της Cerámica del Sur. Διοργανώνοντας συνελεύσεις που περιβάλλονται από εκατοντάδες εργάτες, γείτονες, φιλανθρωπικές οργανώσεις και τις 60 οικογένειες των εργατών, αποφασίζουν να ξεκινήσουν την παραγωγή κεραμικών που απαιτείται για τα σπίτια, τα σχολεία και τα νοσοκομεία, τόσο αναγκαία για τις χιλιάδες οικογένειες που είναι άστεγες.
Την Κυριακή 4 Ιουλίου η πόλη Cutral-Cο έζησε μια ξεχωριστή μέρα και φιλοξένησε ένα πολιτικό γεγονός μεγάλης σημασίας για τους εργαζομένους, αφού πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για να περάσει το εργοστάσιο κάτω από εργατικό έλεγχο. Οι 5.000 ψήφοι που συγκεντρώθηκαν μπορεί να είναι λίγες –καθώς χρειάζονταν το 50% του εκλογικού σώματος που θα σήμαινε 13.000 ψήφους–, εντούτοις ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κυβερνόν κόμμα στην Cutral Co (Neuquén Concertación para la Victoria) στις τελευταίες εκλογές έλαβε μόνο 4.621 ψήφους. Δηλαδή, παρά τα εκατομμύρια που ξοδεύονται για την προεκλογική εκστρατεία και το υποχρεωτικό της ψήφου, έλαβαν λιγότερες ψήφους από ό,τι οι εργαζόμενοι στις εκλογές στο τελευταίο μη δεσμευτικό δημοψήφισμα για το Stefani.
Για τους εργαζόμενους ήταν μια μέρα που κορυφώθηκε με γιορτές και χαρά. Μετά από επτά μήνες αγώνα, ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης με την τοπική κοινωνία. Η εκστρατεία για το ΝΑΙ κέρδισε την υποστήριξη σημαντικών τομέων της κοινωνίας του Neuquén, κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, σπουδαστές, καθηγητές, καλλιτέχνες και αθλητικές προσωπικότητες βρέθηκαν στο πλευρό των εργατών και των οικογενειών τους, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και σήμερα, 10 σχεδόν χρόνια μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2001, το αίσθημα αλληλεγγύης υπάρχει και ενισχύεται στην Αργεντινή, προωθώντας μια συλλογική κουλτούρα διεκδίκησης δικαιωμάτων, ξεκομμένη από την ατομικιστική λογική των εργασιακών σχέσεων του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου.
Η δημιουργία νέων δεσμών, ιστορίες χωρίς τέλος
Έπειτα από τις 19 και 20 Δεκέμβρη του 2001, που σφραγίστηκαν με την «απόδραση» με ελικόπτερο και βεβαίως την ανατροπή του προέδρου Φερνάντο ντε λα Ρούα, έχουμε μία σύσφιξη των παραγωγικών δεσμών ανάμεσα σε κατειλημμένα εργοστάσια, piqueteros, αγρότες και συνελεύσεις. Ένα από τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι ότι αυτά τα κοινωνικά στρώματα και τα κινήματα έχουν την τάση να παράγουν την ίδια τους τη ζωή: ομάδες piqueteros καλλιεργούν τη γη, παράγουν ψωμί και άλλα αγαθά και άλλοι έχουν δημιουργήσει φάρμες με γουρούνια, κουνέλια και ιχθυοκαλλιέργειες. Από τη μεριά τους, αρκετές συνελεύσεις παράγουν ψωμί και άλλα τροφιμα, προιόντα καθαρισμού και καλλυντικά, ενώ συνεργάζονται και με τις ομάδες των «cartoneros».
Κάποιες συνελεύσεις επίσης, έχουν επιτελέσει ένα σημαντικό έργο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδεικτικά όσον αφορά τους δρόμους που ακολουθούν για να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Στο BuenosAires λειτουργούν 67 συνελεύσεις. Περισσότερες από τις μισές συντονίζονται σε εδαφική βάση (territorialmente) και αυτοπροσδιορίζονται ως αυτόνομες. Ο τομέας αυτός καταβάλλει προσπάθειες για να προωθήσει το δίκαιο εμπόριο, και την αλληλέγγυα και την ενσυνείδητη κατανάλωση. Αλλά το εμπόριο προυποθέτει να έρθουν σε επαφή διαφορετικοί κοινωνικοί τομείς: αγροτικοί παραγωγοί, piqueteros, μέλη συνελεύσεων και εργάτες από κατειλημμένα εργοστάσια αρχίζουν να δημιουργούν δεσμούς που δεν σχετίζονται με την αγορά.
Για να το εκφράσουμε με έναν άλλο τρόπο, επανοικειοποιούνται τον αρχικό χαρακτήρα της αγοράς, σύμφωνα με την ανάλυση των Fernand Braudel και Immanuel Wallerstein: και για τους δύο αγορά σημαίνει διαφάνεια, μικρά κέρδη, ελεγχόμενο ανταγωνισμό, απελευθέρωση και συνιστά τον χώρο των «κοινών ανθρώπων». Οι πιο σημαντικές εμπειρίες είναι η εβδομαδιαία λαική αγορά στο Palermo του Buenos Aires, η εμπορική διάθεση του τσαγιού μάτε Titrayje και ο συνεταιρισμός La Asamblearia. Η λαϊκή αγορά του Palermo διεξάγεται 2 φορές την εβδομάδα και διαθέτει προιόντα προερχόμενα μόνο από συνελεύσεις, από ομάδες piqueteros και από κατειλημμένα εργοστάσια. (Ζιμπέκι Ραούλ, 2010).
Στον χάρτη που ακολουθεί γίνεται αυτή ακριβώς η προσπάθεια, μέσω δηλαδή της χωρικής αποτύπωσης ομάδων piqueteros, λαικών συνελεύσεων, κατειλημμένων επιχειρήσεων και λαικών αγορών αλληλέγγυας οικονομίας, να γίνει φανερή η σχέση και οι κοινωνικοί δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Μία γρήγορη ανασκόπηση των προαναφερθέντων παραδειγμάτων και της χωρικής τους αποτύπωσης με τον παρακάτω χάρτη, συμβάλλει στην αποκάλυψη μερικών από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του κινήματος: τις στενές, δηλαδή, σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων στις κατειλημμένες επιχειρήσεις, των κατοίκων που συμμετέχουν στις συνελεύσεις γειτονιάς και των ομάδων των piqueteros, οι οποίοι συνεργάζονται με ποικίλους τρόπους, οδηγώντας σε μια επέκταση των δικτύων τους πολύ μακρύτερα από τα όρια της περιοχής τους. Αυτό είναι λοιπόν και το εντελώς καινούριο γνώρισμα του κινήματος: το κίνημα αρχίζει να επικεντρώνεται εδαφικά και να αποκτά όλο και βαθύτερες ρίζες.
Για παράδειγμα, η διασύνδεση του κινήματος των κατελημμένων επιχειρήσεων με τις συνελεύσεις συνιστά απόδειξη για το ενδιαφέρον της κοινωνίας να συμμετέχει στη διαδικασία της διαχείρισης αυτών των επιχειρήσεων και, από την άλλη πλευρά, την τάση των εργαζομένων να ξεπεράσουν τις πύλες του εργοστασίου και να αισθανθούν μέρος του κοινωνικού κινήματος. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η τάση αυτή εκδηλώνεται όταν τα εργοστάσια έχουν ανάγκη να προσλάβουν προσωπικό, οπότε και απευθύνονται στις ομάδες των ανέργων.
Βασιζόμενο σε όλα αυτά (τους αγώνες, την ανοικοδόμηση κοινωνικών σχέσεων και την τάση προς την εδαφική αποτύπωση), αυτό το πολύμορφο κίνημα έχει μετατρέψει την Αργεντινή σε ένα ζωντανό εργαστήρι αγώνα, ένα μέρος όπου εφευρίσκονται οι λαϊκές πολιτικές του μέλλοντος. Μπροστά στη φτώχεια και την οικονομική κατάρρευση, οι άνθρωποι βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να αντιστέκονται και αρκετή δημιουργικότητα ώστε να ξεκινήσουν να χτίζουν εναλλακτικές διεξόδους στις πόλεις τους, στις γειτονιές τους, ενάντια στην απόγνωση του καπιταλισμού. Τα παγκόσμια κινήματα μπορούν να μάθουν πολλά από αυτό το εργαστήρι. Είναι, με διάφορους τρόπους, συγκρίσιμο με τις κοινωνικές επαναστάσεις της Ισπανίας του 1936, της Γαλλίας του Μάη του 1968 και, πιο πρόσφατα, του νότιου Μεξικό με την εξέγερση του Ζαπατίστικου Στρατού για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN)· κοινωνικές εξεγέρσεις που ενέπνευσαν χιλιάδες ανθρώπους –τότε και τώρα– ανά τον κόσμο.
Η κατάσταση στην Αργεντινή εμπερικλείει πολλά στοιχεία των αντικαπιταλιστικών κινημάτων: την πρακτική της άμεσης δράσης, την αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία, την πίστη στη δύναμη της διαφορετικότητας, της αποκέντρωσης και της αλληλεγγύης, τη σύγκλιση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, αλλά και την απόρριψη του κράτους, των πολυεθνικών εταιρειών και των διεθνών οργανισμών. Το πιο υπέροχο είναι ότι η μορφή της εξέγερσης που ξέσπασε, δεν ήταν κάτι που επινόησαν ή πρότειναν «επαγγελματίες» ακτιβιστές, ήταν κάτι που δημιουργήθηκε από συνηθισμένους ανθρώπους, από τη βάση, έχοντας ως αποτέλεσμα μια πραγματική λαϊκή ανταρσία που συμβαίνει καθημερινά με τη σύμπραξη ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.
Το 2001 λοιπόν, ήταν για την Αργεντινή μια ιδιαίτερη χρονιά. Από τη μία πλευρά, η χώρα βίωνε μία από τις μεγαλύτερες οικονομικοπολιτικές κρίσεις με ανεξέλεγκτες κοινωνικές συνέπειες και, από την άλλη, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας βρισκόταν καθημερινά σε πολύμορφες κινητοποιήσεις. Κάπου ανάμεσα στην απελπισία και την επιβίωση, προέκυψαν νέες συλλογικές μορφές δράσης, δεσμοί αλληλεγγύης, συνεργασίας και συντροφικότητας, ξεχασμένες εδώ και χρόνια από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δύσκολοι αλλά και ενδιαφέροντες καιροί, όπως σωστά τους ανέλυαν τότε. Οι συνελεύσεις γειτονιάς, οι οργανώσεις ανέργων, το κίνημα των κατειλημμένων εργοστασίων και οι δεσμοί αλληλέγγυας οικονομίας, που αναπτύσσονται μέχρι και σήμερα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της εποχής του πολυσυζητημένου συνθήματος «Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς!».
Δεν μπορεί να αποκρυφτεί ότι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Κίρσνερ το 2003, οι διαδηλώσεις απομαζικοποιήθηκαν, οι συλλογικότητες διασπάστηκαν και συρρικώθηκαν και η κατεστημένη πολιτική τάξη βρήκε τη χαμένη της τιμή. Από την άποψη, λοιπόν, της μαζικοποίησης μπορούμε να μιλάμε για ήττα, από την άποψη όμως της οργάνωσης και των νέων συλλογικών ταυτοτήτων, το στοίχημα παραμένει ανοιχτό. Γεγονός είναι επίσης, ότι όλα αυτά τα χρόνια το «παλιό» αναμετρήθηκε με το «καινούριο», δημιούργησε κοινωνικές ευκαιρίες αλλά και επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τον φόβο της υποκειμενικότητας μπροστά στο άγνωστο και της πολιτικής μπροστά στο κενό.
1. η βιομηχανία ενδυμάτων Brukman στο Buenos Aires είναι ένα από τα πιο γνωστά καλειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή
2. Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Indymedia Θεσσαλονίκης.
3. Τα στοιχεία στηρίζονται στο άρθρο του Αργεντινού ακαδημαϊκού Guido Galafassi “Κοινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή”, Democracy & Nature, Νοέμβριος 2003
4. Διακήρυξη Αρχών του Εθνικού Δικτύου Ομάδων Trueque.
βιβλιογραφικές αναφορές
Ζιμπέκι Ραούλ, Αυτονομίες και χειραφετήσεις, Η λατινική Αμερική σε κίνηση, Αλάνα, Αθήνα 2010.
Ζιμπέκι Ραούλ, περιοδικό Αλάνα, Αλληλεγγύη – Αντίσταση – Αξιοπρέπεια … στις Αμερικές των κινημάτων, τεύχος 12, Ιούνιος 2010.
Αλάνα (Αλληλεγγύη – Αντίσταση – Αξιοπρέπεια … στις Αμερικές των κινημάτων), περιοδική έκδοση «Εργοστάσιο Χωρίς Αφεντικά FaSinPat, πρώην Zanon», Αθήνα, 2010.
Τ. Φωτόπουλος, «Περιεκτική Δημοκρατία» («Καστανιώτης», 1999)
G. Galafassi «Κοινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή», Democracy & Nature, Νοέμβριος 2003
IPS – Inter Press Service and IFEJ – International Federation of Environmental Journalists, for the Alliance of Communicators for Sustainable Development (www.complusalliance.org)
Jorje Luis Bermudez, εργαζόμενος στη Zanon, άτυπη συνέντευξη στις 9 Ιουλίου 2010.
Jorje Luis Bermudez, εργαζόμενος στη Zanon, ομιλία στις 10 Ιουλίου 2010, στο 15οΑντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας.
Jose Luis Coraggio and Maria Sol Arroyo, «A path to the social economy in Argentina: worker takeovers of bankrupt companies», στο Ash Amin (ed.) The Social economy. International perspectives on economic solidarity, Zed books, 2009.
R. Lindsay, «Venezuela’s slum army takes over», The Observer, 10/8/03.
Τ. Fotopoulos, «Transitional Strategies and the Inclusive Democracy Project», Democracy & Nature (Μάρτιος 2002).
Σήματα Καπνού [1]. Δελτίο αντιπληροφόρησης για την άλλη Αμερική. Τεύχος 11. Φεβρουάριος 2002.
Ez. Adamovsky, «Pots, Pans and Popular Power: the neighborhood assemblies a Buenos Aires», Αργεντινή, 2002.
ντοκιμαντέρ
«Ζanon» ντοκιμαντέρ από την ομάδα Αk Kraak, Γερμανία, 2003.
«The Τake» ντοκιμαντέρ από τον Avi Lewis και τη Naomi Klein, Καναδάς, 2004.
«Memoria del saqueo» ντοκιμαντέρ από τον Pino Solanas, Αργεντινή, 2004.
«La dignidad de los nadies» ντοκιμαντέρ από τον Pino Solanas, Αργεντινή, 2005.
Κατά τη διάρκεια της μεγάλης κοινωνικής εξέγερσης του 2001, αλλά και μετά από αυτήν, η πόλη του Μπουένος Άιρες έγινε το πεδίο αντιπαράθεσης δύο διαφορετικών κόσμων. Από τη μία ο κόσμος του κεφαλαίου και όσοι τον εκπροσωπούσαν, και από την άλλη ο κόσμος της εργασίας, ο οποίος μαζικά έχανε χρήματα, δουλειά και αξιοπρέπεια. Ο χώρος της πόλης, δημόσιος και ιδιωτικός, έγινε τόπος διεκδίκησης των κοινωνικών αιτημάτων. Ταυτόχρονα όμως, στα αιτήματα αυτά βρισκόταν και η διεκδίκηση του ίδιου του χώρου της πόλης. Η πόλη ξαφνικά έγινε το επίδικο μιας διαρκούς και αβέβαιης αντιπαράθεσης.
Η κοινωνική εξέγερση το Δεκέμβρη του 2001
Η 19η Δεκεμβρίου ήταν το καθοριστικό σημείο: η μέρα που ο αργεντίνικος λαός είπε «αρκετά!». Το σκηνικό είχε στηθεί από την προηγούμενη μέρα, όταν ο κόσμος άρχισε να λεηλατεί καταστήματα και σουπερμάρκετ για να μπορέσει να ταΐσει τις οικογένειές του. Όλη τη μέρα, την Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2001, δεκάδες χιλιάδες φτωχοί και άνεργοι Αργεντίνοι συνέχισαν να λεηλατούν σουπερμάρκετ και καταστήματα, μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης αναταραχής.
Στο Μπουένος Άιρες, ένα πλήθος 20.000 ατόμων (σύμφωνα με την αστυνομία), που περιλάμβανε από άνεργες ανύπαντρες μητέρες με τα μωρά στην αγκαλιά μέχρι συνδικαλιστές, έσπαγε βιτρίνες καταστημάτων για να αρπάξει φαγητό, ρούχα, χαρτί υγείας, μέχρι και τηλεοράσεις. Στην Κόρδοβα, εργάτες που διαδήλωναν κατά της κυβέρνησης, έβαλαν φωτιά στο Δημαρχείο της πόλης. Εκτεταμένες λεηλασίες και ταραχές σημειώθηκαν και σε άλλες μεγάλες πόλεις, όπως στο Rosario και τη Mentoza.
Ο πρόεδρος Fernando De La Rua πανικοβλήθηκε. Δώδεκα χρόνια πριν, εκτενείς λεηλασίες έριξαν την κυβέρνηση και πλέον, στη συλλογική μνήμη της Αργεντινής, η λεηλασία συνδέεται με την κατάρρευση των καθεστώτων. Ο De La Rua κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αναστέλλοντας όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και απαγορεύοντας τις συγκεντρώσεις μεγαλύτερες των τριών ατόμων. Αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Όχι μόνο ξαναέφερε στη μνήμη του κόσμου τραυματικές εμπειρίες από τα επτά χρόνια στρατιωτικής δικτατορίας που σκότωσε 30000 ανθρώπους, αλλά σήμαινε ακόμη ότι το κράτος στερούσε το τελευταίο στοιχείο αξιοπρέπειας από έναν πεινασμένο και απελπισμένο πληθυσμό –την ελευθερία του.
Πριν ακόμη τελειώσει η προεδρική ανακοίνωση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης, ο κόσμος ήταν στο δρόμο και την αψηφούσε. Σε ολόκληρη την πόλη, δεκάδες χιλιάδες βγήκαν στους δρόμους, μπλοκάροντάς τους και κάνοντας θόρυβο χτυπώντας τα κατσαρολικά τους (κάτι σαν παράδοση στις διαδηλώσεις στην Αργεντινή). Η αστυνομία επενέβη για να διαλύσει τη συγκέντρωση έξω από το Προεδρικό μέγαρο, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν άγριες οδομαχίες. Οι διαδηλωτές άρχισαν πετροπόλεμο με την αστυνομία, έκαψαν αυτοκίνητα και έβαλαν φωτιά στο Υπουργείο Οικονομικών.
Ενώ οι συγκρούσεις ήταν σε εξέλιξη, ανακοινώθηκε η παραίτηση του υπουργού Οικονομικών Cavallo και του επιτελείου του. Τα πλήθη των διαδηλωτών στο Buenos Aires ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς. Τελικά, μόνο στο Buenos Aires, πήρε μέρος πάνω από ένα εκατομμύριο κόσμου, χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια και απαιτώντας το τέλος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των διεφθαρμένων κυβερνήσεων. Η αστυνομία αδυνατούσε να ελέγξει την κατάσταση, παρόλη τη μαζική χρήση δακρυγόνων και πλαστικών σφαιρών. Οι καταστηματάρχες, προσπαθώντας να σώσουν το εμπόρευμά τους, συχνά κατέφευγαν στη βία.
Στις διαδηλώσεις που ακολούθησαν τις επόμενες 24 ώρες αστυνομικοί με πολιτικά σκότωσαν 7 διαδηλωτές στην πρωτεύουσα. Ακόμα 15 διαδηλωτές δολοφονήθηκαν στην επαρχία και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Δύο μαχαιρώθηκαν και ένας πυροβολήθηκε από καταστηματάρχες. Μεταξύ των νεκρών και ένα 15χρονο αγόρι, στην επαρχία της Santa Fe, που πυροβολήθηκε από «άγνωστο» οπλοφόρο. Ο πρόεδρος παραιτήθηκε αμέσως μετά και εγκατέλειψε το προεδρικό μέγαρο με ελικόπτερο.
