Χρειάζεται ο τόπος μια κυβέρνηση της Αριστεράς;
του Αλέξη Ξιφαρά
Το σύνθημα «κυβέρνηση της αριστεράς»
Το παρόν βιβλίο αποτελεί μια συλλογή άρθρων και μελετών, με τα οποία οι συγγραφείς τους, ακτιβιστές, επιστήμονες και πολιτικοί, όλοι προερχόμενοι από το πολιτικό ρεύμα της αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ανένταχτοι), προσπαθούν να εξετάσουν, όλοι από τη δική τους σκοπιά, ένα ευρύ φάσμα πτυχών και προβλημάτων της σημερινής πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας και να προτείνουν τη δική τους στρατηγική για την έξοδο της χώρας μας από τη δίνη της κρίσης.
Τα περισσότερα άρθρα του ανθολογίου αυτού προσφέρουν στον αναγνώστη πολύτιμες πληροφορίες, ιστορικού αλλά και πολιτικού περιεχομένου, σκιαγραφώντας τις διαφορετικές προσεγγίζεις των συγγραφέων σε μείζονα πολιτικά ζητήματα της συγκυρίας.
Συνεπώς συμβάλλουν στην έναρξη ενός πολιτικού διαλόγου άκρως χρειαζούμενο στην Ελλάδα...
των μνημονίων, του ευρω-μονόδρομου και των success stories.
των μνημονίων, του ευρω-μονόδρομου και των success stories.
Υπάρχουν, όμως, και πολλά προβλήματα στη παρούσα συλλογή κειμένων. Και τα προβλήματα αυτά ξεκινούν ήδη απ’ το εξώφυλλο, δηλαδή από τον ίδιο το τίτλο του βιβλίου, «Κυβέρνηση της Αριστεράς».
Το εύλογο ερώτημα, λοιπόν, που ακολουθεί και σχηματίζεται στο μυαλό κάθε κριτικά σκεπτόμενου αναγνώστη είναι το εξής : «τι σημαίνει αριστερά για τον συντάκτη κάθε άρθρου ;»
Στο ερώτημα αυτό απαντάνε, όχι πάντα με σαφή τρόπο, μερικοί (και όχι όλοι) από τους αρθρογράφους του βιβλίου. Οι υπόλοιποι απλά θεωρούν ως δεδομένες τις έννοιες αριστερά και «κυβέρνηση της Αριστεράς» και τοποθετούνται, με βάση αυτές, σε επιμέρους (και πολύ σοβαρά κατά τα άλλα) θέματα, όπως το περιβάλλον (Ζέρβας), τη παιδεία (Φωτίου), την εξωτερική πολιτική (Δούρου), τη παραγωγική ανασυγκρότηση (Σακοράφα) και τα αίτια της οικονομικής κρίσης (Βατικιώτης).
O Γιάννης Δραγασάκης είναι ο πρώτος, με βάση τη σειρά που ακολουθεί το ανθολόγιο, που καταπιάνεται με την έννοια της Αριστεράς και αναφέρει τα εξής:
«Η Αριστερά καλείται να επαν-οριοθετηθεί, σ’ έναν άξονα κοινωνικό-κεντρικό, και όχι κρατικο-κεντρικό ή ιδιωτικό-κεντρικό. Και κυρίως καλείται να δώσει και να κερδίσει μάχες στο πεδίο των ιδεών και των αξιών, νικώντας στα πεδία αυτά το νεοφιλελευθερισμό, ως προϋπόθεση για τη δική της ηγεμονία.» [1]
Στο ίδιο υποκεφάλαιο (Για την Αριστερά, τον αντικαπιταλισμό και το σοσιαλισμό του 21ουαιώνα) επίσης εκθέτει τις απόψεις του για την ανάγκη επαναθεμελίωσης του νοήματος του σοσιαλισμού ώστε αυτός να προσαρμοστεί στις ανάγκες του 21ου αιώνα, ενσωματώνοντας παράλληλα και τις κριτικές του παρελθόντος. Επιπρόσθετα επισημαίνει την επίδραση που είχε ο κεϋνσιανισμός στον αντικαπιταλισμό του 20ου αιώνα και προτείνει έναν αντικαπιταλισμό που δεν θα περιορίζεται στο δίλλημα «κράτος ή αγορά». [2]
Συνεπώς ο Γ. Δραγασάκης χωρίς να δίνει έναν συγκεκριμένο ορισμό, εμμέσως ταυτίζει την αριστερά με τον αντικαπιταλισμό και το σοσιαλισμό (ή τουλάχιστον καταδεικνύει ισχυρές ιστορικές σχέσεις και συνδέσεις μεταξύ των τριών), ενώ παράλληλα προσπαθεί να νοηματοδοτήσει διαφορετικά τις παραπάνω έννοιες ώστε να καταστούν κατάλληλες και χρήσιμες για το παρόν και το μέλλον των κοινωνικών αγώνων.
Ο Παναγιώτης Σωτήρης με τη σειρά του όσον αφορά στην αριστερά αναφέρει τα εξής :
«Προφανώς και το αίτημα μιας αριστερής πολιτικής δεν περιορίζεται μόνο στη νομισματική πολιτική. Η πρόκληση είναι μια σειρά από τομές οι οποίες να συγκροτούν, ήδη από τώρα, ταυτόχρονα την απάντηση στη μνημονιακή καταστροφή αλλά και την εκκίνηση μιας πρωτότυπης διαδικασίας σοσιαλιστικού μετασχηματισμού…Επομένως, θα ήταν επικίνδυνη μια λογική που θα διαχώριζε την ανασυγκρότηση και το μετασχηματισμό, όπως κάνουν ρεύματα της Αριστεράς που θεωρούν ότι προτάσσουν την άμεση σωτηρία από το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Δεν υπάρχει ταξικά ουδέτερη «κοινωνική σωτηρία», και εάν η Αριστερά εγκλωβιστεί σε μια τέτοια λογική, αυτό μπορεί να είναι η βασιλική οδός της ενσωμάτωσης και της ηγεμόνευσης από την αστική πολιτική.» [3]
Συνεπώς γι’ αυτόν η αριστερά είναι το πολιτικό ρεύμα που έχει ως πολικό του αστέρα τον σοσιαλισμό.