Μέσα σε 2 εβδομάδες 4 ακόμα κυβερνήσεις έπεσαν. Η Αργεντινή είχε τώρα μπει σε ταχύτατη πορεία σύγκρουσης, με τις ανάγκες και τις επιθυμίες του λαού της από τη μια μεριά και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ, της παράλογης κυβέρνησης της και του παγκόσμιου καπιταλισμού από την άλλη.
Μαρτυρίες από την εξέγερση
Σε αυτό το σημείο, θεωρείται κομβική για την εξιστόρηση αυτής της εξέγερσης, η αναφορά σε προσωπικές μαρτυρίες που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από απλούς ανθρώπους, από κόσμο που βρέθηκε στο πεδίο αυτής της κοινωνικής αναταραχής που συντάραξε την Αργεντινή και όχι μόνο. Ακολουθούν δύο μαρτυρίες των γεγονότων, η πρώτη είναι του Ezequiel Adamovsky, ενός αντικαπιταλιστή ακτιβιστή και συγγραφέα, και η δεύτερη είναι άγνωστου αρθρογράφου και αναρτήθηκε στο αργεντίνικο Indymedia.
«Έβλεπα στην τηλεόραση τις λεηλασίες και τον ξεσηκωμό στο εσωτερικό της χώρας. Ξαφνικά, ο Πρόεδρος εμφανίσθηκε στην οθόνη. Μιλούσε για την ανάγκη διαχωρισμού σε ‘εγκληματίες’ και απελπισμένους. Μιλούσε ήρεμα, σχεδόν αρχοντικά, προσπαθώντας να δείξει ότι κάνει ακόμα κουμάντο. Είπε ότι σήμερα [σ.σ. Τετάρτη 19 Δεκέμβρη] κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Το ήξερα ότι αυτό ήταν αντισυνταγματικό, μόνο το Κογκρέσο μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Αηδίασα και έκλεισα την ΤV. Άρχισε να ακούγεται ένας θόρυβος… πολύ απαλός, αλλά δυνάμωνε… βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα έξω… σε κάθε μπαλκόνι άνθρωποι χτυπάγανε τηγάνια και κατσαρόλες, ο θόρυβος γινόταν όλο και πιο δυνατός… γινότανε κραυγή… και δε θα σταματούσε. Είδα μερικούς ανθρώπους στη γωνία του δρόμου που μένω… όχι πάνω από 10… φόρεσα ένα πουκάμισο και κατέβηκα κάτω… ήταν περίεργο και συναρπαστικό, σε κάθε γωνία έβλεπα ανθρώπους να μαζεύονται. Μικρές ομάδες. Αυτή είναι μια άνετη μεσοαστική γειτονιά… αλλά όλοι έχουν καταστραφεί και απελπιστεί από αυτό που γίνεται… και έχει παραγίνει.
Στη γωνία του επόμενου δρόμου, οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να μαζεύονται στη μέση του δρόμου. Χτυπώντας κουτάλια στις κατσαρόλες, ανεμίζοντας σημαίες… μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε γίνει 150… αρχίσαμε να περπατάμε… κανείς δεν έδειχνε να ξέρει που πηγαίναμε ή τί θα συνέβαινε… μια ώρα είχε περάσει από τη στιγμή που άκουσα τις κατσαρόλες να χτυπάνε και ο θόρυβος δεν είχε σταματήσει, ερχόταν από κάθε γωνιά της πόλης. Καθώς προχωρούσαμε, και άλλοι ενώνονταν μαζί μας, ήταν απίστευτο… σχεδόν μανιακό. Η αίσθηση του να επανακτάς τη δύναμή σου. Άνθρωποι κάθε κοινωνικής προέλευσης ήταν εκεί… κοίταξα πίσω και ξαφνικά αυτή η αυθόρμητη διαδήλωση είχε μήκος δύο οικοδομικών τετραγώνων… και από όλους τους δρόμους κατέφθαναν και άλλοι.
Έβλεπα ανθρώπους με κουστούμια και ανθρώπους με φόρμες εργασίας. Έβλεπα νέα κορίτσια με ακριβά ρούχα και ηλικιωμένους με ξεφτισμένα ρούχα. Μπορούσα να δω τον μικρομεσαίο που υποφέρει από τους, όλο και μεγαλύτερους, φόρους και τον νέο που είναι αποκλεισμένος από το σύστημα και δεν έχει δουλειά εδώ και 4 χρόνια. Όλοι εκπροσωπούνταν. Ήταν φανταστικό… Άνθρωποι ζητωκραύγαζαν από τα μπαλκόνια τους… κομματάκια χαρτιού, σαν κομφετί, έπεφταν απαλά στους δρόμους… τραγουδώντας, χτυπώντας, διαδηλώνοντας. Όταν έφθασα στο Κογκρέσο δύο χιλιάδες άνθρωποι ήταν ήδη εκεί… και μπορούσα να δω κόσμο να έρχεται από κάθε γωνιά… ήταν σαν πάρτι… οι σημαίες να ανεμίζουν, τα τραγούδια, τα χειροκροτήματα.
Όταν έφθασα στην Plaza de Mayo, είδα χιλιάδες εκεί… και συνέχιζαν να έρχονται… ήταν περίεργο… κόσμος έφθανε με αυτοκίνητα… και σε πορείες. Νέοι, μεγάλοι, οικογένειες… ο λαός. Η πλατεία ήταν μισογεμάτη και ο κόσμος ερχόταν ακόμα… περπάτησα τριγύρω. Συνεπαρμένος. Ακόμα δεν πίστευα ότι ήμουν εκεί. Σκέφτηκα ότι δεν βγαίνεις συχνά στο μπαλκόνι σου για να τσεκάρεις τους θορύβους του δρόμου και καταλήγεις σε μια κοινωνική εξέγερση, ικανή να ανατρέψει έναν πρόεδρο.
Ξαφνικά, κάποιος με έσπρωξε προς τα πίσω… όταν επανέκτησα την ισορροπία μου είδα τον κόσμο να τρέχει… κάποιος, δίπλα μου, φώναζε ‘Καθάρματα!’.. από ένστικτο άρχισα να τρέχω μαζί τους… έτρεξα μισό τετράγωνο… σταμάτησα και κοίταξα πίσω… είδα χιλιάδες και χιλιάδες να τρέχουν… συνέχισα να τρέχω αλλά κοίταγα πίσω πού και πού… ρώτησα κάποιον τι συνέβαινε… δεν κατάλαβα τι μου είπε… άρχισε να με τρώει η μύτη μου… κοίταξα πίσω.. στην πλατεία, 500 μέτρα πίσω, έβλεπα καπνούς… κοίταξα τα μάτια του κόσμου… είχαν κοκκινίσει… ο λαιμός μου πονούσε… έτρεξα. Κοίταξα πίσω… ο κόσμος έτρεχε προς όλες τις κατευθύνσεις, μακριά από την πλατεία… ο καπνός ανέβαινε όλο και ψηλότερα, κάλυψα με το πουκάμισό μου τη μύτη μου και το στόμα μου… με έτρωγαν τα μάτια μου… είχα φτάσει μακριά… κοίταξα γύρω μου… εκείνος ο τύπος με το t-shirt που έγραφε ‘Miami – Florida’… εντελώς μεσαίας τάξης… μου είπε ότι τώρα καταλάβαινε πώς ένοιωθαν οι piqueteros. Συνέχισα να περπατώ… πηγαίνοντας σπίτι μου… ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι έκλαιγα. Δεν ήξερα αν ήταν από τα δακρυγόνα, ή από την ανικανότητα και την οργή μου» (Ez. Adamovsky, 2002).
Η εξέγερση όμως δεν τελείωσε εκεί. Τις υπόλοιπες μέρες του Δεκέμβρη, όπως και όλο τον Ιανουάριο, η οργή δεν έλεγε να κοπάσει. Οι διαδηλώσεις και οι σφοδρές μάχες με την αστυνομία συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση, παλμό και μαζικότητα. Τη νύχτα της Παρασκευής προς Σάββατο, στις 29 Δεκεμβρίου 2001, συνέβη κάτι το πρωτοφανές: μια ομάδα διαδηλωτών κατάφερε να διεισδύσει στο Αργεντίνικο Κονγκρέσο. Οι διαδηλωτές έσπαγαν ό,τι έπεφτε στα χέρια τους και στη συνέχεια έβαλαν φωτιά που γρήγορα εξαπλώθηκε.
Μία προσωπική μαρτυρία, αναρτημένη στο Indymedia της Αργεντινής, αναφέρει:
«Κοιτάμε ο ένας τον άλλον και καταλαβαίνουμε ότι πρέπει να θυμόμαστε αυτή την ώρα για την υπόλοιπη ζωή μας. Στεκόμασταν στις πόρτες του Προεδρικού Μεγάρου, του φανταχτερού ροζ παλατιού, που είναι επίσης γνωστό ως Casa Rosada, σύμβολο της αργεντίνικης εξουσίας. Ποτέ στο παρελθόν μια κινητοποίηση δεν έφτασε μέχρι εδώ. Και με τέτοιο τρόπο. Τώρα ήμασταν εκεί, και ήμασταν χιλιάδες. Και πάλι οι κατσαρόλες, τα σκαλιά γεμάτα κόσμο, ολόκληρες οικογένειες διαμαρτύρονταν και έκαναν θόρυβο. Και κόσμος εξακολουθεί να έρχεται, και έρχονται και οι μητέρες (της Πλατείας του Μάη) και έρχονται και οι «motoqueros» που επευφημούνται από το πλήθος, περιτριγυρισμένοι απ’ όλο τον κόσμο, φόρος τιμής για τους νεκρούς, ο καλύτερος που θα μπορούσαν να έχουν.
Πρώτος πηδάει ένας φωτογράφος. Ύστερα ένας παππούς λέει πως θέλει να μπει μέσα με τη βία και να μιλήσει στον πρόεδρο. Μετά οι νέοι. Πέντε λεπτά αργότερα, στις 2.15 π.μ. ακριβώς, όλοι εμείς. Η περίφραξη υποχώρησε αμέσως και η αστυνομία χρειάστηκε να μετακινηθεί στο πλάι, και να ‘μαστε, στις πύλες της Casa Rosada που από δω και πέρα δεν έχει τίποτα το ιερό. Περάσαμε τις πόρτες, στον προθάλαμο πριν την είσοδο, τραγουδώντας ο καθένας ό,τι ήθελε. Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς. Είδαμε πρόσωπα γεμάτα συναισθήματα, έκπληκτα πρόσωπα, περίεργους που κοιτούσαν από πίσω και έρχονταν μπροστά απλά για να αγγίξουν (το κτίριο), να νιώσουν ότι είναι δικό τους.
Οι άνθρωποι ήταν οργισμένοι, η είδηση ότι ο Grosso παραιτήθηκε ήρθε σαν κεραυνός, αλλά απλά συνέβαλε στο να ανέβει το ηθικό. Πολλοί ήθελαν να επαναληφθεί αυτό που έγινε την περασμένη εβδομάδα. Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς. Στο κογκρέσο βλέπουμε φωτιές στα σκαλιά. Δεν θυμηθήκαμε να ρωτήσουμε τι ώρα είναι. Οι πιο αποφασισμένοι μπαίνουν μέσα και αρχίζουν να βγάζουν έξω αντικείμενα για να ενισχύσουν τη φωτιά, μέχρι που η είσοδος του κογκρέσου γίνεται ολόκληρη μια φωτιά. Λένε πως μέσα, πολύ μέσα, υπάρχουν κι άλλοι που παίρνουν αντικείμενα για να τα φέρουν έξω. Έρχονται κρατώντας μια προτομή και κάποιος φωνάζει να μην την πετάξουν. Άνθρωποι τσακώνονται για την προτομή μέχρι που ένας διαδηλωτής την παίρνει και τελετουργικά τη ρίχνει στη φωτιά. Το πεζικό λίγα λεπτά νωρίτερα είχε υποχωρήσει. Και ύστερα ξεκινούν πάλι τα δακρυγόνα, ακριβώς τη στιγμή που η προτομή πέφτει. Τώρα είναι περισσότεροι και φαίνεται ότι έρχεται και η αντλία νερού. Ο κόσμος υποχωρεί, ενώ μια μεγάλη ομάδα νέων προβάλλει αντίσταση. Φεύγουν, προς το Callao, στην αρχή τρέχοντας αλλά αμέσως μετά περπατώντας. Φέρνει χαρά στους μπάτσους να σε βλέπουν να τρέχεις, νιώθουν μεγαλύτεροι, μας αποδιοργανώνει. Οι φωνές που λένε στον κόσμο να μην τρέχει γενικεύονται. Τώρα όλοι υποχωρούμε και κάποιος φωνάζει ‘στα δικαστήρια, στα δικαστήρια!’ Θέλουν να πάνε στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκεί που πριν δύο χρόνια έγινε συμφωνία ανάμεσα στους περονιστές και τους ριζοσπάστες». (http://argentina.indymedia.org)
Συμπεράσματα για τα γεγονότα της εξέγερσης
Η εξέγερση του Δεκεμβρίου μπορεί να χαρακτηριστεί αυθόρμητη, εφόσον ως αυθόρμητη ορίζεται η δράση που δεν καθοδηγήθηκε και που δεν αποφασίστηκε από κάποιον οργανωμένο πολιτικό φορέα. Και αυτό γιατί αυτή η εξέγερση, η πρώτη και η δυναμικότερη του 21ου αιώνα, δεν ξεπήδησε από το πουθενά. Επί μία δεκαετία, από το 1991 μέχρι τις 19 Δεκεμβρίου του 2001, εκδηλώνονταν μαζικοί κοινωνικοί αγώνες με εξαιρετική ένταση και επιμονή. Αγώνες που ανέδειξαν νέα κοινωνικά κινήματα στις πόλεις και στις παρυφές τους, καθώς και νέες μορφές αγώνα. Αγώνες που ωρίμασαν τις συνθήκες για να εκδηλωθεί η λαϊκή εξέγερση του Δεκεμβρίου. Είναι χρήσιμο να αναφερθεί ότι στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας το εργατικό κίνημα έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο και ότι έγιναν 9 γενικές απεργίες. Παρά λοιπόν τις συνέπειες των αυταπατών που καλλιέργησε ο περονισμός και την πρόσδεση σε αυτόν των γραφειοκρατικών συνδικάτων και συγκεκριμένα της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων (CGT), ένα μεγάλο μέρος των εργαζομένων έδρασε ανεξάρτητα και μαχητικά ενάντια στο μέλλον που του επιβαλλόταν.
Οι πρωταγωνιστές όμως αυτής της δεκαετίας των πραγματικών αλλαγών που συνέβησαν με τρομερή ταχύτητα στην οικονομία και στην κοινωνία, είναι αναμφίβολα οι πικετέρος που μπλοκάρουν τους εθνικούς δρόμους και η αυτοοργάνωση των ανέργων σε μαζικά και δυναμικά κινήματα. Από το 1993 έως το 1999, καταγράφονται 685 μπλόκα στους εθνικούς δρόμους. Το κομβικό έτος 2001, αυτά τα νέα κοινωνικά κινήματα κατέκτησαν ανώτερα επίπεδα οργάνωσης. Τον Ιούλιο λοιπόν, πραγματοποιήθηκε η πρώτη Εθνική Συνέλευση των λαϊκών περιφερειακών οργανώσεων και των οργανώσεων ανέργων. Τον Σεπτέμβριο, δημιουργήθηκε το Φρενάπο, το Εθνικό Μέτωπο ενάντια στη Φτώχεια. Το Φρενάπο οργάνωσε – στις 14 και 17 Δεκεμβρίου, λίγες μόλις μέρες πριν την εξέγερση– λαϊκό δημοψήφισμα με το αίτημα «Ένα εισόδημα για μια ανθρώπινη ζωή και όχι για τον κοινωνικό αποκλεισμό». Πάνω από 1.500.000 άτομα πήραν μέρος στο δημοψήφισμα.
Έτσι έφτασαν στην εξέγερση του Δεκεμβρίου. Με έναν πρωτοφανή πλούτο αγωνιστικών εμπειριών και νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης. Ορισμένοι αναλυτές, με τις παρωχημένες αριστερές αντιλήψεις των παραδοσιακών κόμματων τους, θεωρούν τα νέα αυτά κοινωνικά κινήματα ως κατώτερες μορφές οργάνωσης. Κάνουν το λάθος να αντιπαραθέτουν τα νέα κινήματα στο «οργανωμένο εργατικό κίνημα», το οποίο και θεωρούν το ανώτερο επίπεδο οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, οι piqueteros και οι οργανώσεις των ανέργων είναι η εργατική τάξη που σπρώχτηκε στη χρόνια υποαπασχόληση, στην ανεργία και στην πείνα. Στις οργανώσεις τους, πολλοί είναι παλιοί βιομηχανικοί εργάτες με συνδικαλιστική και πολιτική εμπειρία. Εμπειρία σημαντική για να απορρίψουν την παραδοσιακή λαϊκιστική και γραφειοκρατική αριστερή ορολογία και δράση.
Το νέο στοιχείο που δημιούργησε και την κρίσιμη μάζα της εξέγερσης του Δεκεμβρίου είναι ότι σε αυτή τη νέα περίοδο των αγώνων συμμετέχουν όλοι –άντρες και γυναίκες–, με τις οικογένειες τους, με τα παιδιά τους, με τους γειτόνους τους. Νέο στοιχείο και πολύτιμη παρακαταθήκη για το μέλλον είναι η αυτοοργάνωσή τους. Στα μπλόκα, στις συνοικίες, με τις οργανώσεις βάσης και τις λαϊκές συνελεύσεις. Με τα συσσίτια, την αλληλοβοήθεια και την ανταλλαγή των αποθεμάτων τους, αλλά και διάφορων υπηρεσιών, μέσω του συστήματος trueque.
Εκείνες τις μέρες της εξέγερσης, η εντύπωση που δόθηκε από τα μέσα ενημέρωσης σχετικά με διαδηλώσεις που ξεκίνησαν από το πουθενά, ελάχιστα αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις επιθέσεις και τις απαλλοτριώσεις στα supermarkets και στα πολυτελή εμπορικά καταστήματα –που τις αποκάλεσαν «λεηλασίες», ξεχνώντας επιτηδευμένα ποιοί λεηλατούσαν επί δεκαετίες την αργεντίνικη οικονομία– τις κάλεσε, για πρώτη φορά στις 17 Δεκεμβρίου, η οργάνωση ανέργων «Teresa Rodríguez» (σύμβολο των αγώνων των piqueteros που δολοφονήθηκε το 1996 στο Cutral Có της επαρχίας Neuquén, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά το κίνημα των piqueteros).
Η εξέγερση βέβαια γενικεύτηκε όταν συμμετείχαν μαζικά σε αυτή τα μεσαία στρώματα. Εδώ ακριβώς βρίσκεται μια σημαντική ιστορική στιγμή που είχε αποφασιστικό ρόλο στη μαζικοποίηση αυτής της λαϊκής εξέγερσης: Όταν τα μεσαία στρώματα επιλέγουν να τοποθετηθούν με τη μεριά των εκμεταλλευόμενων, το κοινωνικό σύστημα χάνει την παλιά του ισορροπία.
Το Argentinazo ανέδειξε και δύο ακόμη κρίσιμα πολιτικά ζητήματα. Το πρώτο είναι ο ρόλος της παραδοσιακής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της άκρας αριστεράς. Πολλοί, και μέσα στην Αργεντινή, εκφράστηκαν με ιδιαίτερα επικριτικούς τόνους για τη στάση των αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Φαίνεται ότι η αριστερά σε ένα μεγάλο μέρος της αιφνιδιάστηκε από την ταχύτητα των εξελίξεων. Γεγονός που συνδέεται με την πολυδιάσπαση της, αλλά και με τους αργούς ρυθμούς με τους οποίους έδειχνε τα προηγούμενα χρόνια να κατανοεί την εμφάνιση, το ρόλο και τη σημασία των νέων κοινωνικών κινημάτων. Έτσι, ενώ μέλη και στελέχη των οργανώσεων της αριστεράς συμμετείχαν στην εξέγερση και ορισμένοι συγκαταλέγονται στους τραγικούς νεκρούς-θύματα της καταστολής, οι οργανώσεις της αριστεράς με τις ηγεσίες τους αναλώθηκαν σε εκδηλώσεις συμπαράστασης και σε αναλύσεις και διαξιφισμούς εκατέρωθεν για το ρόλο τους.