Οι Τόλιος-Κεφαλής παίρνουν τη σκυτάλη και παρουσιάζουν με μεγαλύτερη σαφήνεια τόσο την έννοια της αριστεράς, όσο και το πώς βλέπουν οι ίδιοι τη σύνθεση μιας «κυβέρνησης της αριστεράς». Γράφουν, λοιπόν, τα εξής, για την αριστερά :
«Στις σημερινές συνθήκες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού η εναλλακτική πολιτική της Αριστεράς για έξοδο από την κρίση δεν μπορεί να γίνει απλώς με όρους υπέρβασης και αντιμετώπισης των βαθύτερων αιτιών των κρίσεων. Τίθεται έτσι εκ των πραγμάτων το ζήτημα προσδιορισμού των αναγκαίων ριζοσπαστικών αλλαγών στις κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις και τους θεσμούς, που στις σύγχρονες συνθήκες ανοίγουν το δρόμο υπέρβασης τους και μετάβασης στο σοσιαλισμό.» [4]
Για τη «κυβέρνηση της Αριστεράς», δε, αναφέρουν τα εξής :
«… για να είναι ικανή να εκπληρώσει αυτόν τον ρόλο [της εφαρμογής ενός ριζοσπαστικού προγράμματος] η κυβέρνηση της Αριστεράς, θα πρέπει να περιλαμβάνει στις γραμμές της σχετικά ομοιογενείς και συμβατές δυνάμεις, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αριστερούς ρεφορμιστές, κ.ο.κ.» [5]
Κατά συνέπεια, παρά τον λεκτικό πληθωρισμό που διαπνέει τους Τόλιο-Κεφαλή σε αρκετά σημεία του κειμένου, η θέση των τελευταίων γίνεται κατανοητή και προβλέπει για τη μεν αριστερά ότι είναι το κοινωνικοπολιτικό ρεύμα που στοχεύει στη σοσιαλιστική μετάβαση και για τη δε «κυβέρνηση της Αριστεράς» ότι θα αποτελείται από ένα μέτωπο αριστερών οργανώσεων που θα πρέπει να διατηρεί μια ομοιογένεια και μια «καθαρότητα» ώστε να διασφαλίσει η ριζοσπαστικότητά της.
Πριν σχολιάσουμε την ανάλυση του Δημήτρη Μπελαντή, η οποία έχει μια ξεχωριστή σημασία, πρέπει με βάση τις απόψεις που εκτέθηκαν παραπάνω να δώσουμε απάντηση στο αρχικό ερώτημα, «τι είναι η αριστερά για το κάθε συγγραφέα». Η απάντηση είναι προφανής και εξάγεται αβίαστα από τα παραπάνω. Αριστερά για τους συγγραφείς είναι μια πολιτική έννοια στενά συνυφασμένη, αν όχι και ευθυγραμμισμένη, με τον σοσιαλισμό, ως διακριτό σύστημα κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης της κοινωνίας.
Μέχρι τώρα όλα υπέροχα. Τίποτα μεμπτό.
Άρα η «κυβέρνηση της Αριστεράς», ακολουθώντας τη λογική των συγγραφέων, θα πρέπει να είναι η κυβέρνηση που θα κηρύξει τη σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα. Σωστά ; Λάθος. Αυτό λένε, τουλάχιστον, οι ίδιοι συγγραφείς του εν λόγω τόμου με τις συγκεκριμένες προτάσεις τους, που ακολουθούν, στην ανάλυση τους, μετά την γενική διακήρυξη αρχών και στόχων.
Συγκεκριμένα ο Γ. Δραγασάκης παραθέτει τους στόχους που θα πρέπει να τεθούν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης από μια μελλοντική «κυβέρνηση της Αριστεράς» με πυρήνα της τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί είναι :
1. διαγραφή μέρους του συσσωρευμένου χρέους,
2. ρήτρα ανάπτυξης για την εξυπηρέτηση του υπολοίπου,
3. αναστολή κάθε πληρωμής όσο η οικονομία είναι σε ύφεση ή σε μη διατηρήσιμη ανάκαμψη,
4. χρηματοδότηση της ανάκαμψης και της ανασυγκρότησης με ένα ειδικό χρηματοδοτικό πρόγραμμα.
Και προσθέτει αμέσως παρακάτω :
«Λόγω της εκχώρησης κρίσιμων εργαλείων πολιτικής στο ευρωσύστημα και λόγω της εξάρτησης της χρηματοδότησης της οικονομίας από αυτό, επίδικο είναι όχι μόνον οι όροι ρύθμισης του συσσωρευμένου χρέους αλλά και οι όροι χρηματοδότησης της οικονομίας και οι όροι ανάπτυξης της γενικότερα, και, τελικά η θέση της στον ευρωπαϊκό καταμερισμό της εργασίας.» [6]
Μάλιστα. Προς το παρόν, και για λόγους ευκολίας, παραλείπουμε και δεν σχολιάζουμε αναλυτικώς το παράλογο της άποψης Δραγάσακη για την ένταξη των όρων χρηματοδότησης, πέραν του «κουρέματος του χρέους», στη στρατηγική της διαπραγμάτευσης με τους ευρωπαίους εταίρους μας, μιας άποψης που απηχεί, ουσιαστικά, την ψευδαίσθηση που τρέφει ο ίδιος, αλλά και ολόκληρη η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, για τα αποτελέσματα μιας προσπάθειας μεταρρύθμισης, μέσω διαπραγμάτευσης, της ίδιας της δομής του ευρωσυστήματος.
Μένουμε στο σύνθημα της «κυβέρνησης της Αριστεράς». Μήπως, λοιπόν, αυτά που πρότεινε ο Γ. Δραγασάκης είναι μέτρα που εισάγουν την χώρα μας σε μια σοσιαλιστικού τύπου οικονομία ή τουλάχιστον προετοιμάζουν το έδαφος για το πέρασμα στον σοσιαλισμό. Φυσικά και όχι.
Ο ίδιος ο Δραγασάκης προκειμένου να διαλύσει κάθε αμφιβολία για το ποιοι πρέπει να είναι οι άμεσοι και επείγοντες στόχοι μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς» αναφέρει, σε άλλο σημείο της μελέτης του, ότι :
«μια κυβέρνηση με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει από την αρχή της θητείας της να δείξει απτά αποτελέσματα και με ένα σοκ ανακούφισης του κόσμου, ιδίως αυτού που υφίσταται την ανθρωπιστική κρίση, αλλά και ένα σοκ μεταρρυθμίσεων και αλλαγών που να δημιουργούν μια νέα πολιτική κουλτούρα να επαναφέρουν την εμπιστοσύνη προς την πολιτική, τη δημοκρατία και τις δυνάμεις της ίδιας της κοινωνίας να κάνει συλλογικά σχέδια, να οικοδομεί συναινέσεις, να συνάπτει κοινωνικά συμβόλαια με αμοιβαίες υποχρεώσεις και δικαιώματα» [7]
Προς τι, λοιπόν, το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» που έχει καταστεί η κορωνίδα της εκλογικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ ; Με δεδομένο, δηλαδή, τον ορισμό που μας έδωσε παραπάνω ο ίδιος ο Δραγασάκης σχετικά με την έννοια της αριστεράς σήμερα, γεννιέται το εξής ερώτημα :
Γιατί να ονομάσουμε «Αριστερή» μια κυβέρνηση που δεν έχει σκοπό να μας οδηγήσει στον σοσιαλισμό ;
Βέβαια ο Γ. Δραγασάκης είναι παλαιό και έμπειρο στέλεχος της αριστεράς και προσπάθησε να αποφύγει αυτή την παγίδα της αναντιστοιχίας αριστεράς και «κυβέρνησης της Αριστεράς» με τη προσπάθεια αλλαγής του περιεχομένου της έννοιας της αριστεράς και του σοσιαλισμού ώστε να μπορέσει πιο χαλαρά αργότερα να υπερασπιστεί το πρόταγμα για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Για να αποφύγεις, όμως, τελικά τη δημιουργία μιας νέας παγίδας πρέπει να είσαι συγκεκριμένος. Κάτι το όποιο δεν είναι ο κ. Δραγασάκης. Είναι εύκολα αντιληπτό από τον καθένα που διάβασε τα σχετικά με τον ορισμό της αριστεράς αποσπάσματα ότι δεν δίνεται ένας συγκεκριμένος και σαφής ορισμός. Μόνο διαπιστώσεις και διακήρυξη προθέσεων, όπως«η Αριστερά καλείται να επανα-οριοθετηθεί», «απαιτείται νέα νοηματοδότηση για τον σοσιαλισμό» κτλ.
Ακόμη και έτσι να είναι, όμως, γιατί να παίζουμε με τις λέξεις, ενώ ο λαός μας γίνεται θύμα καθημερινής παραπληροφόρησης και έχει κουραστεί με τον νυχθημερόν βομβαρδισμό από παντού με άπειρους όρους και δυσνόητες έννοιες.
Πιστεύει στα αλήθεια ο κ. Δραγασάκης ότι ο απλός, ο κανονικός κόσμος μπορεί να αντέξει ακόμη μια ορολογία που διακρίνει τον παραδοσιακό σοσιαλισμό από τον σοσιαλισμό του 21ουαιώνα που προτείνει ο ίδιος ; Έχει κάποια αξία η εμμονή στον επαναπροσδιορισμό του σοσιαλισμού σε μια εποχή «ανθρωπιστικής κρίσης», όπως ο ίδιος πολύ σωστά χαρακτηρίζει την σημερινή συγκυρία ;
Το ίδιο ισχύει και για τους άλλους συγγραφείς.
Οι Τόλιος-Κεφαλής, είναι πολύ πιο ξεκάθαροι και συγκεκριμένοι από τον Γ. Δραγασάκη, καθώς αντιλαμβάνονται το σοσιαλισμό ως ένα σύστημα κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και ανταλλαγής στο οποίο δεν κυριαρχεί το κέρδος ως αυτοσκοπός, αλλά σε πρώτο πλάνο μπαίνει η ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, μέσω του κρατικού σχεδιασμού και της ρύθμισης των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης. Εκεί, όμως, που έγκειται το πρόβλημα της ανάλυσης των Τόλιου-Κεφαλή είναι στο ότι «βαφτίζουν» το μεταβατικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, που σύμφωνα με τους ίδιους οφείλει να τηρήσει η «κυβέρνηση της Αριστεράς», ως τη «μεταβατική μορφή των σχέσεων σχεδίου-αγοράς», δηλαδή ως το σχέδιο μετάβασης από τον καπιταλισμό στις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής και ανταλλαγής. [8]
Δηλαδή κατά τους Τόλιο-Κεφαλή το μεταβατικό πρόγραμμα παραγωγικής ανασυγκρότησης, έστω και όπως το προτείνουν οι ίδιοι [9], με βασικούς άξονες την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και εξόφληση του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης, έχει αριστερό πρόσημο. Από που και ως που η Εθνική Ανεξαρτησία όπως αυτή εκφράζεται σήμερα με την επιστροφή σε Εθνικό Κρατικό Νόμισμα ώστε ο λαός μας να απαλλαγεί από τα δεσμά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να ελέγχει πρωτογενώς την οικονομία του, είναι πρόταγμα της αριστεράς ; Είναι το τρίπτυχο Εθνική Ανεξαρτησία-Λαϊκή Κυριαρχία-Κοινωνική Απελευθέρωση περιουσιακό στοιχείο της αριστεράς ή αφορά και εκφράζει τις βαθύτερες προσδοκίες και επιθυμίες ολόκληρου του λαού στη κρίσιμη περίοδο που διανύει ; Ξέχασαν τα στελέχη και οι αγωνιστές της λεγόμενης αριστεράς, που πρωτοστατούσαν τα προηγούμενα χρόνια σε αμέτρητους κοινωνικούς αγώνες, τόσο εύκολα την εποποιία του ΕΑΜ ;
Περνάμε τώρα στον Δημήτρη Μπελαντή που περιγράφει και αυτός την έννοια της «κυβέρνησης της Αριστεράς» όπως την αντιλαμβάνεται ο ίδιος. Η ιδιαίτερη αξία της μελέτης του, όμως, έγκειται όχι στον ορισμό της αριστεράς που σε τελική ανάλυση δεν διαφέρει από αυτούς των προηγουμένων, αλλά στην αντίφαση ουσιαστικά που προκύπτει μεταξύ από τη μία των συμπερασμάτων του αρχικού τμήματος της μελέτης του για τη «κατάσταση εξαίρεσης» στην ελληνική διακυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα για το «κράτος έκτακτης ανάγκης» και την δικτατορία της εκτελεστικής εξουσίας και από την άλλη των πολιτικών συμπερασμάτων στα οποία καταλήγει, που περιορίζονται από την κομματική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, και τα οποία ουσιαστικά αναιρούν όλη την προηγούμενη του προσπάθεια.
Συγκεκριμένα για την «κυβέρνηση της Αριστεράς» αναφέρει τα εξής :
«Ως κυβέρνηση της Αριστεράς θα μπορούσε κατ’ αρχήν να κατανοηθεί ένα πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς στην Ελλάδα, π.χ η συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες αριστερές δυνάμεις, όπως, επίσης, και με δυνάμεις της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας, οι οποίες έχουν αποσπαστεί νωρίτερα ή αργότερα από το μνημονιακό στρατόπεδο. Όμως, η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς δεν είναι απλώς, μια μαθηματική αθροιστική πράξη, όπως ορισμένες φορές επιχειρηματολογείται (π.χ το άθροισμα των παραπάνω πολιτικών δυνάμεων και μάλιστα ανεξαρτήτως της δυνατότητας αυτού του αθροίσματος). Προϋποθέτει μια πολλαπλασιαστική άλγεβρα και όχι μια απλή αριθμητική των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της Αριστεράς.»
Για να συμπληρώσει τη θέση του, ώστε αυτή να γίνει περισσότερο κατανοητή, ο Δ. Μπελαντής συνεχίζει ως εξής :
«Αν δεν είχε προτείνει αυτή τη στρατηγική συμπόρευση στη βάση του αντιμνημονιακού προγράμματος (το Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς στη βάση αλλά και στην κορυφή), σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση.»