Το δεύτερο ζήτημα που ανέδειξε η εξέγερση ήταν η εκδήλωση της βίας από την πλευρά των εξεγερμένων. Οι επιθέσεις, για παράδειγμα, στα δημόσια κτίρια από κάποιους χαρακτηρίστηκαν έργο «περονιστών προβοκατόρων». Τέτοιοι χαρακτηρισμοί πήραν τη δέουσα απάντηση από επώνυμους αγωνιστές που συμμετείχαν στην εξέγερση και είναι μέλη οργανώσεων, των οποίων η συμβολή στο πολιτικό κίνημα της Αργεντινής είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, όπως οι Μητέρες Της Πλατείας Μαΐου. (Σήματα Καπνού)
Εισαγωγή στα κινήματα
«Αυτοί που ζουν ακόμα, δεν πρέπει ποτέ να λένε ποτέ. Το αναπόφευκτο δεν είναι αναπόφευκτο, τα πράγματα δεν θα ‘ναι πάντα τα ίδια. Όταν αυτοί που κυβερνούν έχουν μιλήσει, τότε θα υψώσουν τη φωνή τους αυτοί που κυβερνούνται.
Ποιος τολμά να πει ποτέ; Από ποιον εξαρτάται η διαρκής καταπίεση; Από εμάς. Από ποιον εξαρτάται το τέλος της; Από εμάς και πάλι.
Αν σε έχουν ρίξει κάτω, σήκω. Αν έχεις ηττηθεί, πολέμα. Πως είναι δυνατόν να σταματήσεις αυτούς που συνειδητοποιούν την κατάσταση τους;
Οι νικημένοι του σήμερα θα είναι οι νικητές του αύριο και το ‘ποτέ’ θα γίνει ‘τώρα’.»
Ποίημα γραμμένο σε τοίχο του εργοστασίου Brukman[1]
Όταν μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων κατέρρευσαν σχεδόν «μέσα σε μια νύχτα», οι μαζικά απολυμένοι εργάτες βρέθηκαν να μοιράζονται κοινές ανάγκες, σε μία κατάσταση στην οποία οι κοινωνικοί δεσμοί και οι υπάρχοντες δεσμοί αλληλεγγύης μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε μια νέα μορφή οργάνωσης. Ο μαζικός εργάτης έγινε μαζικός άνεργος.
Η πρώτη ορατή αντίδραση αυτών των προλετάριων μπροστά στην αυξανόμενη εξαθλίωση τους, ήταν οι σποραδικές συγκρούσεις στους δρόμους. Το 1989, η επαρχία Chubut στην Παταγονία συγκλονίστηκε από μία εβδομάδα κοινωνικών ταραχών που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του κυβερνήτη. Την ίδια χρονιά, ταραχές ξεκίνησαν στην πόλη Rosano και στο Buenos Aires, όπου πολλά μανάβικα και supermarket λεηλατήθηκαν. Από το σημείο αυτό και έπειτα, ταραχές σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Παρόλα αυτά, η αύξηση του αριθμού και η χειροτέρευση της κατάστασης των ανέργων που στερούνταν ακόμα και τα απαραίτητα για την επιβίωση τους, έκανε αναγκαία μια αντίδραση καλύτερα σχεδιασμένη και από κοινού.
Το κίνημα των Piqueteros
Παρατήρησε αυτό το χώρο[2]
John Jordan, Higham, Kent, 27 Αυγούστου 2002
Όταν πρωτοφτάσαμε στο Buenos Aires, αρχίσαμε αμέσως να ψάχνουμε για τα σημάδια της εξέγερσης. Θα ήταν διαφορετικό άραγε αυτό το αεροδρόμιο από οποιοδήποτε άλλο; Θα ήταν άραγε οι δρόμοι μπλοκαρισμένοι από την κίνηση ή το πλήθος; Ποτέ δεν είχαμε βρεθεί σε μια χώρα κατά τη διάρκεια μιας μαζικής κοινωνικής εξέγερσης και αναρωτιόμασταν τι θα φαινόταν διαφορετικό στην καθημερινή ζωή. Καθώς μπαίναμε στην πόλη, πήραμε μια πρώτη ιδέα. Οι έρημες εκτάσεις δίπλα στους αυτοκινητόδρομους, που ενώνουν τις πόλεις με τα αεροδρόμια, πανομοιότυπες σχεδόν σε όλο τον κόσμο, είναι γεμάτες με τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες που διαφημίζουν τα προϊόντα των διεθνών επιχειρήσεων –κάρτες visa, κινητά τηλέφωνα, ξενοδοχεία, αεροπορικές εταιρείες. Αυτό ίσχυε όντως και σε αυτόν τον απογυμνωμένο τόπο, όμως κάτι ήταν διαφορετικό. Οι μισές περίπου πινακίδες ήταν άδειες, με τεράστια άσπρα κενά εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται οι διαφημίσεις. Έμοιαζαν πραγματικά όμορφες έτσι όπως στέκονταν τεράστιες και αδειανές, δίχως τις δηλητηριώδεις εικόνες της κατανάλωσης, κι όμως γοητευτικές μέσα στην κενότητα τους, ελεύθερες από το εμπόριο, γεμάτες από την πιθανότητα. Κατά κάποιο τρόπο παριστούσαν τον άνεμο της αλλαγής που διέρχεται αυτή η χώρα, μιλούσαν για την παύση, το λευκό χαρτί που περιμένει να γεμίσει, ήταν ο χώρος από τον οποίο μια κοινωνία μπορούσε να ξεκινήσει να ονειρεύεται κάτι διαφορετικό, ο χώρος από τον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ξεκινήσουν να κάνουν τα όνειρα τους πράξη.
Piqueteros είναι το όνομα που έχει δοθεί σε ένα από τα πιο συναρπαστικά και ισχυρότερα νέα κοινωνικά κινήματα στην Αργεντινή. Αναφέρεται σε ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών ομοσπονδιών (πάνω από δώδεκα στην περιοχή του Buenos Aires), οργανώσεων φτωχών, αλλά και ανέργων.
Αυτός είναι ο πληθυσμός που άρχισε να οργανώνεται στα μέσα της δεκαετίας του ‘90 σε ενώσεις ανέργων. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραδοσιακή αριστερά της χώρας απέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, να αναγνωρίσει την αυξανόμενη δυναμική των οργανώσεων ανέργων στην Αργεντινή στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Αντί για τα παλιά χαρακτηριστικά αριστερά αιτήματα, όπως η εθνικοποίηση της βιομηχανίας, οι piqueteros έχουν τον δικό τους τύπο αιτημάτων, όπως «ουσιαστική δουλειά, κοινωνική δικαιοσύνη και το τέλος του νεοφιλελευθερισμού». Φυσικά αυτά τα πράγματα είναι σχεδόν αδύνατα στον καπιταλισμό, με αποτέλεσμα πολλές ομάδες να μάχονται στους δρόμους και στους αυτοκινητόδρομους για να διαταράξουν την καπιταλιστική οικονομία με τη σωματική τους δύναμη για να κερδίσουν ορισμένες παραχωρήσεις. Προσπαθούν παράλληλα να σχηματίζουν μια νέα και από τους «από κάτω» αντί-καπιταλιστική οργάνωση, χωρίς παρωχημένες ρητορείες ή λάθη. Ως αποτέλεσμα, αυτές οι οργανώσεις ήρθαν σε ρήξη με τις παραδοσιακές αριστερές πρακτικές. Χρησιμοποιούσαν μια σειρά από εντυπωσιακά συμμετοχικές και άμεσοδημοκρατικές πρακτικές, όπως κοινές συνελεύσεις για τη λήψη αποφάσεων, οι οποίες στόχευαν στην ευρεία συμμετοχή και στην εσωτερική ισότητα. Πολλοί απέρριπταν, επίσης, τα εθνικά συνδικάτα που δρουν ως εκμεταλλευτές της εργατικής τάξης, την καταχράζονται και την αντιμετωπίζουν ως πελατειακό δυναμικό στις ορέξεις των κομμάτων εξουσίας. Οι στρατηγικές αυτές έφτασαν να αποκαλούνται “horizontalism” και “autonomism” στην Αργεντινή.
Αργότερα, μετά τον πολλαπλασιασμό των ομάδων piqueteros, η παραδοσιακή αριστερά συνειδητοποίησε αυτή τη δυναμική και κατέληξε να αντιγράφει τη μεθοδολογία των piqueteros, και να δημιουργεί παρόμοιες ομάδες, με δικές τους ατζέντες. Όμως, αν και τώρα υπάρχουν ομάδες piqueteros που έχουν συμμαχήσει με περονιστές πολιτικούς και παλιά αριστερά κόμματα, πολλές από τις ομοσπονδίες, και ιδίως αυτές των ανέργων εργαζομένων του κινήματος “Anibal Veron”, παραμένουν περισσότερο ή λιγότερο «οριζόντιες» και «αυτόνομες», και έχουν τις δικές τους τακτικές και απαιτήσεις. Με τους οδικούς αποκλεισμούς (cortas de Ruta) προκαλούν αναστάτωση στην οικονομική δραστηριότητα του συστήματος για να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Η ευρεία χρήση αυτής της τακτικής από τους piqueteros είναι από πολλές απόψεις μια λαμπρή καινοτομία, καθώς όσοι είναι άνεργοι ή υποαπασχολούμενοι δεν μπορούν να απεργήσουν. Επίσης, με αυτούς τους αποκλεισμούς του οδικού δικτύου, έχουν εντοπίσει μία κρίσιμη σχέση στο καπιταλιστικό σύστημα κέρδους που δεν είναι άλλη από τη μεταφορά των εμπορευμάτων, την οποία και καθιστούν ευάλωτη στη συλλογική δράση τους.
Το συντονισμένο κίνημα των piqueteros γεννήθηκε στις Cultur C και Plaza Huincul, δυο πόλεις της Παταγονίας που δημιουργήθηκαν γύρω από τις εγκαταστάσεις της κρατικής πετρελαϊκής εταιρείας Yacimentos Petrol nos Fiscales. Η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε το 1994-95 από τον Menem, γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα την απόλυση του 80% του εργατικού της δυναμικού. Έτσι, το Μάρτιο του 1997, μια απεργία δασκάλων ενάντια στις απολύσεις και τις περικοπές μισθών εξελίχθηκε στην πρώτη από τις γνωστές πλέον καταλήψεις δρόμων. Όταν η αστυνομία επιτέθηκε στο μπλόκο, οι κάτοικοι των Cultur C και Plaza Huincul κινητοποιήθηκαν για υποστήριξη. Η λαϊκή συνέλευση που στήθηκε για να διαπραγματευτεί με τις αρχές, απαίτησε θέσεις εργασίας, αναστολή της καταβολής φόρων και επενδύσεις στην εταιρεία πετρελαίου. Αποφάσισαν την παύση των κινητοποιήσεων όταν κάποια από τα αιτήματα τους ικανοποιήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και 500 νέων –κακοπληρωμένων– θέσεων εργασίας. Η μετριοπάθεια της συνέλευσης οφείλεται στο ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να αναγνωρίσει, σε εκείνη τη φάση, κάποιο όφελος στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων του. Ενδεικτική είναι και η αποδοχή της παρέμβασης ντόπιων πολιτικών στη συνέλευση. Ύστερα από αυτή τη μερική νίκη, η τακτική του μπλοκαρίσματος δρόμων των piqueteros σύντομα επεκτάθηκε και σε άλλες πόλεις, για να φτάσουν οι τακτικές και οι μορφές οργάνωσης τους το 1999 στη La Matanza, στην ευρήτερη περιοχή του Buenos Aires.
Γεννημένοι από την αγανάκτηση εξαιτίας της διαφθοράς, των συνεχών πολιτικών συμβιβασμών των επίσημων σωματείων και της αποτυχίας όλων των πολιτικών κομμάτων να τους αντιπροσωπεύσουν, οι piqueteros (ο όρος αναφέρεται στη κοινή τακτική αποκλεισμών δρόμων που ακολουθούν) ξεπήδησαν από τις αποκλεισμένες και φτωχές κοινότητες της επαρχίας. Είναι κυρίως άνεργοι εργάτες που έχουν οργανωθεί αυτόνομα στα προαστιακά barrios –γειτονιές που παίζουν βασικό ρόλο στην αίσθηση που έχουν πολλοί αργεντίνοι για το χώρο και την ταυτότητα. «Κλείνουμε τους δρόμους, κάνουμε εκείνο το μέρος των δρόμων δικό μας. Χρησιμοποιούμε ξύλα, λάστιχα και βενζίνη για να βάζουμε φωτιά» λέει ο Alejandro, ένας νεαρός piquetero, με ενθουσιασμό. Και προσθέτει «αυτό το κάνουμε γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μας αναγνωρίσουν. Αν σταθούμε στο πεζοδρόμιο για να διαμαρτυρηθούμε, θα μας ποδοπατήσουν».
Η αστυνομία είναι συχνά ανίκανη να αντιμετωπίσει τους piqueteros, λόγω της λαϊκής υποστήριξης που δέχονται. Οι εθνικές οδοί περνούν συχνά δίπλα από τις φτωχογειτονιές στις άκρες των πόλεων και υπάρχει πάντα η απειλή ότι οποιαδήποτε καταστολή ενάντια στους piqueteros θα έφερνε χιλιάδες ανθρώπων από αυτές τις περιοχές στους δρόμους για υποστήριξη και θα προκαλούνταν σοβαρότερα επεισόδια. Αν η κυβέρνηση αποφασίσει να διαπραγματευτεί κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας ενέργειας, οι piqueteros δεν εξουσιοδοτούν ηγέτες για να πάνε να συζητήσουν με τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, αλλά ανταυτού, απαιτούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι να έρχονται στα μπλόκα έτσι ώστε όλοι οι άνθρωποι να μπορούν να συζητήσουν τις ανάγκες τους και συλλογικά να αποφασίσουν εάν θα δεχθούν ή θα απορρίψουν οποιεσδήποτε προσφορές. Πολύ συχνά έχουν δει διεφθαρμένους ηγέτες ή εκπροσώπους από την εξουσία και έχουν αποφασίσει ότι ο τρόπος για να τους αντιμετωπίσουν είναι να αναπτύξουν ριζοσπαστικές οριζόντιες δομές. Σε ορισμένα μέρη της Αργεντινής έχουν δημιουργήσει σχεδόν απελευθερωμένες ζώνες, όπου η δυνατότητα τους να κινητοποιούν κόσμο είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή των τοπικών κυβερνήσεων. Στο General Mosconi, που στο παρελθόν ήταν μια πλούσια πόλη πετρελαίου στο βορά της χώρας, και όπου τώρα το ποσοστό ανεργίας ξεπερνά το 40%, το κίνημα έχει πάρει την κατάσταση στα χέρια του και διαχειρίζεται πάνω από 300 διαφορετικά εγχειρήματα, συμπεριλαμβανομένων αρτοποιιών, βιολογικών καλλιεργειών, κλινικών και τον καθαρισμό των υδάτων.
Το εξαιρετικό είναι ότι αυτές οι ριζοσπαστικές ενέργειες που ασκήθηκαν από μερικούς από τους πιο φτωχούς και περιθωριοποιούμενους ανθρώπους στην Αργεντινή, οι οποίοι χρησιμοποίησαν στρατιωτικές τακτικές και εντυπωσιακά φλεγόμενα οδοφράγματα –κλείνοντας δρόμους, κάνοντας πορείες φορώντας κουκούλες και κρατώντας ξύλα και πέτρες–, δεν έχει απομακρύνει άλλα τμήματα της κοινωνίας. Στην πραγματικότητα η υποστήριξη προέρχεται από όλους. Μια νεαρή piquetera, η Rosa λέει εν συντομία: «όταν οι γυναίκες δεν έχουν πλέον τα αγαθά για να ταΐσουν τα παιδιά τους, η κυβέρνηση πέφτει, άσχετα με το τι είδος κυβέρνησης είναι».
Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό του κινήματος των piqueteros είναι η ανάδειξή του σε κόμβο αγωνιστικής συνάντησης μεταξύ των διαφόρων εργατών και μισθωτών, ανεξάρτητα της ταξικής θέσης που τους έχει δοθεί. Εργαζόμενοι, των οποίων οι θέσεις εργασίας ήταν υπό απειλή, συμμετείχαν ευρέως σε κινήσεις των piqueteros (άλλωστε οι πρώτες κινήσεις ξεκίνησαν από δασκάλους). Επίσης, αν και τα πλάνα εργασίας που δόθηκαν στους ανέργους μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να οδηγούσαν στη μείωση των μισθών άλλων εργατών, εντούτοις τα διαφορετικά «κομμάτια» των εργαζομένων αναγνώριζαν τις ανάγκες τους, το ένα στους αγώνες του άλλου. Εδώ ακριβώς έγκειται και μία θεμελιώδης δυναμική αυτού του κινήματος, καθώς η κυρίαρχη τάξη συναντά μεγάλες δυσκολίες στο να απο-συνθέσει την τάξη σε κομμάτια που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για θέσεις εργασίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αλληλεγγύης αποτελεί η πορεία των piqueteros στις 4 Απρίλιου 2002 στην παραλιακή πόλη La Plata. Η πορεία πέρασε πρώτα από το επαρχιακό κυβερνητικό κτίριο για να δείξει την υποστήριξή της στους κρατικούς εργάτες που απεργούσαν εκεί. Διαμαρτυρόμενοι για τις περικοπές στους μισθούς και σε άλλες παροχές, οι εργάτες είχαν καταλάβει διάφορα κτίρια και ήταν σε διαρκείς συνελεύσεις. Όταν έφτασαν οι piqueteros η αστυνομία είχε μπει ήδη στο κτίριο και η συνέλευση είχε διακοπεί, όταν όμως οι εργάτες είδαν το μέγεθος του πλήθους που είχε μαζευτεί απομάκρυναν τους αστυνομικούς και συνέχισαν τη συνέλευση τους. Οι piqueteros, μαζί με μέλη τοπικών συνελεύσεων αλλά και γείτονες, έχουν επίσης υπερασπιστεί σε πολλές περιπτώσεις, κατειλημμένα εργοστάσια που βρίσκονταν υπό την απειλή εκκένωσης, αποκρούοντας τις επιθέσεις της αστυνομίας.
Στις 30 Μαΐου 2002, οι piqueteros μπλόκαραν 1.000 δρόμους, γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές σε όλη την Αργεντινή. Η μαζική τους κινητοποίηση συνοδεύτηκε την ίδια μέρα με απεργία των εργατών του αεροδρομίου Ezeiza του Buenos Aires, του οποίου σταμάτησαν τη λειτουργία. Ο πρόεδρος Duhalde δήλωσε ότι τα μπλόκα των δρόμων δεν μπορούν να χαίρουν άλλης ανοχής. Μετά από αυτό είναι προφανές ότι η επίθεση της αστυνομίας στη συγκέντρωση των piqueteros στις 26 Ιουνίου 2002 στην Avellaneda –που άφησε νεκρούς τους νεαρούς piqueteros Dario Santill και Maximiliano Kosteki, καθώς και 40 τραυματίες– δεν ήταν απλά έργο κάποιων «ανεξέλεγκτων μπάτσων». Παραμένει πολύ σημαντικό ότι 50.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν στην Plaza de Mayo ως απάντηση στους φόνους.
Με το μπλοκάρισμα των αυτοκινητοδρόμων, οι piqueteros αναδείκνυαν αιτήματα τα οποία περιλάμβαναν την απόσυρση της αστυνομίας και την καταδίκη της κρατικής καταστολής, την απελευθέρωση φυλακισμένων συντρόφων, παροχές για τους ανέργους, τρόφιμα, υγειονομικές εγκαταστάσεις, όπως και αιτήματα για πραγματικές δουλειές ή πλάνα εργασίας –μικρά επιδόματα, δηλαδή, για τους ανέργους που δίνονταν από το κράτος για να κατευναστεί η δυσαρέσκεια. Μόνο που και σε αυτή την περίπτωση, αυτή η πολιτική γύρισε μπούμερανγκ (κατά τη διάρκεια της προεδρίας του De La Rua), καθώς οι οργανώσεις ανέργων δημιούργησαν τις δικές τους Μ.Κ.Ο. ώστε να διευθύνουν τα πλάνα εργασίας και να στήσουν δικά τους κοινωνικά προγράμματα, χρησιμοποιώντας τους χρηματικούς πόρους από αυτά. Στήνουν δηλαδή εγχειρήματα στις περιοχές τους, όπως αρτοποιεία, εργαστήρια μετάλλου και ξύλου, σχολεία και θερμοκήπια.
Στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Δεκέμβριου του 2001, οι οργανώσεις των MST που πρόσκεινται στην ομοσπονδία Anibal Veron διοργάνωσαν έναν ιδιαίτερο οδικό αποκλεισμό, όπου απέκλεισαν 8 οικοδομικά τετράγωνα, στο εμπορικό κέντρο του Buenos Aires, μπλοκάροντας τις εισόδους σε supermarket και εμπορικά κέντρα μία ημέρα πριν από τα Χριστούγεννα, δηλαδή την μεγαλύτερη ημέρα αγορών όλου του έτους. Οι εν λόγω ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα την άμεση πίεση στις εταιρείες, με την οικονομική αναστάτωση που προκαλούσαν, και την έμμεση πίεση στην κυβέρνηση. Παρατηρείται δηλαδή μία ποικιλομορφία ανάμειξης δράσεων, τόσο στο πολιτικό όσο και στο επίπεδο άμεσων διεκδικήσεων, αφού στο τέλος της μέρας τα supermarkets αναγκάστηκαν να δώσουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων στις οικογένειες αυτών των οργανώσεων.
Η τακτική τους να μπλοκάρουν μεγάλους αυτοκινητόδρομους, μερικές φορές για ολόκληρες μέρες, αποδείχθηκε εξαιρετικά επιτυχής. Οικογένειες ολόκληρες παίρνουν μέρος στα οδοφράγματα στήνοντας σκηνές και μαγειρεία που λειτουργούν συλλογικά στη μέση του δρόμου και είναι οχυρωμένα πίσω από λάστιχα που καίγονται. Πολλοί από αυτούς που συμμετέχουν είναι νέοι και ένα ποσοστό μεγαλύτερο από 60% είναι γυναίκες. Με την πάροδο του χρόνου, το αυτόνομο αυτό κίνημα –από ομόσπονδες ομάδες με χαλαρούς μεταξύ τους δεσμούς και με βάση τις συνοικίες– έχει αναγκάσει και τις τοπικές και τις κεντρικές αρχές να κάνουν παραχωρήσεις με τη μορφή επιδομάτων πρόνοιας τροφίμων και προσφοράς μερικής απασχόλησης.
Εφαρμόζοντας πρακτικές άμεσης δημοκρατίας και επιθυμώντας να φέρουν κοινωνικές αλλαγές στο παρόν, οι piqueteros χρησιμοποιούν τα επιδόματα της πρόνοιας που εξασφαλίζουν για να αναπτύξουν εναλλακτικές δομές στο πλαίσιο των συνοικιών τους. Δημιουργούν μαγειρεία για όλη την κοινότητα, φούρνους, εργαστήρια λαϊκής επιμόρφωσης, βιβλιοθήκες, λαχανόκηπους και πολλά ακόμα –όλα τμήματα αυτού που αποκαλούν οικονομία της αλληλεγγύης. Αυτά περιλαμβάνουν τα πάντα· από συλλογικές κατασκευές στην κοινότητα ή κέντρα υγείας, εναλλακτικά πειρατικά μέσα ενημέρωσης, κήπους και κτηνοτροφία, προγράμματα νεολαίας, φεστιβάλ, καθώς και μεγάλο αριθμό συλλογικών συσσιτίων γειτονιάς. Οι Piqueteros συνεργάζονται στην κηπουρική ή το ψήσιμο του ψωμιού, στη συνέχεια στο μαγείρεμα, και στη συνέχεια, τα τρόφιμα σερβίρονται σε συλλογικές κουζίνες όπου οι άνεργοι και οι πεινασμένοι τρώνε με πραγματική αξιοπρέπεια και αλληλεγγύη. Πέρα, δηλαδή, από την ανάπτυξη και εφαρμογή λύσεων σε πρακτικά ζητήματα, το κίνημα των piqueteros αγωνίζεται επίσης για μία νέα μορφή αξιοπρέπειας, καθώς πιστεύουν πως οι άνθρωποι που είναι πρωταγωνιστές της ζωής τους έχουν βασικό ρόλο στην οικοδόμηση της δύναμης των συνοικιών τους.
Παραδείγματα Piqueteros
Υπάρχουν εκατοντάδες ομάδες και δίκτυα των piqueteros σε όλη τη χώρα, κάποια από τα οποία έχουν δεσμούς με συνδικάτα και κόμματα της αριστεράς, ενώ άλλα είναι περισσότερο ανεξάρτητα. Οι συνεντεύξεις που ακολουθούν είναι μελών του MTD, του κινήματος των ανέργων εργατών και καλύπτουν τρεις διαφορετικές συνοικίες στο νότιο τμήμα του ευρύτερου Buenos Aires: το Σολάνο, το Αλμιράλτε Μπράουν και το Λάνους. Το MTD είναι τμήμα του δικτύου Anibal Veron, το οποίο έχει καθαρά αντικαπιταλιστικό και αυτόνομο χαρακτήρα και αναπτύσσει νέες μορφές αγώνα που έχουν σχέση με κινήματα όπως αυτό των Ζαπατίστας και των ακτημόνων της Βραζιλίας. Οι θεματικές αυτών των συνεντεύξεων είναι πολλαπλές και περιλαμβάνουν συζητήσεις γύρω από τις δομές τους, τις τακτικές τους να μπλοκάρουν δρόμους, την κριτική τους απέναντι στην παραδοσιακή αριστερά και φτάνουν ως την αξιοπρέπεια αυτών των ανθρώπων και την αλληλεγγύη που βιώνουν μεταξύ τους, το ρόλο και τη θέση της γυναίκας σε αυτό το πολύμορφο κίνημα, το είδος της κοινωνίας που επιδιώκουν και για το οποίο αγωνίζονται.
MTD Λάνους
Pablo: Η τακτική του αποκλεισμού είναι μία παλιά τακτική που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να διαμαρτυρηθούν στην πύλη ενός εργοστασίου, για να δώσουν το στίγμα μιας απεργίας ή για να εδραιώσουν έναν αγώνα. Τώρα η τακτική αυτή είχε μεταφερθεί στους αυτοκινητοδρόμους που χρησιμοποιούσαν εκείνες οι εταιρείες για να μεταφέρουν το πετρέλαιο ή άλλα προϊόντα τους. Μπορεί ο καπιταλισμός να έχει αλλάξει και να χρειάζεται λιγότερους εργάτες στα εργοστάσια, αλλά η μεταφορά των προϊόντων σας, όπως και να έχει, σας είναι απαραίτητη. Αφού δεν είχαμε πια δουλεία στα εργοστάσια, προσπαθήσαμε να βρούμε ένα τρόπο για να εμποδίζουμε τη μεταφορά αυτών των προϊόντων. Έτσι ξεκίνησε ο ταξικός μας αγώνας και τα διάφορα κινήματα των piqueteros.
Αρχίσαμε να διαμορφώνουμε το κίνημα των ανέργων με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αναπαράγει στοιχειά άλλων κοινωνικών οργανώσεων. Είπα νωρίτερα πως κάποιοι companeros ή αγωνιστές είχαν προηγούμενη πείρα από το συνδικαλισμό ή άλλες πολιτικές δραστηριότητες. Η δομή όμως που γνώριζαν ήταν πάντα ιεραρχική. Είχαν βιώσει χρόνια ολόκληρα απογοήτευσης και εξαπάτησης και είχαν εμπειρίες από πράγματα που δεν είχαν ποτέ καλή κατάληξη. Έτσι, ξεκινώντας από την ιδέα ότι αυτό ήταν κάτι που θέλαμε οπωσδήποτε να αποφύγουμε, αρχίσαμε να αναζητούμε μια νέα μορφή οργάνωσης των συνοικιών που θα στηρίζονταν σε κάποιες πολύ βασικές αρχές. Κατά κάποιο τρόπο μπορεί να μην έχουμε ένα πολύ ξεκάθαρο πλάνο του πώς θα προχωρήσουμε, αλλά είμαστε σίγουροι για τον τρόπο με τον οποίο δεν θέλουμε να προχωρήσουμε.
MTD Σολάνο
Magda: Τα συνθήματα του αγώνα μας είναι Δουλειά, Αξιοπρέπεια και Κοινωνική Αλλαγή. Θέλουμε να δημιουργήσουμε διαφορετικές συνθήκες εργασίας, χωρίς αφεντικά, όπου οι ίδιοι οι εργάτες, οι companeros θα αποφασίζουν τι πρέπει να γίνει με την παραγωγή.
MTD Νταρίο Σαντιλάν
Daniela: Έχω την εντύπωση πως στην κοινωνία μας οι γυναίκες είναι υποταγμένες από πολλές απόψεις. Στις δικές μας οργανώσεις όμως, η γυναίκα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, γιατί όταν τα κινήματα ξεκινούν αποτελούνται κυρίως από companeras. Γιατί οι γυναίκες είναι αυτές που βγαίνουν έξω και διακινδυνεύουν τα πάντα για να μπορέσουν να ταΐσουν τα παιδία τους. Οι άντρες μένουν στα σπίτια τους γιατί έχουν πάθει κατάθλιψη από την ανεργία. Σε όλη τους τη ζωή εκείνοι ήταν αυτοί που έβγαιναν έξω, που αγωνίζονταν για τη δουλειά, που έφερναν φαγητό στο σπίτι και ξαφνικά όταν βρίσκονται χωρίς δουλεία πέφτουν στο φαύλο κύκλο της κατάθλιψης και οι γυναίκες είναι αυτές που πρέπει να βγουν έξω και να αγωνιστούν.
Το σύστημα σου λέει πως οι γυναίκες έχουν την τάση να υποτάσσονται στα πάντα. Πρέπει να βρίσκεσαι στο σπίτι σου και να ασχολείσαι με την κουζίνα σου και τα παιδία σου και να μη βγαίνεις από εκεί. Ο ρόλος σου είναι ο ρόλος της νοικοκυράς. Δεν μπορείς να σκέπτεσαι, δεν έχεις άποψη… Καθώς όμως τα πράγματα αλλάζουν σε αυτά τα κινήματα, η γυναίκα αποκτάει φωνή και μπορεί να εκφράσει αυτά που πιστεύει και νιώθει.
Πιστεύω ότι το κίνημα αλλάζει όλο το χαρακτήρα της ζωής της, γιατί μια γυναίκα, μια companera από το MTD δεν είναι ίδια με τη γυναίκα που δεν ανήκει στο κίνημα κι αυτοί που βλέπουν τα πράγματα από απόσταση θα καταλάβουν τη διαφορά. Πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι εντελώς καινούριο. Πρωτοφανές. Μπαίνεις στο κίνημα και βλέπεις πως είναι γεμάτο από γυναίκες. Και η γυναίκα του MTD νιώθει καλά γιατί είναι σαν να έχει βρει το χώρο εκείνο που μπορεί να είναι ο εαυτός της.
Το κράτος φοβάται πολύ. Και για αυτό προσπαθεί να κυριαρχήσει πάνω σου πρώτα με την ιδεολογία σου και μετά με τις δυνάμεις καταστολής, χτυπώντας σε στους δρόμους. Στις 26 Ιουνίου 2002, χάσαμε 2 companeros και πριν λίγο καιρό επιτέθηκαν σε όσους από εμάς πήγαν να υποστηρίξουν τους εργάτες στο εργοστάσιο Brukman. Έτσι είναι. Η κυβέρνηση μας κτυπάει με τα κλομπ, αλλά ταυτόχρονα βλέπει όλο και περισσότερη αντίσταση από τη μεριά μας και αυτό το φοβάται. Και εδώ στις συνοικίες τα πράγματα δεν είναι εύκολα γιατί η πραγματικότητα της καταστολής έχει πολύ βαθιές ρίζες και ο κόσμος τη φοβάται.
Ariel: Ξέρουμε πως είμαστε μειοψηφία, αλλά την ίδια στιγμή τους αναγκάζουμε να ακούσουν τη φωνή μας και αυτό τους ανησυχεί. Όποιος και να κερδίσει στις εκλογές, εδώ δεν αλλάζει ποτέ τίποτε, δεν παρέχουν τίποτα στον κόσμο, ούτε παιδεία ούτε τίποτα. Κι ορίστε εμείς εδώ στη βάση, στις γειτονιές, που μπορούμε να προσφέρουμε τουλάχιστον τα απαραίτητα για τις βασικές ανάγκες του κόσμου, όπως τροφή και παιδεία. Τα κινήματα μας έχουν βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικά εργαστήρια για τον κόσμο, τα πάντα. Είναι το ελάχιστο, το στοιχειώδες, αλλά το κάνουμε μονοί μας». Τέλος σημειώνει «Είμαστε όλοι επαναστάτες γιατί η πείνα είναι βία κι αν η πείνα του σήμερα είναι νόμος, τότε η επανάσταση είναι δικαιοσύνη.
Αξίζει τέλος να αναφερθεί τι συνέβη, στη συνέχεια και μέχρι σήμερα, στο κίνημα των piqueteros. Μετά τα 2 πρώτα χρόνια κοινωνικής εξέγερσης και αλληλεγγύης που βίωσε ολόκληρη η χώρα, οι piqueteros αντιμετωπίζουν κάποιες σοβαρές προκλήσεις και νέες επιθέσεις. Η νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση του Nestor Kirschner έκανε ορισμένες παραχωρήσεις προς τους ανέργους, οι οποίες οδήγησαν σε μια γενική αποστράτευση και στην ενεργή συνεργασία ορισμένων ομάδων piqueteros με των Kirschner. Η πολιτική στρατηγική του πρόεδρου Kirschner είναι να ελέγξει μια μειοψηφία των ομάδων piqueteros, προσφέροντας μικρές παραχωρήσεις για τα μέλη και πολιτικά οφέλη για τους γραφειοκράτες, και στη συνέχεια να καταστείλει και να συνθλίψει τις υπόλοιπες αυτόνομες ομάδες που έχουν πολιτικές απαιτήσεις.
Μπροστά σε αυτό το πιθανό σενάριο έρχεται επίθεση, και δυστυχώς υπάρχει άνθιση του πολιτικού καιροσκοπισμού, πολλές διασπάσεις και διαιρέσεις. Υπάρχει μια πτώση της συμμετοχής, ως αποτέλεσμα αυτών των προβλημάτων. Οι διαμαρτυρίες κατά την επέτειο της 20ης Δεκεμβρίου είναι χαρακτηριστικές: υπήρχαν τρεις διαφορετικές διαμαρτυρίες και κινητοποιήθηκαν πιθανώς λιγότερα από 100.000 άτομα, τα οποία απέχουν κατά πολύ από τα εκατομμύρια που ήταν στους δρόμους δύο χρόνια πριν.
Σήμερα, μπορεί οι ομάδες piqueteros να είναι διαιρεμένες και να υποφέρουν από πτώση της συμμετοχής αλλά, όπως και φάνηκε, έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν την υποστήριξη από τα εκατομμύρια φτωχών της Αργεντινής και πάλι στο μέλλον και να αντιπαρατεθούν με το νεοφιλελευθερισμό. Γνωρίζουν πως για να το πετύχουν πρέπει να συνδεθούν με άλλα κινήματα σε όλον τον κόσμο που επιδιώκουν μια παρόμοια επαναστατική αυτόνομη στρατηγική.
Asambleas – συνελεύσεις γειτονιών
Αμέσως μετά την εξέγερση της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001 στην Αργεντινή αναδύθηκε ένα καινούργιο κοινωνικό κίνημα, αυτό των «λαϊκών συνελεύσεων». Σε πολύ λίγο χρόνο, περισσότερες οπό 150 συνελεύσεις –που απαρτίζονταν από 15 έως και 300 γείτονες– σχηματίστηκαν αυθόρμητα στο Buenos Aires και σε άλλες πόλεις όπως η Cordoba, το Rosario, η Marietta και το Santa Fe. Ήδη από τον Ιανουάριο του 2002 οργανώθηκε ένα συντονιστικό αυτών των συνελεύσεων, πρώτα σε επίπεδο πόλης και μετά σε εθνικό επίπεδο η «Δια-γειτονιακή Συνέλευση του Πάρκου Centenario» και η «Εθνική Δια-γειτονιακή». Το φαινόμενο υποσχόταν να μετατραπεί σε μία σαρωτική κοινωνική δύναμη. Μετά από ένα σχεδόν χρόνο έντονης δραστηριότητας, το κίνημα των συνελεύσεων άρχισε να δείχνει σημάδια φθοράς. Πολλοί γείτονες απομακρύνθηκαν και οι «δια-γειτονιακές», ακόμη και πολλές τοπικές συνελεύσεις, μειώθηκαν. Έως και το 2007, μόνο κάποιες από εκείνες τις αρχικές συνελεύσεις συνέχιαζαν να δουλεύουν, παρακμασμένες σε ενέργεια και συνάθροιση.
Στην Αργεντινή το σύνθημα «έξω οι πολιτικοί» (“que se vayan todos”), για τους νεοφιλελεύθερους σήμαινε «έναν κόσμο καταναλωτών και όχι πολιτών», αντιθέτως για τον κόσμο που καταλάμβανε τους δημόσιους χώρους σε όλη της πόλη, διαβεβαίωνε την πολιτική κυριαρχία μέσω της ίδιας αυτής πράξης. Το νόημα διαφοροποιήθηκε και το σύνθημα μετατράπηκε: «Να φύγουν αυτοί, εδώ είμαστε εμείς». Από αυτήν την διαφοροποίηση του νοήματος αναδύθηκαν οι συνελεύσεις.
Η απόρριψη κάθε είδους αντιπροσώπευσης ήταν αποτέλεσμα της δυσπιστίας απέναντι στα πολιτικά κόμματα και στους αντιπροσώπους τους. Η απώλεια κύρους ήταν φανερή και η άμεση δράση ήταν αναγκαία. Η δυσπιστία στους ηγέτες και στις αρχές, καθώς επίσης η αντίδραση ενάντια στην καθεστωτική αριστερά που προσπαθούσε να χειραγωγήσει και να επιβάλει τα προγράμματά της, ήταν φανερή. Η διαβούλευση σε «οριζόντια» βάση και η λήψη αποφάσεων έγινε η αρχή κατεύθυνσης των συνελεύσεων.
Ο τρόπος λειτουργίας των συνελεύσεων καθορίζεται από τους ίδιους τους συμμετέχοντες. Πολλές συνελεύσεις, για παράδειγμα, υιοθέτησαν ένα εντελώς αντικαπιταλιστικό λόγο. Κάποιες επέλεξαν να λειτουργούν με λίστες ομιλητών και με ψηφοφορίες βασισμένες στη μειοψηφία ή την πλειοψηφία αντίστοιχα, ενώ άλλες προτίμησαν την αυθόρμητη συζήτηση με συναινετικές αποφάσεις. Το σημαντικό είναι ότι όποιος και αν είναι ο τρόπος λειτουργίας τους, αυτός πάντα εξαρτάται τόσο από τη συμμετοχή, όσο και από το βαθμό αμοιβαίας πίστης και σεβασμού που οι συμμετέχοντες καταφέρνουν να παράγουν.
Άλλο ένα σημείο διαφοροποίησης της λειτουργίας των συνελεύσεων είναι εκείνο της πολιτικής στρατηγικής· της άποψη που θα πρέπει να υιοθετηθεί απέναντι στην εξουσία και το κράτος. Σε κάποιες συνελεύσεις η έννοια της αυτονομίας, σε συνδυασμό με τον οριζόντιο τρόπο λήψης αποφάσεων, οδήγησε σε μια σκέψη που δεν επικεντρωνόταν στην «κατάληψη της εξουσίας» μέσω των πολιτικών κομμάτων, ώστε να κατασκευαστεί μια καινούρια «αντί-εξουσία». Έτσι, αυτές οι συνελεύσεις επικεντρώθηκαν «σε γειτονικές κοινότητες που οργανώνονται σε ένα εδαφικό δίκτυο, σε τοπική και περιφερειακή κλίμακα», μέσα από δίκτυα χωρίς κεντρική εξουσία. Το κύμα καταλήψεων δημόσιων κτιρίων, εργοστασίων, γυμναστηρίων, δημοτικών αγορών, πλατειών κ.ά., και η εγκατάσταση σε αυτά αυτόνομων κοινωνικών κέντρων ή και ανταλλακτικών αγορών, η οποία πρωταγωνίστησε στις συνελεύσεις στα μέσα του 2002, είναι ένα καλό παράδειγμα αυτονομίας. Παράλληλα, άλλα μέλη συνελεύσεων συνεχίζουν να πιστεύουν σε μια σοσιαλιστική ή λαϊκή κληρονομιά και φαντάζονται τη δημιουργία ενός κινήματος που θα φέρει «έναν από εμάς» στην εξουσία.