Μάλιστα ο Δ. Μπελαντής είναι και εξαιρετικά απόλυτος, σ’ ότι έχει να κάνει με τις υποχρεώσεις των υπόλοιπων «αριστερών» που θα στελεχώσουν μια ενδεχόμενη «αριστερή συμμαχία», όταν γράφει :
« Άρα κάθε αριστερή συμμαχία με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, προκείμενου να υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς, να μείνει σε αυτό το προγραμματικό πλαίσιο [καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, κατάργηση των μνημονίων, αμφισβήτηση του μεγάλου-συντριπτικού τμήματος ή και όλου του χρέους και, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, μονομερής παύση πληρωμών, αποκατάσταση του δημοσίου χαρακτήρα των ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, κοινωνικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων και κοινωνικοποίηση των τραπεζών] και να μην το μεταβάλει. Καμία ουσιαστική αυξομείωση αυτού του προγράμματος δεν μπορεί να αντιστοιχεί στην κυβέρνηση της Αριστεράς.»
Στη συνέχεια γράφει τα εξής :
« Η παραίτηση από την επίκληση της ενότητας της Αριστεράς εκ μέρους ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και των άλλων αριστερών δυνάμεων καθώς και από το αίτημα για τη συγκρότηση της κυβέρνησης της Αριστεράς αναπόφευκτα θα γείρει την πλάστιγγα συμβολικά αλλά και πραγματικά υπέρ εναλλακτικών κυβερνητικών λύσεων, με τη συμμετοχή ή με κάποια συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Θα σημάνει, δηλαδή, την παγίωση μιας ήδη υπαρκτής διαδικασίας συντηρητικής μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ.»
Ποιες θα είναι οι εναλλακτικές κυβερνητικές λύσεις κατά τον Δ. Μπελαντή ; Δύο. Το πρώτο ενδεχόμενο θα ήταν μια «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας» μαζί με αστικές αντι-μνημονιακές δυνάμεις όπως οι ΑΝΕΛ ή με πρώην μνημονιακές και στο μέλλον ξανά αντι-μνημονιακές δυνάμεις όπως η ΔΗΜΑΡ. Το δεύτερο σενάριο είναι μια «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», είτε για την αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, είτε για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αυτές οι κυβερνήσεις κατά τον Μπελαντή θα «επιτείν[ουν] τη δυστυχία και την ωμή εκμετάλλευση και κοινωνική καταστροφή των εργατικών και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και θα αναπαράγ[ουν] την κυριαρχία της τρόικας και του κεφαλαίου.»
Οπότε λογική συνέπεια των όσων έχει προαναφέρει είναι αυτό που αναφέρει προς το τέλος του αντίστοιχου υποκεφαλαίου της μελέτης του :
« Η απεύθυνση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στις ηγεσίες, αλλά και στη βάση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μικρότερων οργανώσεων της άκρας Αριστεράς, αποτελεί την αναγκαία βάση για την κυβέρνηση της Αριστεράς και δεν έχει στατικό αλλά δυναμικό χαρακτήρα. Δεν στέκεται στη σημερινή στάση, συσχετισμό και τοποθέτηση των ηγεσιών αυτών των δυνάμεων, αλλά εμπλέκεται στην αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό τους και στη σύγκλιση των γραμμών που επιζητούν την ενότητα της Αριστεράς.» [10]
Κάνοντας μια μικρή ανακεφαλαίωση των απόψεων του Δ. Μπελαντή σχετικά με την αριστερά και την κυβέρνηση της, καταλαβαίνουμε ότι αριστερά για τον ίδιο είναι ένα ευρύτερο κοινωνικό ρεύμα που εκφράζεται στη χώρα μας πολιτικά από τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις της «άκρας Αριστεράς».
Συμπερασματικά, λοιπόν, η μελέτη του Δ. Μπελαντή, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ειδικά στο πρώτο της μέρος, καθώς χρησιμοποιεί τα θεωρητικά συμπεράσματα των έργων του Agamben[11], του Rossiter [12], του Schmitt [13] και του Πουλαντζά [14] για να αναλύσει το «κράτος έκτακτης ανάγκης» στην Ελλάδα και την «κοινοβουλευτική δικτατορία» που μας έχει επιβληθεί και μέσω της οποίας οι ντόπιοι και ξένοι δυνάστες μας αφαιμάζουν. Δυστυχώς, όπως έγινε φανερό και με την παράθεση των παραπάνω αποσπασμάτων, οι θέσεις που αναπτύσσει ο Μπελαντής στο υποκεφάλαιο “Η έννοια της κυβέρνησης της Αριστεράς” έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το αρχικό σκέλος της μελέτης για το «κράτος έκτακτης ανάγκης» στην Ελλάδα και την «κοινοβουλευτική δικτατορία» των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου.
Γιατί πώς να το κάνουμε. Δεν μπορείς από τη μία, και δικαίως, να συμπεραίνεις ότι στην Ελλάδα έχουμε δικτατορία της εκτελεστικής εξουσίας και από την άλλη να επαγγέλλεσαι μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» ως τη μοναδική επιλογή που έχει αυτός ο λαός για να απαλλαγεί από τον τύρρανο. Δηλαδή πρέπει πρώτα να γίνει αριστερός κάποιος για να εκφράσει την επιθυμία του για τη Λευτεριά ; Αν είναι δεξιός, δηλαδή, αποκλείεται εξ’ ορισμού από τη συλλογική προσπάθεια που απαιτείται για την ανατροπή του μαύρου μετώπου και την απελευθέρωση της χώρας του από τον ντόπιο δικτάτορα και τον ξένο κατακτητή ; Ή μήπως μόνο οι αριστεροί έχουν δικαίωμα στον αγώνα για την προσωπική ελευθερία και την Εθνική Ανεξαρτησία ;
Αντιλαμβάνεται ο Δ. Μπελαντής ότι όταν ένα πολιτικό ρεύμα, στη προκειμένη η αριστερά, αξιώνει την μονοπωλιακή ανάληψη του αγώνα ενάντια σε μια δικτατορία, τότε αυτόματα εξομοιώνει ιδεολογικά όλους τους δεξιούς, συλλήβδην, με τους φασίστες, δηλαδή με τους αντιπάλους ;
Αν δεν έχεις εμπιστοσύνη σ’ ένα σύμμαχό σου, τότε αυτό σημαίνει ότι έχεις βάσιμες (ή μη, δεν έχει σημασία) υποψίες ότι αυτός θα περάσει με τη μεριά του αντιπάλου. Αν αυτό το παράδειγμα μεταφερθεί στο επίπεδο του αγώνα, όπως ο σημερινός, που οριοθετείται από τα στρατόπεδα της δημοκρατίας από τη μία και από την άλλη της δικτατορίας και του φασισμού, τότε η έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στον δεξιό ισοδυναμεί στην ουσία με την άρνηση εκ μέρους του αριστερού της αναγνώρισης στον δεξιό του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού, δηλαδή του δικαιώματος του δεξιού να είναι πατριώτης και δημοκράτης και ταυτόχρονα να πιστεύει σ’ ένα καπιταλισμό μ’ ένα ανθρώπινο πρόσωπο ή στο ότι ο καπιταλισμός είναι ένα δίκαιο σύστημα κοινωνικής παραγωγής και ως εκ τούτου αποτελεί τον τελικό ιστορικό ορίζοντα του ανθρώπινου πολιτισμού.