Το πιο σημαντικό για τις συνελεύσεις γειτονιάς, μέσα από τις διαφορές στις τυπικές λειτουργίες, είναι οι διαδικασίες και οι σχεδόν αόρατες αλλαγές που παράγονται από την καθημερινή λειτουργία τους. Αυτό γίνεται εμφανές αν παρατηρήσει κανείς την κοινωνικοπολιτική ταυτότητα των συμμετεχόντων. Τόσο η ετερογενής σύνθεση των συνελεύσεων όσο και οι κανόνες της οριζόντιας λειτουργίας τους, έκαναν απαραίτητη μια συνεχή διαδικασία διαπραγμάτευσης των διαφορών και την αμφισβήτηση των κληροδοτημένων ταυτοτήτων. Άλλες μορφές διαπραγμάτευσης των ταυτοτήτων ήταν, για παράδειγμα, εκείνες του φύλου και της ηλικίας. Συνοψίζοντας, οι συνελεύσεις δεν είναι μόνο προϊόντα μιας πολλαπλότητας, αλλά ταυτόχρονα, είναι εν δυνάμει παράγοντες που παράγουν την πολλαπλότητα.[3]
Οι συνελεύσεις ιδρύθηκαν στη βάση μιας αντικαπιταλιστικής θεώρησης που έλεγε ότι «θα πρέπει να ενωθείς με τους ομοίους σου σε ομάδες, με άγνωστους ανθρώπους, και με αυτούς θα πρέπει να εδραιώσεις δίκτυα συναίνεσης». Αυτές οι αυθόρμητες, ενστικτώδεις ομαδοποιήσεις μπροστά στην κοινωνική κατάρρευση οδήγησαν σε ετερογενείς ομαδοποιήσεις που αποδείχτηκαν αρκετά δύσκολες για να οδηγήσουν σε σχέσεις εμπιστοσύνης. Οι γείτονες των πρώτων συνελεύσεων ήταν νέοι αλλά και γέροι, μιας καλής οικονομικής κατάστασης αλλά και φτωχοί, διαφόρων εκπαιδευτικών επιπέδων και πολιτικών πεποιθήσεων αλλά και αμόρφωτοι ή χωρίς κάποιο πολιτικό υπόβαθρο, ανταγωνιστικοί αλλά και ήπιοι. Επίσης πολλοί έφεραν μια ατομιστική/εξουσιαστική κουλτούρα την οποία το ως τότε σύστημα είχε επιβάλει. Αυτή η ετερογένεια σε πολλές περιπτώσεις οδήγησε στην αποχώρηση πολλών ομάδων και στη διάσπαση πολλών συνελεύσεων. Αυτή η διαδικασία συνεχών αποχωρήσεων δυσκόλεψε την διαδικασία εγκαθίδρυσης σχέσεων σεβασμού και εμπιστοσύνης, συστατικών απαραίτητων σε μια οριζόντια διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Τέλος, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης, αναδύθηκαν συνελεύσεις πολιτών στις γειτονιές και, στη συνέχεια, ως πρακτική εφαρμογή της ανάγκης για την ισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, εμφανίστηκαν εργατικές συνελεύσεις στα εργοστάσια που κατέλαβαν οι εργάτες μετά την εγκατάλειψή τους από τους ιδιοκτήτες τους και την αναδιοργάνωσή τους στη βάση του εργατικού ελέγχου.
Παραδείγματα συνελεύσεων γειτονιάς
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι Asambleas Populares (λαϊκές συνελεύσεις), δημιουργήθηκαν τις επόμενες μέρες της εξέγερσης της 19ης και 20ης Δεκεμβρίου του 2001. Πρωταρχικό μέλημα αμέσως μετά τη σύσταση τους, ήταν να βρουν ζωτικό χώρο στη γειτονιά τους για να αναπτύξουν ένα ευρύ πεδίο δραστηριοτήτων για την κάλυψη των αναγκών τους, για να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Έτσι τους πρώτους κιόλας μήνες άρχισαν να καταλαμβάνουν εγκαταλελειμμένα κτίρια, παλιές κλινικές, κτίρια τραπεζών που είχαν πτωχεύσει. Παρακάτω γίνεται μια επιλεκτική αναφορά σε συγκεκριμένες συνελεύσεις και παρουσιάζονται ορισμένες δράσεις τους.
Asamblea de S. Ortíz y Corrientes – Barrio de Villa Crespo, Ciudad de Buenos Aires
Το Δεκέμβριο του 2002, τα μέλη της συνέλευσης του S. Ortíz y Corrientes κατέλαβαν δύο κτίρια, το ένα ανήκε σε μια τράπεζα στο Parque Lezama και το άλλο στην Banco Provincia de Buenos Aires και ήταν άδειο για δύο χρόνια. Οι κάτοικοι της Villa Crespo αποφάσισαν, μετά από πολλές συζητήσεις, να χρησιμοποιήσουν τις εγκαταστάσεις τους, να τα καθαρίσουν, και να τα διακοσμήσουν για να καταστούν κατοικήσιμα.
Παρακάτω ακολουθεί μία συνέντευξη του οικολογικού Δικτύου (Red Eco) με τη Rosana, την Ariel και την Gabriela, τρία μέλη της Συνέλευσης του S. Ortíz y Corrientes που συμμετέχουν καθημερινά στην κατασκευή του χώρου αυτού.
Red Eco: Πώς σας ήρθε η ιδέα να καταλάβετε αυτό το μέρος;
Rosana: Οι κάτοικοι γνωρίζαμε τη γειτονιά, ιδιαίτερα εκείνοι που ζουν πολλά χρόνια εδώ και κουβεντιάζαμε στη συνέλευση για την επανάκτηση ενός χώρου για τη γειτονιά, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε για ποιο σκοπό τον χρειαζόμαστε. Η ιδέα ήταν βασικά για να φτιάξουμε μία συλλογική κουζίνα για τη γειτονιά, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Αποφασίστηκε από την συνέλευση, μιλήσαμε για αρκετούς μήνες, συζητήσαμε πολύ.
Gabriela: Είναι ένα μέρος για να αναπτύξουμε δημιουργικές δραστηριότητες για τη γειτονιά. Θέλουμε ο τόπος να είναι από και για τον πλησίον.
Ariel: Σε αυτό το χώρο πολλά περισσότερα άτομα έρχονται στη συνέλευση, γείτονες θα έρθουν να συμμετάσχουν στο συλλογική κουζίνα και να δηλώσουν έμπρακτα την αλληλεγγύη τους, τη δέσμευση για την υποστήριξη όσων κάνουμε. Το θέμα της κουζίνας είναι κεντρικό, διότι για πολλούς ανθρώπους το ζήτημα των τροφίμων είναι ένα κεντρικό πρόβλημα. Για πολλές οικογένειες που τρώνε αυτή τη στιγμή αυτό είναι μια εξαίρεση, αποτελεί όμως και μία πρόκληση για μας.
RE: Πώς θα προχωρήσετε πέρα από τη συλλογική κουζίνα και πώς θα τη συσχετίσετε με άλλες δραστηριότητες;
G: Μέσα από τις πολιτιστικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ένας γείτονας ήρθε και είπε ότι προσφέρεται να δώσει μαθήματα salsa με αντάλλαγμα τρόφιμα για τη κουζίνα του. Ένας άλλος ότι θα κόβει τα μαλλιά των γειτόνων του.
Α: Υπάρχουν δύο πράγματα, ένα είναι το πώς θα επιτευχθεί ο άμεσος στόχος: η αλληλεγγύη των γειτόνων και των εμπόρων. Η ιδέα είναι ότι οι λειτουργίες αυτές είναι ο κανόνας, για να επανεξετάσει ο καθένας ότι δε χωράνε λογικές επιβολής στον άλλο, αλλά συλλογικών πράξεων και κανόνων. Επίσης, στόχος είναι η αυτοδιαχείριση, να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε σχετικά με τις παράλληλες οικονομίες, να βρίσκουμε εναλλακτικές λύσεις. Μας ενδιαφέρει ο κόσμος που λιμοκτονεί. Στην κοινωνία κανείς δεν πρέπει να μένει με τις βασικές του ανάγκες ανεκπλήρωτες.
G: Και ότι οι άνθρωποι που έρχονται για να συμμετέχουν δεν βρίσκουν τα τρόφιμα έτοιμα αλλά άμεσα ή έμμεσα βοηθάνε στην παρασκευή τους, έτσι ακριβώς αφυπνίζουν τις συνειδήσεις τους. Καταλαβαίνουν ότι μπορούν να ζήσουν καλύτερα, ότι μπορούν να το κάνουν, και έχουν τη δύναμη.
RE: Πώς περιμένετε να αντιδράσει η επαρχιακή Τράπεζα;
Α: Ο εκπρόσωπος της τράπεζας ήρθε τη Δευτέρα, όπως πάντα ρώτησε αν υπάρχει υπεύθυνος, όπως πάντα η απάντηση που πήρε ήταν όχι και ότι αυτή που αποφασίζει είναι η συνέλευση. Ρώτησε γιατί κατέλαβαν το χώρο, και του είπαμε ότι τον ανακτήσαμε για τις δραστηριότητες της γειτονιάς και του αναφέραμε και τους στόχους μας. Τώρα, υπάρχουν δύο δυνατότητες. Η μία είναι να έρθει και να μας ανακοινώσει δημαγωγικά ότι μας παραχωρεί το κτίριο ή απλά ότι μετά από δύο εβδομάδες θα μας έρθει κάποια δικαστική προειδοποίηση. Έτσι, ένας έρημος τόπος στη γειτονιά κατελήφθη και πλέον αποτελεί ζωντανό χώρο. Αλλά και μια λαϊκή αγορά, όπου ο κάθε γείτονας μπορεί να πουλήσει αυτό που παράγει.
Asamblea Popular Cid Campeador – Ciudad de Buenos Aires
Η τοπική συνέλευση γειτονιάς Cid Campeador κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο που άνηκε στη Banco Mayo, μία τράπεζα που έχει πτωχεύσει. Τριάντα μέλη αυτής της συνέλευσης μπήκαν στο κτίριο και το μετέτρεψαν σε κέντρο αγώνα και ψυχαγωγίας. Το πρώτο έργο που ανέλαβε η συνέλευση ήταν η εγκατάσταση μιας συλλογικής κουζίνας που ήταν ήδη σε λειτουργία. Ανάμεσα στα πολλά μελλοντικά σχέδια βρίσκονται διάφορα εργαστήρια (που υποστηρίζονται από ένα πολιτιστικό κέντρο στην περιοχή), η εγκατάσταση μιας καντίνας, μια σειρά από ομιλίες–συζητήσεις, όπως π.χ. οργάνωση της κοινοτικής εργασίας, κλπ.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς αντιλαμβάνονται αυτή την κατάληψη οι συμμετέχοντες, αποτελούν τα λόγια μίας γυναίκας, μέλους της συνέλευσης, σε αλληλέγγυους. Η γυναίκα αυτή έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην τοπική κοινωνία, λέγοντας ότι αυτό το εγχείρημα αποτελεί ένα χώρο ανοιχτό στη συμμετοχή του συνόλου της γειτονιάς, με όλα τα είδη των προτάσεων που θέλει ο καθένας να καταθέσει. Το αποτέλεσμα ήταν πολύ καλή υποδοχή από τους γείτονες, οι οποίοι εντάχθηκαν στις συζητήσεις της συνέλευσης, αυξάνοντας την δυναμική της. Επίσης, πολλές συνελεύσεις αποφάσισαν να επιδείξουν την αλληλεγγύη τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Villa Crespo, Medrano και Corrientes, Lezama Park και Villa del Parque Avellaneda. Επιπλέον, διάφορες αριστερές πολιτικές ομάδες εξέφρασαν την υποστήριξή τους, όπως το Partido Obrero (PO), το Movimiento Socialista de Trabajadores (MST), η Autodeterminación y Libertad, και το Bloque Estudiantil Combativo Asambleario (BECA).
Asamblea Vecinal de Lomas del Mirador – La Matanza – Provincia de Buenos Aires
Η συνέλευση γειτονιάς Lomas del Mirador, βρίσκεται στη La Matanza, ένα από τα πιο υποβαθμισμένα προάστια του Buenos Aires. Στις 18 Αυγούστου 2002, οι συμμετέχοντες, με την υποστήριξη γειτόνων καθώς και άλλων λαϊκών συνελεύσεων, κατέλαβαν ένα εγκαταλελειμμένο επί 10 και πλέον χρόνια κτίριο, και το μετέτρεψαν σε πολυχώρο δραστηριοτήτων για τον πληθυσμό της περιοχής. Στο επανοικειοποιημμένο κτίριο, οι λειτουργίες που μπορεί να βρει κανείς αποσκοπούν στη δραστηριοποίηση όλου του ηλικιακού φάσματος των γειτόνων. Έτσι, λειτουργεί κουζίνα σούπας, ειδική κουζίνα για μικρά παιδιά, διαλέξεις και σεμινάρια ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος, προβολές και συζητήσεις ταινιών, εργαστήρια υγείας για την παροχή πρώτων βοηθειών, καθώς και μία δημόσια βιβλιοθήκη που έχει φτιαχτεί από δωρεές βιβλίων γειτόνων και φίλων. Η συνέλευση συμμετέχει στη δια-γειτονιακή της La Matanza (στην οποία συμμετέχουν περισσότερες από 15 συνελεύσεις) και επιβιώνει παρά τις απειλές καταστολής και εκκένωσης του κτιρίου που υφίσταται, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες λειτουργίας της κατάληψης.
Asambleas Populares de Parque Avellaneda y Villa Park - Ciudad de Buenos Aires
Κοινή μπροσούρα των δύο συνελεύσεων αναφέρει : «Όπου υπήρχαν ιδιωτικοί χώροι, δημόσιες πρωτοβουλίες ανθίζουν, οι συνελεύσεις πολλαπλασιάζονται σε κάθε γειτονιά της πόλης».
Ο Eduardo Videla, ακαδημαϊκός και ακτιβιστής, περιγράφει πολύ γλαφυρά τι ακριβώς είναι αυτό που διακυβεύεται μέσα από τις δράσεις των λαϊκών συνελεύσεων: «Η πόλη έχει τομείς που έπεσαν σε παρακμή και γνώρισαν την εγκατάλειψη. Εκείνα τα μέρη που κάποτε ήταν ιδιωτική περιουσία και είχαν μετατραπεί σε γη που δεν ανήκε στον άνθρωπο με την αυστηρή έννοια του όρου, κινούνται αργά αλλά σταθερά προς τα χέρια του πολίτη, στα χέρια της άμεσης δημοκρατίας».
Η συνέλευση λοιπόν του Parque Avellaneda επανέκτησε ένα παλιό κτίριο μιας πιτσαρίας και το μετέτρεψε σε μια κουζίνα σούπας. Η συνέλευση του Villa Park ακολούθησε μετά από μία εβδομάδα: ξεκίνησε την εκκαθάριση ενός χώρου, όπου βρισκόταν κάποτε ένα υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας, και δημιούργησε ένα κήπο βιολογικών προϊόντων και φούρνους από πηλό για την παρασκευή ψωμιού. Και οι δύο περιπτώσεις προστίθενται στην εμπειρία της Villa Urquiza, μιας κουζίνας σούπας για τους γείτονες σε μια παλιά γειτονιακή πιτσαρία.
«Η κουζίνα λειτουργεί κάθε μέρα, τις καθημερινές εδώ τρώνε περίπου 60 άνθρωποι που εργάζονται σε δύο βάρδιες, ενώ το σαββατοκύριακο τρώνε περισσότεροι από 100 κάθε μέρα, διότι τα παιδιά δεν τρώνε εκείνη την ημέρα στο σχολείο», λέει ο Daniel. Κάθε απόγευμα μετά το σχολείο, περίπου πενήντα παιδιά έρχονται για να πάρουν ένα σνακ. Υπάρχουν επίσης μαθήματα κιθάρας, σχολική και ψυχολογική υποστήριξη.
«Νόμιζα πως δεν έχω τίποτα κοινό με τη συνέλευση» λέει ο Δρ Gladys Bianchi, διευθυντής του τοπικού ιατρικού κέντρου. «Αλλά όταν άκουσα ότι είχαν κάνει μια κουζίνα, σκέφτηκα ότι θα την υποδείκνυα στους πλέον φτωχούς που έρχονται εδώ και αναζητούν γιατρειά για την έλλειψη τροφής και ότι θα μπορούσαν να πάνε σε αυτό το μέρος», είπε. Επίσης σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να προσφέρει την επαγγελματική του βοήθεια στους νέους του γείτονες και να κάνει δωρεές κρέατος, «ώστε να έχουν περισσότερες μερίδες πρωτεΐνης».
Οι κάτοικοι που διοργάνωσαν αυτή την κουζίνα, δεν περιορίζουν την πρωτοβουλία τους στην επισιτιστική βοήθεια. «Θέλουμε να οικοδομήσουμε από κάτω ένα νέο μοντέλο της οικονομίας», δηλώνουν. Έτσι, βρέθηκαν να συζητούν με τη συμμετοχή των συντρόφων piqueteros της Anibal Veron, καθώς και με εκπροσώπους συνεταιρισμών για το πρόταγμα της οικονομίας της αλληλεγγύης.
Trueque – ανταλλακτικό εμπόριο
Στην Αργεντινή, μετά από μία αρχική έκρηξη στον αριθμό των ομάδων που αντάλλασσαν προϊόντα και υπηρεσίες με δικά τους τοπικά νομίσματα –οι οποίες σε κάποιο σημείο είχαν ξεπεράσει τους δύο εκατομμύρια συμμετέχοντες, με ορισμένες έρευνες να μιλούν για τρία ή πέντε εκατομμύρια–, αυτά τα treuque μειώθηκαν. Η σοβαρότητα αυτού του αδιεξόδου οδήγησε στην εμφάνιση ενός νέου εθνικού δικτύου αλληλέγγυας ανταλλαγής, το οποίο είχε βελτιωθεί ως προς την οργάνωση και τη μεθοδολογία, το Red Global de Trueque (RGT).
Αυτό το σύστημα ανταλλαγής αγαθών βασίζεται σε ένα σύνολο αξιών[4] –ηθικών και οικονομικών– που υλοποιούνται σε συγκεκριμένες πρακτικές όπως η αυτοδιαχείριση και ο δημοκρατικός τρόπος λήψης αποφάσεων για την οικονομική δραστηριότητα και την επανοργάνωση των παραγωγικών αλυσίδων. Αν όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται από συνελεύσεις, είναι ιδιαίτερα απίθανο αυτή η αυτοδιαχείριση να οδηγήσει στην απαξίωση της ίδιας της δημοκρατίας στην οποία βασίζεται.
Οι άνθρωποι που συμμετέχον στα treuque εργάζονται και καταναλώνουν για την ευημερία των ίδιων και των συνανθρώπων τους, και όχι για το κέρδος. Αυτό που έχει σημασία, είναι η δημιουργία ικανοποιητικών οικονομικών συνθηκών για όλους τους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει τη διασφάλιση των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματος, την κατάργηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης, κυριαρχίας και αποκλεισμού.
Για να επιτευχτεί αυτό, οι τιμές των προϊόντων καθορίζονται από τους ίδιους τους οικονομικούς δρώντες–παραναλωτές (prosumidores), τους παραγωγούς (productores) και τους καταναλωτές (consumidores) που σχετίζονται άμεσα μεταξύ τους σε κάθε συναλλαγή, βάσει μιας διαδικασίας που συντονίζεται μεταξύ των treuque.
Παραδείγματα ανταλλακτικών αγορών
Πάνω από πεντακόσιες ανταλλακτικές αγορές άνοιξαν στην Αργεντινή μετά το 2001. Το 2009, υπήρχαν σχεδόν τρία εκατομμύρια συμμετέχοντες στις αγορές· πολύ λιγότεροι από αυτούς που πρωτοασχολήθηκαν το 2002, αλλά διπλάσιοι από αυτούς που συμμετείχαν το 2008.