Ποιος άραγε έδωσε αυτό το δικαίωμα αποκλεισμού στους αριστερούς ; Μήπως η μονοπώληση του αγώνα ενάντια στο δικτατορικό καθεστώς από τους αριστερούς, ενώ αυτός θα έπρεπε να αφορά και να ενσωματώνει ευρύτερα στρώματα ολόκληρης της κοινωνίας, ανεξαρτήτως πολιτικής και κομματικής ταυτότητας, είναι μια επαναφορά της δικτατορίας από την πίσω πόρτα ;
Τα παραπάνω ερωτήματα δεν θίγονται από κανέναν από τους αρθογράφους της έκδοσης, ούτε καν από τον Δ. Μπελαντή που στο άρθρο του καταλήγει σε μια αλήθεια που λίγα τμήματα της Αριστεράς έχουν αποδεχτεί ή ακόμη και εντοπίσει, δηλαδή το ότι είμαστε υπό καθεστώς «κοινοβουλευτικής δικτατορίας».
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι δεν χρειάζεται, γιατί το σλόγκαν «κυβέρνησης της Αριστεράς» δεν στέκει ούτε ιστορικά. Ακόμη και αν παραλείψουμε, δηλαδή, τα παραπάνω ερωτήματα, η ιστορία έχει δείξει ότι ένα πρόταγμα που καθορίζει εκ των προτέρων τις δυνάμεις που θα συμμετέχουν σε μια μελλοντική κυβέρνηση - στη περίπτωση μας αυτό μεταφράζεται ως κυβέρνηση των αριστερών - αφορούσε μόνο τη κυβέρνηση της Γαλλίας το 1981.
Καμία άλλη προοδευτική ή ακόμη και επαναστατική κυβέρνηση στην ιστορία δεν έχει χρησιμοποιήσει αυτό το σύνθημα. Ο Λένιν το 1905 μιλούσε για «δημοκρατική κυβέρνηση» [15], ενώ το 1917 ζητούσε να μεταφερθεί «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» και το κράτος μετά το 1922 ονομάστηκε ΕΣΣΔ. Ο Μάο, όρισε ως πρώτη κυβέρνηση της Λ.Δ της Κίνας, το 1949, τη κυβέρνηση της «Νέας Δημοκρατίας». [16] Δεν έκαναν καμία νύξη, συνεπώς, για αριστερά, για «κυβέρνηση της Αριστεράς» ή κάτι παρόμοιο.
Μια προοδευτική κυβέρνηση, λοιπόν, ιστορικά έχει φανεί ότι παίρνει το όνομα της όχι από το με ποιες δυνάμεις επιθυμεί η πρώτη εκλογική δύναμη (στη προκειμένη μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ) να συγκυβερνήσει, αλλά από τους προγραμματικούς στόχους που θέτει και επί των οποίων άλλες δυνάμεις δέχονται να συμμαχήσουν ή όχι.
Με άλλα λόγια τα συγκεκριμένα καθήκοντα που καλείται να υλοποιήσει ονοματίζουν μια κυβέρνηση σε περίοδο κρίσης και όχι σλόγκαν, όπως το «κυβέρνηση της Αριστεράς», που το πολύ- πολύ να σου δώσουν μια εκλογική ώθηση (και αυτή σε άλλες συγκυρίες), ενώ είναι τελείως ακατάλληλα και διχαστικά για μια κυβέρνηση που πρέπει ως πρώτιστο στόχο της να έχει την ενότητα του λαού μας κάτω από το λάβαρο της εθνικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας, ώστε να παλέψει οργανωμένα και με όλες του τις δυνάμεις για να ολοκληρώσει το όραμα του ’21 για μια ελεύθερη Ελλάδα, χωρίς ντόπιους «κοτζαμπάσηδες» και ξένους επικυρίαρχους.
Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, έχοντας υπόψη μας αφενός ότι στους κόλπους της Αριστεράς σήμερα, πέραν των ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ και των εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων (ΕΕΚ, ΜΛ-ΚΚΕ, ΚΚΕ-μλ κ.ο.κ) εντάσσονται επιπλέον η «υπεύθυνη» Αριστερά του Κουβέλη, όπως και προσφάτως αντι-μνημονιακά κεντροαριστερά ρεύματα που αποσχίστηκαν από το παλιό ΠΑΣΟΚ, και αφετέρου ότι καμία κυβέρνηση του παρελθόντος σε περίοδο βαθιάς κρίσης δεν επικαλούνταν συνθήματα για την ενότητα και την κυβέρνηση ενός μόνο ιδεολογικού ρεύματος, αντιλαμβανόμαστε ότι το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς» αρχίζει να αποκτά ένα μυστικιστικό ή καλύτερα ένα μεταφυσικό περιεχόμενο, με αποτέλεσμα κανείς να μην ξέρει τι ακριβώς σημαίνει, ούτε και που αποσκοπεί.
ΤΑ ΛΑΪΚΆ ΜΈΤΩΠΑ
Το δεύτερο μεγάλο πρόβλημα της έκδοσης αντανακλά την ίδια την αδυναμία πολλών στελεχών της αριστεράς να αντιληφθούν την ιστορική προσφορά των Λαϊκών Μετώπων στους λαϊκούς αγώνες ενάντια στο φασισμό και τη σημασία που έχει για το λαό μας μια ανάλογη τακτική σήμερα.
Ιδού πως τοποθετούνται για το θέμα οι Τόλιος και Κεφαλής :
«Η εμπειρία των Λαϊκών Μετώπων στο Μεσοπόλεμο, ιδιαίτερα στην Ισπανία, όπου σχηματίστηκε το 1936, μετά το πραξικόπημα του Φράνκο, μια κυβέρνηση που περιλάμβανε όχι μόνο αριστερές και σοσιαλιστικές αλλά και φιλελευθεροαστικές δυνάμεις, δείχνει ότι μια τέτοια κυβέρνηση δεν έχει την ομοιογένεια για να εφαρμόσει ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα και να κάμψει την αντίσταση της αντίδρασης…Η αναβολή ή αποφυγή αυτού του ξεκαθαρίσματος στο όνομα του υποτιθέμενου δυσμενούς συσχετισμού και μιας επίπλαστης ενότητας που δεν προωθούσε τους ιστορικούς σκοπούς, αποτέλεσαν θεμελιώδη αιτία αποτυχίας των εγχειρημάτων του Μεσοπολέμου.» [17]
Αξίζει να παραθέσουμε επίσης τη τοποθέτηση του Θανάση Καμπαγιάννη για το θέμα των Λαϊκών Μετώπων :
«Η στρατηγική αυτή [των Λαϊκών Μετώπων] σήμανε την κατάπνιξη της αντικαπιταλιστικής δυναμικής των εργατικών κινημάτων, για να μην αποξενωθούν οι «δημοκράτες» αστοί σύμμαχοι.»