Club del Trueque, Chacarita, Buenos Aires
Στο Club del Trueque, στη γειτονία Chacarita του Buenos Aires, ανταλλάσουν ρούχα, σχολικό εξοπλισμό και σπιτικό φαγητό με επισκευαστικές εργασίες για το σπίτι από επιπλοποιούς, χτίστες, ηλεκτρολόγους, αλλά και με άλλες υπηρεσίες από ιατρούς, οδοντίατρους, δασκάλους, ακόμα και ξεναγούς και πολλά άλλα αγαθά και υπηρεσίες.
Η Benén Radíguez, είναι μια τριαντάχρονη γυναίκα που δεν έχει καταφέρει να βρει δουλειά. Εδώ ανταλλάσει σπιτικό φαγητό και ανακυκλωμένα ρούχα, με υπηρεσίες όπως π.χ. κούρεμα. Βέβαια στο Trueque δεν υπάρχει ποτέ σταθερή ποιότητα και ποσότητα προϊόντων. Είναι μια απλή συνεισφορά προϊόντων από ανθρώπους που προσπαθούν να βοηθήσουν και να βοηθηθούν. Δεν είναι όλα τα προϊόντα σπιτικά φτιαγμένα· στο Trueque μπορείς να βρεις έως και τεχνικό υπολογιστών. Επίσης για πολλούς είναι μια οικογενειακή διαδικασία. Προσφέρουν προϊόντα όπως πίτες, κρουασάν, κλπ. και ψάχνουν ως αντάλλαγμα πληθώρα άλλων προϊόντων και υπηρεσιών. Από φαγητό έως αλκοόλ, και από είδη καθαρισμού έως είδη οικιακής χρήσης, ένδυσης, ακόμα και γυαλιά οράσεως.
Ο Horacio Krell, επικεφαλής του Unión de Permutas de Argentina (για την προώθηση του ανταλλακτικού εμπορίου) επισημαίνει ότι αυτό το σύστημα επιβιώνει όσο υπάρχουν τίμιες διαπροσωπικές σχέσεις. Είναι ένα ανταλλακτικό εμπόριο που απευθύνεται σε αυτούς που είναι αποκλεισμένοι. Δεν είναι συνώνυμο της επιβίωσης αλλά χρησιμοποιείται συμπληρωματικά. Για να επιβιώσει αυτό το σύστημα πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα των ανθρώπων, η οποία έως τώρα προωθεί μια μορφή καπιταλισμού που έχει σκοπό το οικονομικό κέρδος, ενώ θα έπρεπε να είχε σαν σκοπό την οικονομική σταθερότητα. Σε αυτή την περίπτωση τα Club del Trueque έχουν τεράστιες αναπτυξιακές δυνατότητες για την οικονομία μικρών κοινοτήτων και για τον περιορισμό των επιπτώσεων απέναντι στην κρίση.
La Matanza Club del Trueque, Isidro Casanova, Buenos Aires
Η αγορά στεγάζεται στο υπέργηρο γυμναστήριο της γειτονιάς Isidro Casanova. Πρόκειται για μια εργατική γειτονιά. Στην Αγορά βρίσκουν καταφύγιο άνθρωποι που δεν έχουν άλλη επιλογή, είτε γιατί έχουν χάσει τη δουλειά τους, είτε γιατί δεν είχαν ποτέ δουλειά και με αυτόν τον τρόπο προσπαθούν να επιβιώσουν. Για άλλους το treuque διαθέτει «προσφορές», δηλαδή αγαθά που στο σουπερμάρκετ είναι πολύ ακριβά. Η ιδέα έχει εξαπλωθεί σε πολλές πόλεις της Αμερικής, ενώ υπάρχει και ένα δίκτυο που αναπτύσσεται στην Ισπανία. Οι οργανωτές των treuque πιστεύουν ότι στις δύσκολες στιγμές της οικονομικής κρίσης τα treuque είναι η λύση. «Ο χρυσός κανόνας στα trueque είναι να προσφέρεις δίκαια προϊόντα σε δίκαιες τιμές», λέει ο Ruben Ravera, συνιδρυτής του RGT, «…είναι μια ιδέα που θα μπορούσε να συμβάλει στην επίλυση των οικονομικών προβλημάτων του κόσμου».
Club del Trueque, Quilmes, Buenos Aires
Στην εργατική γειτονιά Quilmes, που βρίσκεται δέκα μίλια από το Buenos Aires, οι έμποροι πουλούν από καινούρια και μεταχειρισμένα ρούχα, έως ξυλουργικά εργαλεία και φρούτα. Το κέλυφος που φιλοξενεί την αγορά είναι το παλιό εργοστάσιο μετάλλων Bernalesa. Τα τέσσερα κλίτη του χώρου γεμίζουν ασφυκτικά από άνδρες, γυναίκες και παιδιά που στοιβάζουν στο χωμάτινο δάπεδο αυτοσχέδιους πάγκους. Και όλα αυτά σε μια χώρα όπου η λέξη «αγορά» κάποτε σήμαινε supermarket ή mall.
Η οικονομική κατάσταση στην Αργεντινή οδήγησε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στα δίκτυα trueque, με κεντρικό το Bernalesa. Εδώ και σε άλλες 600 αγορές, γίνεται ανταλλαγή προϊόντων και υπηρεσιών με creditos, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για αγορά άλλων αγαθών και υπηρεσιών. Κανείς δε γίνεται πλούσιος σε αυτές τις αγορές, γιατί δεν είναι αυτός ο στόχος τους. Για παράδειγμα, ένας φούρναρης σε ένα μήνα μπορεί να κερδίσει 100 creditos φτιάχνοντας ψωμί, γλυκά, κ.ά., και να στηριχτεί σε άλλες εργασίες περιορισμένης διάρκειας για να κερδίσει χρήματα για να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα.
Fabricas Recuperadas – «ανακτημένες» επιχειρήσεις
Σε αυτό το σημείο παρουσιάζονται οι πρωτοβουλίες των εργαζομένων για τη διάσωση των επιχειρήσεων που χάνονται και, εν τέλει, για τη μετατροπή τους σε συνεταιρισμούς. Βασίζεται στο άρθρο «Μια διαδρομή για την κοινωνική οικονομία στην Αργεντινή: καταλήψεις εργαζόμενων σε υπό πτώχευση εταιρείες» των Jose Luis Coraggio και Maria Sol Arroyo («A path to the social economy in Argentina: worker takeovers of bankrupt companies», στο Ash Amin (ed.) The Social economy, International perspectives on economic solidarity, Zed books, 2009). Το άρθρο αυτό στηρίζεται σε μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ 2003 και 2007 σε ανακτηθείσες επιχειρήσεις που εδρεύουν στη μητροπολιτική περιοχή του Μπουένος Άιρες, το σύνολο των οποίων εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό κατάληψη κατά το χρόνο σύνταξης του άρθρου στα τέλη του 2008. Τέλος, έχουν αντληθεί στοιχεία και από τη συζήτηση με τον Jorje Luis Bermudez, εργαζόμενου στη Zanon, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 9 Ιουλίου 2010, στο 15ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας.
Μεταξύ του 2000 και του Δεκεμβρίου του 2001, η κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου της Αργεντινής προκάλεσε σε χιλιάδες επιχειρήσεις πραγματικές απώλειες και ξεκίνησε μια τεράστια φυγή κεφαλαίων μέσα από μια «λεηλασία» των περιουσιακών στοιχείων. Η αύξηση των χρεών και η αποτυχία των επενδύσεων τελικά οδήγησε στην παύση των πληρωμών προς τους πιστωτές. Παραγωγικές εγκαταστάσεις δεν μπορούσαν πλέον να συντηρηθούν και τα αποθέματα έτειναν να εξαντληθούν. Το εργατικό δυναμικό είχε αποσταθεροποιηθεί από τις περικοπές στις παροχές, τις μεγάλες καθυστερήσεις στις πληρωμές των μισθών και, τελικά, τις απολύσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι εργαζόμενοι δεν περίμεναν μέχρι να απολυθούν, αλλά αντέδρασαν αναλαμβάνοντας και προσπαθώντας να σώσουν τις επιχειρήσεις.
Δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις χρεοκόπησαν, οι εργαζόμενοι –που αντιμετώπιζαν με λίγες εναλλακτικές λύσεις τη γενικευμένη οικονομική κρίση της Αργεντινής– αναγκάζονταν να οδηγηθούν πίσω στις επιχειρήσεις και να τις καταλάβουν, κερδίζοντας σιγά-σιγά τη θέση τους στην εργασία. Αρχικά, οι αντιδράσεις των ιδιοκτητών ήταν ανάμεικτες. Ορισμένοι εγκατέλειπαν τελείως τις αποτυχημένες επιχειρήσεις, ενώ άλλοι δεν επιθυμούσαν να παραιτηθούν από τα δικαιώματα ιδιοκτησίας τους.
Στη συνέχεια, η κυβέρνηση και τα δικαστήρια δεν αναγνώριζαν επίσημα τις καταλήψεις, και παρόλο που αργότερα ορισμένες εκ των επιχειρήσεων –ιδιαίτερα εκείνες που έλαβαν βοήθεια από συνδικάτα, πανεπιστήμια ή ειδικευμένους οργανισμούς– κατάφεραν να αποκτήσουν μερική ή καθολική νομική αναγνώριση, σήμερα η πλειοψηφία των κατειλημμένων επιχειρήσεων παραμένει σε αβέβαιη κατάσταση όσον αφορά στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των εργατικών κολεκτίβων. Διατρέχουν ακόμα κίνδυνο από τους αρχικούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι προσπαθούν να ανακτήσουν τις νέες επιτυχημένες επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό εργατικό έλεγχο.
Αν και περιορισμένες σε αριθμό και κλίμακα (135 επιχειρήσεις που απασχολούν σήμερα 10.000 εργαζόμενους) και παρά την επισφαλή νομική υπόσταση τους, αυτές οι «ανακτημένες» επιχειρήσεις που μετατράπηκαν σε αυτοδιαχειριζόμενους συνεταιρισμούς δείχνουν τη δυνατότητα μιας διαφορετικής ισορροπίας μεταξύ των κοινωνικών και των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Με αυτόν τον τρόπο, οι συλλογικοί φορείς μπορούν, υπό τις νόμιμες προσπάθειες, να επιτύχουν αναδιανομή στα περιουσιακά στοιχεία, αλλά και αλλαγή στον τρόπο λήψης αποφάσεων. Αυτές οι αλλαγές δείχνουν επίσης τη δυνατότητα για μια συμβολική αλλαγή: νέες αξίες, συμπεριφορές και η ικανότητα να οικοδομηθεί ένα διαφορετικό είδος οικονομίας.
Η ανευθυνότητα των ιδιωτών ιδιοκτητών –οι οποίοι αγωνίζονται για όσο το δυνατόν περισσότερο κέρδος, αλλά δεν επιθυμούν να αντιμετωπίσουν το κοινωνικό κόστος των πράξεών τους– έχει εύστοχα αποκαλυφθεί μέσα από την εμπειρία των επιχειρήσεων να λειτουργούν υπό τη διαχείριση των εργαζομένων. Αντιμετωπίζοντας ανοιχτά τον ιδιωτικό καπιταλισμό και το καθεστώς των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας του, εν μέσω μιας οικονομικής κρίσης, οι νέοι συνεταιρισμοί δείχνουν ότι η κοινωνική οικονομία μπορεί να βοηθήσει στην οικοδόμηση ενός νέου είδους «οικονομίας». Οι εργαζόμενοι δεν υποκινούνται από μια ιδεολογία της αυτοδιαχείρισης ως εναλλακτική λύση στην εξαρτημένη μισθωτή εργασία, αλλά από την επιθυμία να αντιμετωπίσουν την κοινωνική αδικία, όταν απειλούνται με απόλυση χωρίς καταβολή της δέουσας αποζημίωσης των μισθών, στο πλαίσιο της εκτεταμένης ανεργίας. Μια νέα υποκειμενικότητα για την εργασία και την ανταμοιβή της έχει σταδιακά προκύψει, καθώς η διαδικασία ανάκτησης έχει περάσει από διάφορα στάδια.
Τέσσερα είναι τα στάδια που σαφώς ξεχωρίζουν σε κάθε περίπτωση. Πρώτον, το εργοστάσιο καταλαμβανόταν από τους εργαζόμενους, οι οποίοι διεκδικούσαν τους μισθούς που οφείλονταν. Οι εργαζόμενοι αντιστέκονταν στην έξωση από την αστυνομία και τα δικαστήρια, καθώς και στην επιβολή των ψηφισμάτων πτώχευσης για εκποίηση των μηχανημάτων και του εξοπλισμού, ως ένα μέρος για την πληρωμή του χρέους προς τους πιστωτές. Δεύτερον, οι εργαζόμενοι συσκέπτονταν για την ενδεδειγμένη πορεία δράσης, δεδομένης της απουσίας εξωτερικών λύσεων (ούτε οι ιδιοκτήτες, ούτε το κράτος παρείχαν βοήθεια). Γίνονταν προτάσεις για την επεξεργασία των υφιστάμενων πρώτων υλών και για τη διάθεση των προϊόντων που είχαν ήδη παραγγελθεί. Οι ιεραρχίες στην εργασία αναιρέθηκαν και οι διεργασίες παραγωγής αναδιοργανώθηκαν. Σταδιακά, οι πληρωμές των μισθών και των εμπορικών σχέσεων αποκαταστάθηκαν. Τρίτον, ακολούθησε μια νομική μάχη για να αναγνωριστούν τα δικαιώματα των εργαζομένων να χρησιμοποιούν και να αποκτήσουν τα μέσα παραγωγής, μετατρέποντας το σχήμα των επιχειρήσεων σε συνεταιρισμούς, με ενσωμάτωση τυπικών κανόνων μιας δημοκρατικής διαχείρισης. Τέταρτον, αναπτύσσονταν νέα σχεδία παραγωγής.
Οι καθημερινές έννοιες του χώρου και του χρόνου έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η νοοτροπία που διαχωρίζει το σπίτι από την εργασία και η αναμονή για τον δεκαπενθήμερο μισθό έχει δώσει τη θέση της σε μια άλλη: «το εργοστάσιο, μοιάζει με το σπίτι». Οι χώρο-χρονικές αποστάσεις από το εργοστάσιο, τη γειτονιά, το σπίτι και την εργασία έχουν συγχωνευτεί, για να αντικαταστήσουν την ετερονομία της καπιταλιστικής γραμμής παραγωγής και την απόστασή της από τον κόσμο. Στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας είναι η αλλαγή στα εργασιακά πρότυπα. Από αυτά που βασίζονταν στα προσόντα ή τις επαναλαμβανόμενες εργασίες που εκτελούνταν υπό το βλέμμα ενός προσεκτικού διαχειριστή και με ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ των εργαζομένων, σε αυτά που βασίζονται στην εκ περιτροπής εργασία (πολλαπλές ικανότητες), και όπου η παραγωγή οργανώνεται με τέτοιο τρόπο που επιτρέπει να αναλάβεις νέες αρμοδιότητες (πολλαπλά καθήκοντα) και επιτρέπει μια οριζόντια διαβούλευση και ένα άνοιγμα στην ανταλλαγή γνώσεων. Επιπλέον, η νέα οργάνωση επιτρέπει στο προσωπικό να καλύψει προσωρινές κενές θέσεις εργασίας και να αναθέσει καθήκοντα ζωτικής σημασίας σε συγκεκριμένους εργαζόμενους σε ορισμένες χρονικές περιόδους. Παλαιά και νέα κριτήρια αποδοτικότητας διαπλέκονται με αυτές τις αλλαγές. Ωστόσο, η κοινωνική υποκειμενικότητα έχει αλλάξει, δεν αξιοποιείται για την καπιταλιστική εργασία (πληρωμή σε αντάλλαγμα για την εργασία), αλλά για την αρχή της αλληλεγγύης των εργαζομένων.
Οι εργαζόμενοι αντιμετώπιζαν μια διαρκή αστάθεια. Ανάμεσα στα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν υπήρχε ο συνεχής κίνδυνος να χάσουν τη δουλειά τους και η προσπάθεια να κρατήσουν τη θέση τους κάτω από συνθήκες ανακατατάξεων που είχαν ως αποτέλεσμα την απόλυση εργαζομένων. Με την υποστήριξη των οικογενειών τους, οι εργάτες χρησιμοποίησαν διάφορα μέσα για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, στην τοπική κοινωνία, στα κυβερνητικά κέντρα με εξουσία λήψης αποφάσεων ή στο νομικό σύστημα. Σε πολλές περιπτώσεις ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία. Έρχονταν αντιμέτωποι με τους ιδιοκτήτες των εταιρειών, αλλά και τους δανειστές, ενώ προσπαθούσαν συγχρόνως να κρατήσουν τις δουλειές τους (κατά την περίοδο των καταλήψεων ήταν ξεκάθαρο ότι η ανεργία θα διαρκούσε πολύ περισσότερο, ακόμα και μόνιμα για αυτούς που ήταν άνω των 40). Το μέλλον τους βασιζόταν όχι μόνο στην αγορά, αλλά στη νομιμοποίηση της θέσης τους ως αυτοδιαχειριζόμενοι εργάτες, υπό τη δομή μιας τυπικής συλλογικότητας, και στην υποστήριξη της κοινότητας.
Οι εργάτες που κατάφεραν να αποφύγουν την πτώχευση πήραν τη θέση των απολυμένων εργατών και αναγκάστηκαν να αποκτήσουν γνώσεις πάνω στη διαδικασία της παραγωγής στο σύνολό της. Έτσι δημιουργήθηκαν καινούργιες αντιλήψεις ως προς το χώρο και το χρόνο, επιτρέποντάς τους να παίρνουν συλλογικές αποφάσεις. Έγιναν επίσης αλλαγές και στις δομές της ταυτότητας και της επικοινωνίας. Δημιουργήθηκε ένας νέος τρόπος «οριζόντιας επικοινωνίας». Οι καινούργιες ιδέες ήταν λιγότερο θεωρητικές και οι εργάτες συνήθισαν να καλύπτουν τα κενά από άλλες θέσεις χωρίς προειδοποίηση. Το νέο εργασιακό πνεύμα που δημιουργήθηκε βασιζόταν στις μοιρασμένες ευθύνες, ενώ κινητήρια δύναμη ήταν το ομαδικό κέρδος από τα αποτελέσματα της εργασίας τους. Συνέχισε να ισχύει η χαμηλή ανοχή προς αυτούς που δεν πήγαιναν στη δουλειά τους (γινόταν αφαίρεση από το μισθό τους) παρόλα αυτά δεν χρησιμοποιούταν πλέον η απόλυση ως απειλή.
Στους εργάτες των ανακτημένων εταιρειών δόθηκε η ευκαιρία να εκτιμήσουν το ότι μπορούσαν να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους. Αυτό έγινε επειδή συμμετείχαν όλοι στην διαχείριση της εταιρείας, γινόταν εναλλαγή των θέσεων εργασίας και συναλλάσσονταν με εξωτερικούς παράγοντες (ανθρώπους της αγοράς, δημόσιους φορείς, μέσα ενημέρωσης και κοινωνικές οργανώσεις). Την ικανότητα που απέκτησαν να μιλάνε δημόσια, πολλοί από τους εργάτες την συγκαταλέγουν μέσα σε όλες τις γνώσεις που συγκέντρωσαν κατά τη διάρκεια αυτή. Άλλο ένα πράγμα που άλλαξε είναι ότι όλοι είχαν ίση και δίκαιη αντιμετώπιση. Για παράδειγμα, αν εμφανιζόταν κάποια δουλειά που ήταν πιο δύσκολη ή δυσάρεστη, δεν θεωρούταν ευθύνη μόνο ενός ατόμου. Επίσης όλοι οι εργαζόμενοι πληρώνονταν δίκαια, ανεξάρτητα από τη θέση τους. Οι μισθοί διέφεραν με βάση το είδος της εργασίας και το επίπεδο της τεχνικής γνώσης και ειδικότητας του καθενός. Στα ομαδικά συμβούλια αποφασίζουν όλοι ποιοι θα έχουν τις πιο οργανωτικές θέσεις και αυτό βασίζεται στις προσωπικές ικανότητες του κάθε ατόμου. Αυτές οι αλλαγές κάνουν την καθημερινή ρουτίνα να φαίνεται λιγότερο κουραστική και δημιουργούν μια αίσθηση ομαδικότητας και ικανοποίησης στους εργάτες.
Οι εργάτες θεώρησαν ότι ο ρόλος τους ήταν να κάνουν τα εργοστάσια να ξαναδουλέψουν και να δημιουργήσουν ίσες και ικανοποιητικές οικονομικές ανταμοιβές. Είναι φανερό ότι το περιεχόμενο και η μορφή της ομαδικής δράσης έχει αλλάξει. Ο τρόπος με τον οποίο διαπραγματεύονται πια οι εργαζόμενοι με τους εργοδότες έχει αλλάξει. Τα τυπικά μέσα, όπως η συνδικαλιστική εκπροσώπηση ή η διαπραγμάτευση με τους εργοδότες, έχουν αντικατασταθεί από υποκειμενικές σχέσεις βασισμένες στη συμμετοχική αυτοδιαχείριση, στις δημόσιες διαμαρτυρίες, στην αλληλεγγύη με τις άλλες ανακτημένες εταιρείες ή κοινωνικούς φορείς που βρίσκονται σε παρόμοια δύσκολή κατάσταση και στις παρεμβάσεις σε μέσα ενημέρωσης ή σε δημόσιους οργανισμούς. Όπως αποδεικνύουν οι μαρτυρίες, αυτός ο τρόπος να οικοδομηθεί μια κοινωνική οικονομία αναπόφευκτα καταλήγει σε μια ανοικτή σύγκρουση ως προς τα δικαιώματα ιδιοκτησίας (πχ. προστασία των ιδιωτικών δικαιωμάτων ιδιοκτησίας) και το κοινωνικό δικαίωμα της εργασίας.
Ένα σημαντικό συμπέρασμα σχετίζεται με το χώρο. Αποδείχθηκε πως, ειδικά για τις γυναίκες, ο χώρος εργασίας έχει μετατραπεί σε έναν πολυλειτουργικό χώρο: οι καθημερινότητες της οικιακής ζωής (η φροντίδα των παιδιών, η διατροφή, οι κοινωνικές συναντήσεις, πολιτιστικές δραστηριότητες) έχουν ενσωματωθεί στη ζωή στο εργοστάσιο. Παρόμοια, ο δρόμος έχει μετατραπεί σε τόπο διαμαρτυρίας και ενίοτε οι εργαζόμενοι φωνάζουν για κοινωνική αλληλεγγύη. Οι έννοιες του χώρου και του χρόνου και οι οικιακές δραστηριότητες επαναπροσδιορίζονται μέσα από τις νέες εργασιακές σχέσεις. Στη συνέχεια του κεφαλαίου παρουσιάζονται ενδεικτικά παραδείγματα «ανακτημένων» επιχειρήσεων.
Παραδείγματα «ανακτημένων» επιχειρήσεων
FASINPAT /ZANON
Cooperativa de Trabajo FASINPAT /ZANON
Παράγει: Κεραμικά και πορσελάνινα πλακίδια
Η κατάληψη του εργοστασίου της κεραμοποιίας Zanon έγινε το 2001. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν 135 τέτοιες επανοικειοποιήσεις σε όλη την Αργεντινή, οι οποίες καταλήφθηκαν από τους εργαζόμενους την ίδια περίοδο ή τα επόμενα χρόνια, ενώ συνεχίζονται ακόμη και σήμερα. Δεν είναι μόνο εργοστάσια, αλλά επιχειρήσεις στον τομέα υπηρεσιών, σούπερ μάρκετ, ξενοδοχεία, ιδιωτικές κλινικές, ιδιωτικά σχολεία, κ.ά. Το εργοστάσιο παραγωγής κεραμικών πλακιδίων Zanon βρίσκεται 7 χιλιόμετρα έξω από την επαρχία του Νεουκέν και χίλια χιλιόμετρα νότια του Μπουένος Άιρες. Ιδρύθηκε κατά την περίοδο της δικτατορίας του Βιντέλα, η οποία επί της ουσίας παραχώρησε στην ιταλικής καταγωγής οικογένεια Zanon τεράστιες εκτάσεις και προνόμια για την κατασκευή και λειτουργία του εργοστασίου. Επί της προεδρίας Μένεμ είχαν δοθεί τεράστιες επιδοτήσεις προς την επιχείρηση που ευημερούσε, αλλά η ιδιοκτησία της την υπερχρέωνε συνεχώς.
Η κατάσταση στη Zanon έγινε έκρυθμη από το 1998 όταν, λόγω της συνεχόμενης υπερχρέωσης του εργοστασίου, η εργοδοσία αποφάσισε να γίνουν εκτεταμένες απολύσεις εργαζομένων δίχως να δοθούν αποζημιώσεις. Ακολουθούν τρία χρόνια κινητοποιήσεων από τους εργαζόμενους, απεργίες, διαδηλώσεις και μπλοκαρίσματα δρόμων. Από την 1η Οκτωβρίου του 2001 οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου δεν εμφανίστηκαν ξανά.
Η απάντηση από την πλευρά των εργαζομένων ήταν άμεση. Πριν προχωρήσουν σε κατάληψη του εργοστασίου, οι εργαζόμενοι προσπάθησαν να αποδείξουν στο υπουργείο εργασίας και στα δικαστήρια ότι το εργοστάσιο μπορούσε να πουλήσει την παραγωγή του. Τελικά το δικαστήριο τους δικαίωσε και αποφάσισε ότι το lock out ήταν επιθετική πολιτική προς τους εργαζόμενους και ότι έπρεπε να ξεκινήσει η επαναλειτουργία του εργοστασίου, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να εργαστούν με τα αποθέματα των πρώτων υλών που βρίσκονταν εντός του εργοστασίου. Η εργοδοσία έστειλε μία επιστολή με την οποία πρότεινε ως λύση την απόλυση 500 εργαζομένων και το κλείσιμο του εργοστασίου. Τελικά, τα δικαστήρια επέτρεψαν στους εργαζόμενους να περιφρουρήσουν το εργοστάσιο για να μην μπουν μέσα άνθρωποι της εργοδοσίας και λεηλατήσουν την παραγωγή.
Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως για τους εργαζόμενους που αποφάσισαν να συνεχίσουν την κατάληψη ήταν η ανατροπή του προηγούμενου μοντέλου καπιταλιστικής παραγωγής και της νοοτροπίας του ατομικού ιδιωτικού συμφέροντος. Θεωρώντας ύψιστο ιδανικό την εργασιακή αλληλεγγύη φώναζαν: «Εάν πειράξουν έναν από εμάς, πειράζουν όλους μας».
Μετά από την επαναλειτουργία του εργοστασίου όμως ξεκίνησαν νέοι αγώνες. Η εργοδοσία με τη βοήθεια της δικαστικής εξουσίας προσπάθησε 5 φορές, με δικαστικές αποφάσεις και βίαιο τρόπο, για την αναγκαστική εκκένωση του εργοστασίου. Οι εργαζόμενοι τις αντέκρουσαν όλες με επιτυχία καθώς είχαν τη βοήθεια από άλλους παράγοντες εκτός εργοστασίου, όπως συνδικάτα, σχολεία, ΜΜΕ και την τοπική κοινωνία του Νεουκέν. Στην τελευταία απόφαση εκκένωσης, στις 3 Μαρτίου 2003, εμφανίστηκαν καραμπινιέροι της τοπικής αστυνομίας του Μπουένος Άιρες. Η εκκένωση αποτράπηκε καθώς 5.000 άτομα περικύκλωσαν το εργοστάσιο με τη βοήθεια του συνδικάτου των εκπαιδευτικών, των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζόμενων στον τομέα της υγείας.
Ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η συνεισφορά της τοπικής κοινότητας των ινδιάνων Mapuche, οι οποίοι παραχώρησαν τις πρώτες μέρες της κατάληψης τα λατομεία πηλού για να δουλέψουν οι εργαζόμενοι της Zanon. Σαν ανταπόδοση εκείνοι χρησιμοποίησαν στοιχεία από την παράδοση και τη φιλοσοφία των Mapuche στα πλακίδια που κατασκευάζουν, σε αντίθεση με την παλαιά ιδιοκτησία που κατασκεύαζε πλακάκια με αναφορά στη μεσαία και ανώτερη τάξη του δυτικού κόσμου.
Επίσης σημαντική ήταν η βοήθεια που προσέφεραν οι φυλακισμένοι της γειτονικής φυλακής του Νεουκέν, οι οποίοι προσέφεραν το φαγητό τριών ημερών όταν οι εργαζόμενοι είχαν στήσει σκηνές εκτός του εργοστασίου και έκαναν για μήνες περιφρούρηση, άνεργοι και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Σαν ανταπόδοση εκείνοι προσφέρθηκαν να κατασκευάσουν ένα χώρο υποδοχής για τους συγγενείς των φυλακισμένων και έναν συλλογικό λαχανόκηπο για την καλλιέργεια λαχανικών.
Όσον αφορά στην παραγωγή και τις θέσεις εργασίας στο FASINPAT, το 2002 δούλευαν 150 εργαζόμενοι και παράγονταν 15.000 m2 πλακίδια δαπέδου και τοίχου, ενώ το 2010 οι εργαζόμενοι είναι 437 και η παραγωγή αυξήθηκε σε 400.000 m2 πλακίδια δαπέδου και τοίχου. Από αυτήν την παραγωγή, 3.000 m2 πηγαίνουν σε βοήθεια των σχολείων, των νοσοκομείων και όσων άλλων τους υποστήριξαν από την κοινότητα του Νεουκέν.
Βασικό όργανο λήψης αποφάσεων είναι η μηνιαία γενική συνέλευση του εργοστασίου. Σε αυτήν αποφασίζονται όλα τα ζητήματα πολιτικής και παραγωγής και συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι με δικαίωμα ψήφου. Εκλέγονται 3 ανώτεροι, ανακλητοί, αντιπρόσωποι για τις αγορές, τις πωλήσεις και τη διαχείριση του εργοστασίου. Κάθε εβδομάδα γίνονται και συνελεύσεις ανά τομέα για να υπάρχει οριζόντια αντιπροσώπευση. Οι εργαζόμενοι που εκλέγονται για συντονιστές έχουν θητεία το πολύ 2 χρόνων και μετά από αυτή επιστρέφουν στα καθήκοντά τους. Με αυτό τον τρόπο αποφεύγονται φαινόμενα γραφειοκρατίας και όλο και περισσότεροι περνούν από τις διοικητικές θέσεις.
«Δεν είμαστε κάποιο ευτυχισμένο νησί. Ζούμε μέσα στον καπιταλισμό και αντιμετωπίζουμε αρκετά προβλήματα», τονίζουν χαρακτηριστικά. Ένα από τα προβλήματα είναι αυτό της εκπαίδευσης του προσωπικού, καθώς το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό δεν συμμετείχε στην κατάληψη. Για τη λύση του προβλήματος αυτού δόθηκε βοήθεια και συνεργασία από τα Κρατικά Πανεπιστήμια του Νεουκέν και του Μπουένος Άιρες. Οι σχολές των Οικονομικών και των Μηχανικών παρείχαν γνώση, εκπαίδευση και κάθε είδους βοήθεια στους συντονιστές του εργοστασίου.
Επίσης, καθώς οι πολιτικές του ΔΝΤ είχαν υποβαθμίσει και τη βασική δημόσια εκπαίδευση της Αργεντινής (το 50% του πληθυσμού δεν έχει τελειώσει το Λύκειο), έχει δημιουργηθεί εδώ και 2 χρόνια, με τη βοήθεια εκπαιδευτικών, σχολείο 2ης ευκαιρίας εντός της Zanon (60 άτομα δεν είχαν απολυτήριο Λυκείου και ορισμένοι ούτε Γυμνασίου).
Το 1998 η συνδικαλιστική επιτροπή του εργοστασίου απαγκιστρώθηκε από το γραφειοκρατικό συνδικάτο κεραμοποιίας. Το 2000 κατάφεραν να έχουν με το μέρος τους ολόκληρο το συνδικάτο του Νεουκέν, όπου συμμετέχουν 4 επιχειρήσεις που βρίσκονται υπό εργατικό έλεγχο. Δημιούργησαν ένα καταστατικό λειτουργίας των κατειλημμένων εργοστασίων με βασικές αρχές: όλες οι αποφάσεις να παίρνονται στις γενικές συνελεύσεις και η συνδικαλιστική θητεία να διαρκεί για 2 χρόνια, μόνο για 2 φορές, και μετά να επιστρέφουν στις εργασίες τους (οι πρώτοι συνδικαλιστές του 2002 έχουν ήδη επιστρέψει στα προηγούμενα καθήκοντά τους). Όλοι οι μισθοί να είναι ίσοι, ανεξάρτητα από τη θέση, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως οι βραδινές βάρδιες και οι θέσεις σε κλιβάνους. Ακόμα και η εκπροσώπηση των εργαζόμενων σε διάφορες διεθνείς εκδηλώσεις συμπαράστασης (όπως το 15Ο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας) αποφασίζεται στις συνελεύσεις, έπειτα από δηλώσεις επιθυμίας των εργαζομένων.
Ορισμένα λόγια των εργαζομένων της FASINPAT: «…Δεν μπορείς να ζεις ελεύθερος σε ένα μοναδικό εργοστάσιο γιατί παραμένεις μέρος της καπιταλιστικής αγοράς… Ζούμε στα περιθώρια του συστήματος, χρησιμοποιώντας τις νησίδες που μας προσφέρονται…Τίποτα δεν μας εγγυάται ότι η κοινωνία δε θα είναι πιο αυταρχική στο μέλλον… Η πράξη είναι που μετράει, η διαρκής διαδικασία μάθησης… Η διαρκής πρακτική άμεσης δημοκρατίας και δράσης… Ένα εργοστάσιο μπορεί να δουλέψει χωρίς αφεντικά, χωρίς εργαζόμενους όχι… Δεν είμαστε μόνοι, υπάρχουν και άλλοι στον κόσμο… Έχουμε όλοι δικαίωμα να ζούμε με αξιοπρέπεια…»
Forja San Martin
Cooperativa de Trabajo Forja San Martin
Παράγει: Σφυρήλατα ανταλλακτικά αυτοκινήτων
Το εργοστάσιο της Forja έκλεισε στις αρχές του 2000 καθώς η ιδιοκτησία του, στα πλαίσια της γενικευμένης κρίσης του μοντέλου παραγωγής, αδυνατούσε να ανταπεξέλθει στις οικονομικές της υποχρεώσεις. Προηγουμένως, ακολουθώντας την πολιτική της πλειοψηφίας των εργοδοτών, είχε προχωρήσει σε περικοπές μισθών και απολύσεις εργαζομένων, χωρίς αποζημιώσεις και με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση των κερδών και τη μικρότερη δυνατή ζημία από το κλείσιμο του εργοστασίου.
Δύο χρόνια αργότερα, ύστερα από πολλούς μήνες ανεργίας και ζώντας σε οριακά επίπεδα φτώχειας, οι πρώην εργαζόμενοι στη Forja αποφασίζουν ότι το εργοστάσιο μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ξανά. Προχωρούν σε κατάληψη του εργοστασίου στις 14 Νοεμβρίου 2002 και δημιουργούν μια cooperative, όπου συμμετέχουν 30 μέλη από τους απολυμένους εργαζόμενους.
Αρχικά δημιουργούν ένα σχέδιο επαναλειτουργίας του εργοστασίου και προσπαθούν να αποδείξουν, μέσω της δικαστικής οδού, ότι μπορούν να λειτουργήσουν το εργοστάσιο χωρίς της εργοδοσία. Πραγματοποιούν συνελεύσεις στις οποίες αποφασίζουν πώς θα πρέπει να γίνεται φύλαξη του εργοστασίου σε μόνιμη βάση. Στόχος τους είναι καταρχήν η προστασία του χώρου και η αποτροπή του αδειάσματός του. Οι μηχανές παραμένουν κλειστές μέχρι να κερδίσουν τη δικαστική μάχη και στο διάστημα αυτό φροντίζουν το χώρο του εργοστασίου, τις μηχανές, τις πρώτες ύλες στις αποθήκες και επιδιορθώνουν ότι είχε φθαρεί από το κλείσιμο και μετά. Η δικαστής Adela Fernandez δεν κάνει δεκτές τις προτάσεις τους εάν δεν σταματήσουν την κατάληψη και ισχυρίζεται πως «κανείς δεν κάνει προσφορά για ένα κατειλημμένο εργοστάσιο». Είναι αποφασισμένοι όμως να συνεχίσουν τον αγώνα τους και απευθύνονται στον πολιτικό κόσμο. Έχοντας ήδη αποφασίσει για μια σειρά από κατειλημμένα εργοστάσια η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία αποφασίζει πως το εργοστάσιο της Forja πρέπει να επαναλειτουργήσει υπό εργατικό έλεγχο.
Πλέον όλοι στη Forja εργάζονται πιο ευσυνείδητα από παλαιότερα που δούλευαν για τους εργοδότες. Κατά έναν τρόπο είναι όλοι διευθυντές για τα πάντα. Οι μισθοί είναι ίσοι για όλους και δεν υπάρχουν τεράστιες απολαβές για ορισμένους. Η συνέλευση της cooperativa της Forja συμμετέχει στο εθνικό κίνημα κατειλημμένων εργοστασίων και βρίσκεται σε συνεργασία με τις συνελεύσεις άλλων εργοστασίων για ανταλλαγή εμπειριών, αλλά και για έμπρακτη υποστήριξη.
2 de Diciembre / Coventry
Cooperativa de trabajo 2 de Diciembre / Coventry
Παράγει: Ψυγεία
Σήμερα η Cooperativa de trabajo 2 de Diciembre / Coventry απαριθμεί 60 μέλη, και πέρασε στα χέρια των εργαζομένων στις 2 Δεκεμβρίου 2002.
18 de Diciembre / Brukman
Cooperativa de trabajo 18 de Diciembre / Brukman
Παράγει: Ενδύματα, ραπτική και επιδιόρθωση
Η κλωστοϋφαντουργία Brukman, βρίσκεται στη συνοικία Once του Μπουένος Άιρες και πρόκειται για μια παραδοσιακή βιοτεχνία ενδυμάτων που καταλείφθηκε από τις 58 εργαζόμενες μοδίστρες που δούλευαν σε αυτή, στις 18 Δεκεμβρίου του 2001. Οι γυναίκες του Brukman έγιναν σύμβολο του αγώνα για μια νέα πολιτική στους χώρους εργασίας, υιοθετήθηκαν από τις Μητέρες της πλατείας του Μαΐου (αυτές που έχουν χάσει τα παιδιά τους την περίοδο της χούντας) και χαρακτηρίζονται ως φάρος ακτιβισμού, καθώς έγιναν παράδειγμα αντίστασης για τους εργαζόμενους.
Δίπλα στις ραπτομηχανές, τα σαββατοκύριακα πραγματοποιούν συνελεύσεις στις οποίες αποφασίζουν για την παραγωγή, τις πρώτες ύλες και τις πωλήσεις. «Για τις εργάτριες οι λογαριασμοί είναι εύκολο πράγμα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όχι για τα αφεντικά. Μισθοί, υλικά, λογαριασμοί: απλή πρόσθεση και αφαίρεση!!» λέει χαρακτηριστικά μία από τις εργαζόμενες στο Brukman.
Μέσα στα επόμενα δυο χρόνια έγιναν τρεις προσπάθειες εκκένωσης του εργοστασίου. Τις δύο πρώτες φορές, η κοινωνική αντίσταση και η αλληλεγγύη προς τους καταληψίες απέτρεψαν τις αστυνομικές επιθέσεις. Στην τρίτη προσπάθεια το εργοστάσιο εκκενώθηκε από τις δικαστικές αρχές στις 24 Νοέμβρη 2002 και μέσα σε 3 μέρες όλα τα κοινωνικά κινήματα έστειλαν αντιπροσώπους για να βοηθήσουν στην ανακατάληψη του εργοστασίου η, οποία και επετεύχθη ύστερα από σκληρές μάχες με τις αστυνομικές αρχές και άγρια καταστολή των 10.000 υποστηρικτών της κατάληψης.
Vieytes
Cooperativa de Trabajo Chelco Vieytes LTDA
Παράγει: Πρώτες ύλες για παγωτά και ζαχαροπλαστική
Η πρώτη recuperada πραγματοποιήθηκε στο Capital Federal, την πρωτεύουσα της Αργεντινής και το κέντρο της Gran Buenos Aires, ήταν η Cooperativa de Trabajo Vieytes, Ltda.. Γνωστή επίσης και με το όνομα της πρώην ιδιωτικής Ghelco, μιας εταιρείας ζαχαρωτών που παράγει γλυκά, κέικ και παγωτό.