Και αμέσως πιο κάτω :
«η νέα στρατηγική σήμανε την κατασπατάληση κάθε επαναστατικής ευκαιρίας, τόσο της δεκαετίας του 1930 με κορυφαία παραδείγματα την Ισπανία και τη Γαλλία, όσο και της δεκαετίας του 1940 με επίκεντρο τα κινήματα της Αντίστασης και του φασισμού.» [18]
Συνεπώς η κριτική των συγγραφέων επικεντρώνεται στις εμπειρίες των Λαϊκών Μετώπων στη Γαλλία και στην Ισπανία και με βάση αυτές τάσσονται υπέρ μιας «ομοιογενούς», ταξικά καθαρής «κυβέρνησης της Αριστεράς», ώστε αυτή να είναι αρκετά «ριζοσπαστική» για να εφαρμόσει ένα φιλολαϊκό προοδευτικό πρόγραμμα και ταυτόχρονα να ενθαρρύνει όλες τις «αντι-καπιταλιστικές δυναμικές» του εργατικού κινήματος.
Το να περιορίζουμε, όμως, τη λογική και τη τακτική του Λαϊκού Μετώπου στις προσπάθειες εφαρμογής του στη Γαλλία και στην Ισπανία αποτελεί μέγιστο λάθος των συγγραφέων της παρούσας έκδοσης αλλά και γενικότερα των στελεχών της αριστεράς. Λάθος που δείχνει όχι μόνο ελλιπή κατανόηση του θέματος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις και σκόπιμη αλλοίωση των ιστορικών γεγονότων ώστε να προωθηθεί η εναλλακτική πολιτική πρόταση που στη προκειμένη εκφράζεται μέσω του προτάγματος για τη «κυβέρνηση της Αριστεράς».
Το Λαϊκό Μέτωπο, πριν ακόμη οριστεί σαφώς και αναγνωριστεί επισήμως ως τακτική από τα κομμουνιστικά κυρίως κόμματα, εφαρμόστηκε στην πράξη για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1921 με τους Arditi del Popolo. Οι Arditi (γενναίοι) δημιουργήθηκαν στις 12 Ιούνη του 1917 από τον στρατηγό Καπέλο και το συνταγματάρχη Μπάσι της Δεύτερης Στρατιάς μέσα στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως επίλεκτα στρατιωτικά σώματα εθελοντών με σκοπό να προκαλούν ρήγματα μέσα στις γραμμές του στρατού του αντιπάλου. Οι Arditiαποτέλεσαν το πρόπλασμα του κινήματος που αργότερα θα ονομαζόταν Arditi del Popolo (Οι γενναίοι του λαού).
Οι Arditi del Popolo, λοιπόν, σχηματίστηκαν, έχοντας ως ραχοκοκαλιά πολλά από τα παραρτήματα του παρηκμασμένου πια Προλεταριακού Συνδέσμου, το 1921. Δημιουργήθηκαν με άλλα λόγια γιατί, ενώ ο φασισμός δυνάμωνε και έδειχνε τα δόντια του με φονικές επιθέσεις σε διάφορες πόλεις της χώρας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας (PSI) με τον ένοπλο βραχίονά του, τον Προλεταρικό Σύνδεσμο, είχαν πλήρως απορροφηθεί από τις εσωκομματικές κόντρες τους, την υπογραφή συμφωνιών ειρήνης με τους φασίστες και την αναποφασιστικότητα που χαρακτηρίζει διαχρονικά τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με αποτέλεσμα να είναι τελείως ανίκανο να οργανώσει και να εκφράσει τις ζωτικές και επείγουσες ανάγκες του λαϊκού κινήματος που ήθελε να σωθεί από την απόλυτη βαρβαρότητα του φασισμού.
Ποιοι αποτελούσαν τους Arditi del Popolo (ADP) ; Οι ADP είχαν μέλη από όλο το πολιτικό φάσμα. Από Κομμουνιστές και αναρχικούς μέχρι Ρεπουμπλικάνους και Καθολικούς. [19] Ποιοι ήταν οι στόχοι τους ; Ένας. Να σταματήσουν την φασιστική επέλαση πάση θυσία, ακόμη και με τη βία αν ήταν απαραίτητο. [20] Είχαν επιτυχίες ; Ναι. Στην πόλη Σαρτσάνα, στη Ρώμη (κατά τη διάρκεια του συνεδρίου που έκανε κόμμα τους φασίστες) και στη Πάρμα οι ADP (χωρίς τη βοήθεια του Σοσιαλιστικού – PSI, ούτε το Κομμουνιστικού κόμματος - PCI) τσάκισαν τις φασιστικές ορδές και τους έδιωξαν από τις πόλεις και τις γειτονιές τους. [21] Για να αντιληφθούμε του τι αντιμετώπισαν οι φασίστες όταν δέχτηκαν την επίθεση των Arditi delPopolo πρέπει να διαβάσουμε την ακόλουθη περιγραφή που δίνει ένας από τους ηγέτες των φασιστικών ομάδων στις μάχες που πραγματοποιήθηκαν στη Σαρτσάνα:
«ο φασισμός δεν περίμενε ότι θα αντιμετώπιζε ανθρώπους προετοιμασμένους να αμυνθούν…Οι συμμορίες τους ήταν συνηθισμένες να νικούν τον εχθρό, που σχεδόν πάντα τρέπονταν σε φυγή ή αντιδρούσε αδύναμα. Δεν ήξεραν, και επομένως ήταν ανίκανοι να αντιμετωπίσουν κάτι διαφορετικό.» [22]
Εντέλει οι Arditi del Popolo, παρά τις επιτυχίες τους και τη προοπτική που επιδείκνυαν ως το μόνο ικανό κίνημα να ενώσει τον Ιταλικό λαό και να γονατίσει τους φασίστες, απομονώθηκε πλήρως από το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό κόμμα. Αξίζει να αναφερθούμε σε μερικά γεγονότα ώστε να γίνουν από τους αναγνώστες οι απαραίτητες συγκρίσεις με τη σημερινή πολιτική κατάσταση στη χώρα μας. Οι ομοιότητες είναι τρομακτικές…
Το μεν Κομμουνιστικό κόμμα, υπό την ηγεσία του Αμαντέο Μπορντίγκα ο οποίος ήθελε ένα κόμμα των puri e duri (των καθαρών και σκληροπυρηνικών), έγραφε για τους Arditi στις εφημερίδες του :
«Οι ADP έχουν ως σκοπό την οργάνωση της αντίστασης του προλεταριάτου ενάντια στις ακραίες αγριότητες του φασισμού, με στόχο την αποκατάσταση της «τάξης και ομαλότητας στην κοινωνική ζωή». Ο σκοπός των Κομμουνιστών είναι πολύ διαφορετικός : θέλουν να καθοδηγήσουν την προλεταριακή πάλη μέχρι την επαναστατική νίκη…Οι κομμουνιστές επομένως δεν μπορούν και δεν πρέπει να συμμετέχουν σε δραστηριότητες που οργανώνονται από άλλα κόμματα ή εμφανίζονται με αφορμή οποιοδήποτε συμβάν έξω από το κόμμα» [23]