Οι πρώην ιδιοκτήτες της Ghelco ανακοίνωσαν στους εργαζόμενους ότι το εργοστάσιο κλείνει και απέλυσαν ένα μεγάλο ποσοστό εργατών. Όπως η κρίση επιδεινώθηκε, προσέλαβαν νέους εργαζόμενους με χαμηλότερες αποδοχές. Όταν οι βετεράνοι εργαζόμενοι της Ghelco έμαθαν ότι το εργοστάσιο λειτουργούσε με νέες συνθήκες χαμηλού μισθού, 43 από τους παλιούς εργαζόμενους κατέλαβαν τα πεζοδρόμια γύρω από τον πρώην χώρο εργασίας τους, ώστε να εμποδίσουν την είσοδο των νέων εργαζομένων ή των ιδιοκτητών. Δύο μήνες αργότερα, οι ιδιοκτήτες και οι πιστωτές εγκατέλειψαν το εργοστάσιο, και τον Ιούλιο με δικαστική απόφαση κρίθηκε ότι το συνταγματικό δικαίωμα στην απασχόληση επιτρέπει στους εργαζόμενους να ξανανοίξουν το εργοστάσιο.
Στις 14 Ιουλίου 2002, οι 43 πρώην εργαζόμενοι της Ghelco αποτέλεσαν τη Cooperativa de Trabajo Vieytes, Ltda. που άρχισε την παραγωγή με ένα δάνειο 800 πέσος από την Union y Fuerza, μια recuperada από την επαρχία του Μπουένος Άιρες. Δεδομένης της ανάκτησης των δυνάμεων του εργοστασίου, 10 νέοι εργαζόμενοι έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο της συνεργασίας, καθώς η παραγωγή έχει αυξηθεί. Η Cooperativa Vieytes έχει πλέον πελάτες στην Ισπανία, τη Βραζιλία και την Ουρουγουάη, καθώς επίσης και στην Αργεντινή. Οι μισθοί έχουν αυξηθεί παράλληλα με την παραγωγή, και οι εργαζόμενοι κερδίζουν περισσότερα τώρα και λαμβάνουν περισσότερα οφέλη από ό, τι με την ιδιωτική εταιρεία.
Los Manzanares
Cooperativa de Trabajo Los Manzanares Limitada
Παράγει: Κομπόστες φρούτων – Ψυγεία
Η Cooperativa de Trabajo Los Manzanares Limitada αποτελείται από 40 εργαζόμενους στο πρώην FRUTICOLA BL S.A. που λόγω της πτώχευσης έκλεισε. Οι εργαζόμενοι, με υπευθυνότητα και σοβαρότητα, προετοίμασαν και υπέβαλαν ένα σχέδιο βιώσιμων επενδύσεων, παραγωγής και πωλήσεων, με βάση την εμπειρία των άλλων συνεταιρισμών και με σκοπό την υποστήριξη των οικογενειών τους που για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες τροφοδοτούσαν με εργατικό δυναμικό την επιχείρηση. Η Cooperativa de Trabajo Los Manzanares Limitada είναι εργοστάσιο συσκευασίας φρούτων και ψυγείων και βρίσκεται στην πόλη Contralmirante Cordero, στην επαρχία Black River.
Stefani
Cooperativa de Trabajo Stefani
Παράγει: κεραμικά και τούβλα
Το εργοστάσιο παραγωγής κεραμικών (ειδικότερα τούβλων) Stefani, βρίσκεται στην πόλη Cutral Co της επαρχίας του Neuquén και αποτελεί την τελευταία επανοικειοποίηση εργοστασίου έως σήμερα. Και σε αυτό το εργοστάσιο, όπως και στο FaSinPat, τα αφεντικά ακολούθησαν την ίδια μέθοδο. Έτσι λοιπόν, στις 28 Δεκεμβρίου του 2009, οι διευθυντές της εταιρείας εγκατέλειψαν το εργοστάσιο επικαλούμενοι μια οικονομική κρίση που ποτέ δεν έχει αποδειχθεί, παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις από τους 60 εργαζόμενους που εργάζονται εκεί να έχουν πρόσβαση στα λογιστικά βιβλία του εργοστασίου.
Από την πρώτη στιγμή, οι εργαζόμενοι του Stefani δήλωναν πως δε θα άφηναν το εργοστάσιο να μετατραπεί σε ένα άδειο υπόστεγο, σε μια μάντρα. Το Μάιο λοιπόν, το εργοστάσιο άρχισε να παράγει υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, ακολουθώντας το μονοπάτι της Zanon (νυν FaSinPat) και της Cerámica del Sur. Διοργανώνοντας συνελεύσεις που περιβάλλονται από εκατοντάδες εργάτες, γείτονες, φιλανθρωπικές οργανώσεις και τις 60 οικογένειες των εργατών, αποφασίζουν να ξεκινήσουν την παραγωγή κεραμικών που απαιτείται για τα σπίτια, τα σχολεία και τα νοσοκομεία, τόσο αναγκαία για τις χιλιάδες οικογένειες που είναι άστεγες.
Την Κυριακή 4 Ιουλίου η πόλη Cutral-Cο έζησε μια ξεχωριστή μέρα και φιλοξένησε ένα πολιτικό γεγονός μεγάλης σημασίας για τους εργαζομένους, αφού πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για να περάσει το εργοστάσιο κάτω από εργατικό έλεγχο. Οι 5.000 ψήφοι που συγκεντρώθηκαν μπορεί να είναι λίγες –καθώς χρειάζονταν το 50% του εκλογικού σώματος που θα σήμαινε 13.000 ψήφους–, εντούτοις ενδεικτικά αναφέρεται ότι το κυβερνόν κόμμα στην Cutral Co (Neuquén Concertación para la Victoria) στις τελευταίες εκλογές έλαβε μόνο 4.621 ψήφους. Δηλαδή, παρά τα εκατομμύρια που ξοδεύονται για την προεκλογική εκστρατεία και το υποχρεωτικό της ψήφου, έλαβαν λιγότερες ψήφους από ό,τι οι εργαζόμενοι στις εκλογές στο τελευταίο μη δεσμευτικό δημοψήφισμα για το Stefani.
Για τους εργαζόμενους ήταν μια μέρα που κορυφώθηκε με γιορτές και χαρά. Μετά από επτά μήνες αγώνα, ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς αλληλεγγύης με την τοπική κοινωνία. Η εκστρατεία για το ΝΑΙ κέρδισε την υποστήριξη σημαντικών τομέων της κοινωνίας του Neuquén, κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, σπουδαστές, καθηγητές, καλλιτέχνες και αθλητικές προσωπικότητες βρέθηκαν στο πλευρό των εργατών και των οικογενειών τους, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και σήμερα, 10 σχεδόν χρόνια μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2001, το αίσθημα αλληλεγγύης υπάρχει και ενισχύεται στην Αργεντινή, προωθώντας μια συλλογική κουλτούρα διεκδίκησης δικαιωμάτων, ξεκομμένη από την ατομικιστική λογική των εργασιακών σχέσεων του καπιταλιστικού οικονομικού μοντέλου.
Η δημιουργία νέων δεσμών, ιστορίες χωρίς τέλος
Έπειτα από τις 19 και 20 Δεκέμβρη του 2001, που σφραγίστηκαν με την «απόδραση» με ελικόπτερο και βεβαίως την ανατροπή του προέδρου Φερνάντο ντε λα Ρούα, έχουμε μία σύσφιξη των παραγωγικών δεσμών ανάμεσα σε κατειλημμένα εργοστάσια, piqueteros, αγρότες και συνελεύσεις. Ένα από τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι ότι αυτά τα κοινωνικά στρώματα και τα κινήματα έχουν την τάση να παράγουν την ίδια τους τη ζωή: ομάδες piqueteros καλλιεργούν τη γη, παράγουν ψωμί και άλλα αγαθά και άλλοι έχουν δημιουργήσει φάρμες με γουρούνια, κουνέλια και ιχθυοκαλλιέργειες. Από τη μεριά τους, αρκετές συνελεύσεις παράγουν ψωμί και άλλα τροφιμα, προιόντα καθαρισμού και καλλυντικά, ενώ συνεργάζονται και με τις ομάδες των «cartoneros».
Κάποιες συνελεύσεις επίσης, έχουν επιτελέσει ένα σημαντικό έργο, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ενδεικτικά όσον αφορά τους δρόμους που ακολουθούν για να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Στο BuenosAires λειτουργούν 67 συνελεύσεις. Περισσότερες από τις μισές συντονίζονται σε εδαφική βάση (territorialmente) και αυτοπροσδιορίζονται ως αυτόνομες. Ο τομέας αυτός καταβάλλει προσπάθειες για να προωθήσει το δίκαιο εμπόριο, και την αλληλέγγυα και την ενσυνείδητη κατανάλωση. Αλλά το εμπόριο προυποθέτει να έρθουν σε επαφή διαφορετικοί κοινωνικοί τομείς: αγροτικοί παραγωγοί, piqueteros, μέλη συνελεύσεων και εργάτες από κατειλημμένα εργοστάσια αρχίζουν να δημιουργούν δεσμούς που δεν σχετίζονται με την αγορά.
Για να το εκφράσουμε με έναν άλλο τρόπο, επανοικειοποιούνται τον αρχικό χαρακτήρα της αγοράς, σύμφωνα με την ανάλυση των Fernand Braudel και Immanuel Wallerstein: και για τους δύο αγορά σημαίνει διαφάνεια, μικρά κέρδη, ελεγχόμενο ανταγωνισμό, απελευθέρωση και συνιστά τον χώρο των «κοινών ανθρώπων». Οι πιο σημαντικές εμπειρίες είναι η εβδομαδιαία λαική αγορά στο Palermo του Buenos Aires, η εμπορική διάθεση του τσαγιού μάτε Titrayje και ο συνεταιρισμός La Asamblearia. Η λαϊκή αγορά του Palermo διεξάγεται 2 φορές την εβδομάδα και διαθέτει προιόντα προερχόμενα μόνο από συνελεύσεις, από ομάδες piqueteros και από κατειλημμένα εργοστάσια. (Ζιμπέκι Ραούλ, 2010).
Στον χάρτη που ακολουθεί γίνεται αυτή ακριβώς η προσπάθεια, μέσω δηλαδή της χωρικής αποτύπωσης ομάδων piqueteros, λαικών συνελεύσεων, κατειλημμένων επιχειρήσεων και λαικών αγορών αλληλέγγυας οικονομίας, να γίνει φανερή η σχέση και οι κοινωνικοί δεσμοί που αναπτύσσονται μεταξύ τους.
Μία γρήγορη ανασκόπηση των προαναφερθέντων παραδειγμάτων και της χωρικής τους αποτύπωσης με τον παρακάτω χάρτη, συμβάλλει στην αποκάλυψη μερικών από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του κινήματος: τις στενές, δηλαδή, σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων στις κατειλημμένες επιχειρήσεις, των κατοίκων που συμμετέχουν στις συνελεύσεις γειτονιάς και των ομάδων των piqueteros, οι οποίοι συνεργάζονται με ποικίλους τρόπους, οδηγώντας σε μια επέκταση των δικτύων τους πολύ μακρύτερα από τα όρια της περιοχής τους. Αυτό είναι λοιπόν και το εντελώς καινούριο γνώρισμα του κινήματος: το κίνημα αρχίζει να επικεντρώνεται εδαφικά και να αποκτά όλο και βαθύτερες ρίζες.
Για παράδειγμα, η διασύνδεση του κινήματος των κατελημμένων επιχειρήσεων με τις συνελεύσεις συνιστά απόδειξη για το ενδιαφέρον της κοινωνίας να συμμετέχει στη διαδικασία της διαχείρισης αυτών των επιχειρήσεων και, από την άλλη πλευρά, την τάση των εργαζομένων να ξεπεράσουν τις πύλες του εργοστασίου και να αισθανθούν μέρος του κοινωνικού κινήματος. Όπως ήδη αναφέρθηκε, η τάση αυτή εκδηλώνεται όταν τα εργοστάσια έχουν ανάγκη να προσλάβουν προσωπικό, οπότε και απευθύνονται στις ομάδες των ανέργων.
Βασιζόμενο σε όλα αυτά (τους αγώνες, την ανοικοδόμηση κοινωνικών σχέσεων και την τάση προς την εδαφική αποτύπωση), αυτό το πολύμορφο κίνημα έχει μετατρέψει την Αργεντινή σε ένα ζωντανό εργαστήρι αγώνα, ένα μέρος όπου εφευρίσκονται οι λαϊκές πολιτικές του μέλλοντος. Μπροστά στη φτώχεια και την οικονομική κατάρρευση, οι άνθρωποι βρήκαν το κουράγιο να συνεχίσουν να αντιστέκονται και αρκετή δημιουργικότητα ώστε να ξεκινήσουν να χτίζουν εναλλακτικές διεξόδους στις πόλεις τους, στις γειτονιές τους, ενάντια στην απόγνωση του καπιταλισμού. Τα παγκόσμια κινήματα μπορούν να μάθουν πολλά από αυτό το εργαστήρι. Είναι, με διάφορους τρόπους, συγκρίσιμο με τις κοινωνικές επαναστάσεις της Ισπανίας του 1936, της Γαλλίας του Μάη του 1968 και, πιο πρόσφατα, του νότιου Μεξικό με την εξέγερση του Ζαπατίστικου Στρατού για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN)· κοινωνικές εξεγέρσεις που ενέπνευσαν χιλιάδες ανθρώπους –τότε και τώρα– ανά τον κόσμο.
Η κατάσταση στην Αργεντινή εμπερικλείει πολλά στοιχεία των αντικαπιταλιστικών κινημάτων: την πρακτική της άμεσης δράσης, την αυτοδιαχείριση και την άμεση δημοκρατία, την πίστη στη δύναμη της διαφορετικότητας, της αποκέντρωσης και της αλληλεγγύης, τη σύγκλιση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, αλλά και την απόρριψη του κράτους, των πολυεθνικών εταιρειών και των διεθνών οργανισμών. Το πιο υπέροχο είναι ότι η μορφή της εξέγερσης που ξέσπασε, δεν ήταν κάτι που επινόησαν ή πρότειναν «επαγγελματίες» ακτιβιστές, ήταν κάτι που δημιουργήθηκε από συνηθισμένους ανθρώπους, από τη βάση, έχοντας ως αποτέλεσμα μια πραγματική λαϊκή ανταρσία που συμβαίνει καθημερινά με τη σύμπραξη ανθρώπων διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.
Το 2001 λοιπόν, ήταν για την Αργεντινή μια ιδιαίτερη χρονιά. Από τη μία πλευρά, η χώρα βίωνε μία από τις μεγαλύτερες οικονομικοπολιτικές κρίσεις με ανεξέλεγκτες κοινωνικές συνέπειες και, από την άλλη, ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας βρισκόταν καθημερινά σε πολύμορφες κινητοποιήσεις. Κάπου ανάμεσα στην απελπισία και την επιβίωση, προέκυψαν νέες συλλογικές μορφές δράσης, δεσμοί αλληλεγγύης, συνεργασίας και συντροφικότητας, ξεχασμένες εδώ και χρόνια από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δύσκολοι αλλά και ενδιαφέροντες καιροί, όπως σωστά τους ανέλυαν τότε. Οι συνελεύσεις γειτονιάς, οι οργανώσεις ανέργων, το κίνημα των κατειλημμένων εργοστασίων και οι δεσμοί αλληλέγγυας οικονομίας, που αναπτύσσονται μέχρι και σήμερα, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα της εποχής του πολυσυζητημένου συνθήματος «Να φύγουν όλοι, να μη μείνει κανείς!».
Δεν μπορεί να αποκρυφτεί ότι μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον Κίρσνερ το 2003, οι διαδηλώσεις απομαζικοποιήθηκαν, οι συλλογικότητες διασπάστηκαν και συρρικώθηκαν και η κατεστημένη πολιτική τάξη βρήκε τη χαμένη της τιμή. Από την άποψη, λοιπόν, της μαζικοποίησης μπορούμε να μιλάμε για ήττα, από την άποψη όμως της οργάνωσης και των νέων συλλογικών ταυτοτήτων, το στοίχημα παραμένει ανοιχτό. Γεγονός είναι επίσης, ότι όλα αυτά τα χρόνια το «παλιό» αναμετρήθηκε με το «καινούριο», δημιούργησε κοινωνικές ευκαιρίες αλλά και επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τον φόβο της υποκειμενικότητας μπροστά στο άγνωστο και της πολιτικής μπροστά στο κενό.
1. η βιομηχανία ενδυμάτων Brukman στο Buenos Aires είναι ένα από τα πιο γνωστά καλειλημμένα εργοστάσια στην Αργεντινή
2. Απόσπασμα από κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Indymedia Θεσσαλονίκης.
3. Τα στοιχεία στηρίζονται στο άρθρο του Αργεντινού ακαδημαϊκού Guido Galafassi “Κοινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή”, Democracy & Nature, Νοέμβριος 2003
4. Διακήρυξη Αρχών του Εθνικού Δικτύου Ομάδων Trueque.
βιβλιογραφικές αναφορές
Ζιμπέκι Ραούλ, Αυτονομίες και χειραφετήσεις, Η λατινική Αμερική σε κίνηση, Αλάνα, Αθήνα 2010.
Ζιμπέκι Ραούλ, περιοδικό Αλάνα, Αλληλεγγύη – Αντίσταση – Αξιοπρέπεια … στις Αμερικές των κινημάτων, τεύχος 12, Ιούνιος 2010.
Αλάνα (Αλληλεγγύη – Αντίσταση – Αξιοπρέπεια … στις Αμερικές των κινημάτων), περιοδική έκδοση «Εργοστάσιο Χωρίς Αφεντικά FaSinPat, πρώην Zanon», Αθήνα, 2010.
Τ. Φωτόπουλος, «Περιεκτική Δημοκρατία» («Καστανιώτης», 1999)
G. Galafassi «Κοινωνικά κινήματα, συγκρούσεις και η προοπτική της Περιεκτικής Δημοκρατίας στην Αργεντινή», Democracy & Nature, Νοέμβριος 2003
IPS – Inter Press Service and IFEJ – International Federation of Environmental Journalists, for the Alliance of Communicators for Sustainable Development (www.complusalliance.org)
Jorje Luis Bermudez, εργαζόμενος στη Zanon, άτυπη συνέντευξη στις 9 Ιουλίου 2010.
Jorje Luis Bermudez, εργαζόμενος στη Zanon, ομιλία στις 10 Ιουλίου 2010, στο 15οΑντιρατσιστικό Φεστιβάλ της Αθήνας.
Jose Luis Coraggio and Maria Sol Arroyo, «A path to the social economy in Argentina: worker takeovers of bankrupt companies», στο Ash Amin (ed.) The Social economy. International perspectives on economic solidarity, Zed books, 2009.
R. Lindsay, «Venezuela’s slum army takes over», The Observer, 10/8/03.
Τ. Fotopoulos, «Transitional Strategies and the Inclusive Democracy Project», Democracy & Nature (Μάρτιος 2002).
Σήματα Καπνού [1]. Δελτίο αντιπληροφόρησης για την άλλη Αμερική. Τεύχος 11. Φεβρουάριος 2002.
Ez. Adamovsky, «Pots, Pans and Popular Power: the neighborhood assemblies a Buenos Aires», Αργεντινή, 2002.
ντοκιμαντέρ
«Ζanon» ντοκιμαντέρ από την ομάδα Αk Kraak, Γερμανία, 2003.
«The Τake» ντοκιμαντέρ από τον Avi Lewis και τη Naomi Klein, Καναδάς, 2004.
«Memoria del saqueo» ντοκιμαντέρ από τον Pino Solanas, Αργεντινή, 2004.
«La dignidad de los nadies» ντοκιμαντέρ από τον Pino Solanas, Αργεντινή, 2005.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδή πιστεύουμε στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση, διατηρούμε το δικαίωμά του να μην αναρτούνται σχόλια που είναι υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα των αρθρογράφων ή έχουν σκοπό την διαφήμιση και την προβολή προϊόντων.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε Ελληνικά και όχι greeklish ακόμα κι αν "φοβάστε" για την ορθογραφία σας.