Το δε Σοσιαλιστικό κόμμα, υπό τον Τουράτι, ενώ βίωνε την ακραία μορφή αυτοκτονικών αυταπατών υπογράφοντας σύμφωνα ειρήνης με τον Μουσολίνι, αντιμετώπιζε άκρως εχθρικά, ίσως και ειρωνικά, τους ADP και αυτό αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στην παρακάτω περιγραφή του Πιέτρο Νέννι :
«Μάλλον οι Arditi del Popolo έχουν αυταπάτες όταν νομίζουν ότι μπορούν να αντικρούσουν ένα ένοπλο κίνημα της αντίδρασης, που βρίσκεται υπό την προστασία και καθοδήγηση του κράτους…τα παλούκια και τα ρόπαλα των Arditi del Popolo δεν μπορούν να νικήσουν τα πολυβόλα, τα κανόνια κα τα αεροπλάνα του αστυνομικού κράτους.» [24]
Μήπως ο ακραίος και βλακώδης σεχταρισμός της «Αριστεράς» της Ιταλίας του 1921-1922, ακόμη και υπό την οξύτατη απειλή του ανερχόμενου Μουσολίνι, μας θυμίζει τα σημερινά κόμματα ; Αναγνωρίζουν ή όχι οι συγγραφείς της παρούσας έκδοσης για την «κυβέρνηση της Αριστεράς» ότι το Λαϊκό Μέτωπο των Arditi παρότι πολιτικά και ταξικά ετερόκλητο, είχε και τη δύναμη αλλά και την προοπτική να νικήσει τον φασισμό, όπως αυτός εκφραζόταν ιστορικά τη δεδομένη εποχή με τον Μουσολίνι ;
Οι Τόλιος-Κεφαλής όπως είδαμε παραπάνω επικαλέστηκαν και τοποθετήθηκαν αρνητικά απέναντι στα Λαϊκά Μέτωπα της Γαλλίας και της Ισπανίας. Ο Καμπαγιάννης, όμως, έκανε ένα βήμα παραπέρα και κατέκρινε και τα αντίστοιχα μέτωπα της Αντίστασης. Για την Γαλλία και την Ισπανία, όντως τα γεγονότα επιτρέπουν μια αμφίσημη ανάγνωση. Για την Αντίσταση, όμως, τα γεγονότα κραυγάζουν υπέρ της αξίας της τακτικής του Λαϊκού Μετώπου. Το μέγιστο και πιο λαμπρό παράδειγμα Λαϊκού Μετώπου στην Αντίσταση ήταν το ΕΑΜ.
Για το ΕΑΜ δεν χρειάζεται να κάνουμε μια εκτενή παράθεση ιστορικών στοιχείων. Αρκεί η αναφορά του γνωστού Βρετανού πράκτορα και ιστορικού Chris Woodhouse, ο οποίος έβλεπε το ΕΑΜ από τη μεριά του αντιπάλου χωρίς εξωραϊσμούς και υπερβολές :
«Έχοντας [το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ] αποκτήσει τον έλεγχο όλης σχεδόν της χώρας, αν εξαιρέσουμε τους κυριότερους συγκοινωνιακούς κόμβους που χρησιμοποιούσαν οι Γερμανοί, είχε δημιουργήσει πράγματα που δεν είχε γνωρίσει ποτέ άλλοτε η Ελλάδα. Οι επικοινωνίες στις ορεινές περιοχές με τον ασύρματο, με αγγελιαφόρους, με τηλέφωνα, ποτέ δεν ήταν τόσο άρτιες είτε πριν είτε μετά. Ακόμα και αυτοκινητόδρομοι είχαν βελτιωθεί και χρησιμοποιούνταν απ’ το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Οι τηλεπικοινωνίες τους, που περιλάμβαναν και ασυρμάτους, εκτείνονταν ως την Κρήτη και ως τη Σάμο, όπου δρούσαν κιόλας αντάρτες. Τα δώρα του τεχνικού και πνευματικού πολιτισμού είχαν βρει το δρόμο τους προς τα βουνά για πρώτη φορά. Σχολεία, αυτοδιοίκηση, δικαστήρια, δημόσιες υπηρεσίες, που είχαν κλείσει με τον πόλεμο, λειτουργούσαν και πάλι. Θέατρα, εργοστάσια, τοπικά κοινοβούλια, λειτουργούσαν για πρώτη φορά. Οργανώθηκε κοινοτική ζωή, στη θέση της πατροπαράδοτης ατομιστικής ζωής του Έλληνα αγρότη. Το παιδί του στρατολογήθηκε στην ΕΠΟΝ το κοτέτσι του εφοδίαζε την ΕΑ, το καΐκι του επιτάχθηκε στο ΕΛΑΝ. Στην αρχή, το έργο του Κοινού Αρχηγείου ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό διοικητικού χαρακτήρα, κάτι ανάμεσα στις στρατιωτικές και στις πολιτικές δραστηριότητες. Ένα μέρος απ' αυτό πλησίαζε επικίνδυνα το νομοθετικό έργο. Ακολουθούμενο από απόσταση από τις μικρότερες Οργανώσεις, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κρατούσε το προβάδισμα σε κάτι που οι κυβερνήσεις της Ελλάδας είχαν παραμελήσει : στη δημιουργία οργανωμένου κράτους στις ορεινές περιοχές.» [25]
Ιδού τι πρόσφερε, λοιπόν, το Λαϊκό Μέτωπο, το ΕΑΜ, που αγκάλιαζε στις γραμμές του από αναρχικούς και κομμουνιστές έως φιλοβασιλικούς, στον αντιστασιακό αγώνα των Ελλήνων έναντι των εγχώριων δωσίλογων και των ξένων υπερδυνάμεων κατά τη περίοδο της κατοχής. Είναι πραγματικά αδιανόητο, λοιπόν, να μην αναγνωρίζεις το ΕΑΜ ή να μην το αναφέρεις ως την ύψιστη απόδειξη έμπρακτης επιτυχίας της έννοιας του Λαϊκού Μετώπου στην Αντίσταση ενάντια στον φασίστα κατακτητή.
Ακόμη, όμως, και για τα όντως αμφιλεγόμενα ιστορικά παραδείγματα των Λαϊκών Μετώπων στην Ισπανία και στην Γαλλία το διάστημα 1936-1937 τα οποία συγκέντρωσαν τα πυρά των συγγραφέων, υπάρχουν τόσα θετικά συμπεράσματα που δεν μας επιτρέπουν επ’ ουδενί να απορρίψουμε μηχανιστικά και εκ των προτέρων την τακτική του Λαϊκού Μετώπου, ειδικά όταν αυτή προτείνεται σε περιόδους γενικευμένης οικονομικής κρίσης, όπου ο φασισμός είτε ανελίσσεται ταχέως, είτε, όπως στη δική μας περίπτωση, κυβερνά ήδη στη χώρα.
Η διαδικασία δημιουργίας κυβερνήσεων Λαϊκού Μετώπου εκτυλίχτηκε παράλληλα σε διάφορες χώρες (Ισπανία, Ελλάδα, ΗΠΑ κ.α.), αλλά το επίκεντρό της σύμφωνα με ορισμένους συγγραφείς ήταν η Γαλλία. Κατά συνέπεια εκεί θα εστιάσουμε.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 η αριστερά στη Γαλλία θεωρούνταν, από τη κοινωνία, ότι αποτελούνταν από τρία κόμματα, το Ριζοσπαστικό Σοσιαλιστικό κόμμα, το Σοσιαλιστικό κόμμα και το Κομμουνιστικό κόμμα. Τα τρία αυτά κόμματα σχημάτισαν το Μάιο του 1936 τη κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου.
Από τα τρία αυτά κόμματα της αριστεράς, το πιο συντηρητικό ήταν το Ριζοσπαστικό Σοσιαλιστικό κόμμα, το οποίο ούτε ριζοσπαστικό, ούτε και σοσιαλιστικό ήταν. [26] Η τραγική ειρωνεία είναι η εξής : Από τα τρία κόμματα που συναποτελούσαν το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, μόνο στελέχη του Ριζοσπαστικού Σοσιαλιστικού κόμματος επαγγέλλονταν την «ενότητα της Αριστεράς» !!! [27] Με άλλα λόγια μόνο το φιλελευθεροδημοκρατικό κόμμα των μικροαστών (των classes moyennes) διατεινόταν υπέρ της μετωπικής συμπόρευσης των αριστερών κομμάτων. Το παραπάνω γεγονός από μόνο του είναι μια καλή πρώτη απάντηση στους σημερινούς «συνεπείς» σοσιαλιστές που είναι θιασώτες του συνθήματος «κυβέρνηση της αριστεράς» και της τακτικής της «ενότητας της αριστεράς».
Οι κατακτήσεις του Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία αποτυπώνονται κυρίως στη συμφωνία της Ματινιόν. Με τη συμφωνία αυτή θεσμοθετήθηκαν το 40ωρο εργασίας την εβδομάδα (8ωρο την ημέρα και αργία το Σαβ/κο), οι πληρωμένες διακοπές των εργαζομένων και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Δυστυχώς τις κατακτήσεις αυτές ο εργαζόμενος λαός της Γαλλίας δεν μπόρεσε να τις υπερασπιστεί από την αντεπίθεση των εργοδοτών.
Το Λαϊκό Μέτωπο, είναι αλήθεια, άφησε εκτεθειμένους του εργαζομένους στις απαιτήσεις των εργοστασιαρχών (Renault, Citroen, κτλ). [28] Και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οδήγησαν στην αδυναμία αυτή του Λαϊκού Μετώπου ήταν η ασυμφωνία που επικρατούσε μέσα στις γραμμές της κυβέρνησης μεταξύ των Ριζοσπαστών από τη μία και των Σοσιαλιστών και των Κομμουνιστών από την άλλη. Οφειλόταν επίσης στην ψευδαίσθηση ότι οι κατακτήσεις της συμφωνίας της Ματινιόν ήταν αποτέλεσμα διαπραγμάτευσης μεταξύ ίσων και όχι συνέπεια της υποταγής των εργοδοτών απέναντι στην ασφυκτική πίεση των εργαζομένων.
Αυτά, μαζί με την ουδέτερη στάση απέναντι στην Δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας κατά τον εμφύλιο εναντίον του Φράνκο, ήταν τα μεγαλύτερα λάθη του Λαϊκού Μετώπου, στα οποία επικεντρώνονται οι ιστορικοί και τα στελέχη της αριστεράς από το 1936 μέχρι σήμερα. Δυστυχώς δεν ήταν τα μοναδικά. Στα λάθη του Λαϊκού Μετώπου συμπεριλαμβάνονται επίσης η ημι-εθνικοποίηση της τράπεζας της Γαλλίας, το γεγονός ότι δεν δημιουργήθηκαν επιτροπές του Λαϊκού Μετώπου στις γειτονιές ώστε να ενισχυθεί η αντίσταση των εργατών, η προσωπική αναποφασιστικότητα του πρωθυπουργού Λέον Μπλουμ κ.α. Παρά τη ρητορική, τα συνθήματα και τους λόγους του Daladier (επιφανούς στελέχους των Ριζοσπαστών και υπέρμαχου του Λαϊκού Μετώπου), ο οποίος μέσω αυτών στοχοποιούσε τις 200 οικογένειες που λυμαίνονταν τη Τράπεζα της Γαλλίας, η κεντρική τράπεζα δεν εθνικοποιήθηκε ποτέ πλήρως. [29] Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί ο πληθωρισμός και να μειωθεί για πρώτη φορά από τη κρίση του 1929 το πραγματικό εισόδημα των Γάλλων. [30]
Όσον αφορά για τις τοπικές και υπερκομματικές επιτροπές του Λαϊκού Μετώπου, ο Δημητρόφ στην περίφημη εισήγηση του στο 7ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχε τονίσει τα εξής εν είδει προειδοποίησης απέναντι στο ενδεχόμενο εκφυλισμού του αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία :
«[Η εργατική τάξη στη Γαλλία βρίσκεται μπροστά στο καθήκον, μεταξύ άλλων της]οργανωτική[ς] σταθεροποίηση[ς] του αντιφασιστικού κινήματος και [της] διεύρυνση[ς] του Λαϊκού Μετώπου με τη δημιουργία μαζικών αιρετών υπερκομματικών οργάνων, που η επιρροή τους να αγκαλιάζει πιο πλατιές μάζες απ’ ότι τα σημερινά Κόμματα στη Γαλλία και οι οργανώσεις των εργαζομένων. » [31] Δυστυχώς οι πολιτικοί συσχετισμοί και οι κομματικές αγκυλώσεις δεν επέτρεψαν την υλοποίηση των προτάσεων της Κομιντέρν και του Δημητρόφ, οι οποίες ενδεχομένως να είχαν παγιώσει την κυριαρχία των εργατών.
Τέλος ο Λέον Μπλουμ έπρεπε να εκμεταλλευτεί την κολοσσιαία δυναμική του λαϊκού κινήματος που επέβαλλε την δημιουργία του Λαϊκού Μετώπου, ώστε να επιβληθεί στα συντηρητικά τμήματα των Ριζοσπαστών Σοσιαλιστών που προσπαθούσαν να περιορίσουν την επαναστατική ορμή των εξεγερμένων μέσα στο υπάρχον πολιτικό-κοινωνικό πλαίσιο δράσης. Ήταν πραγματική υποκρισία από μέρους του [Μπλούμ] να επικαλείται συνεχώς σε κάθε κρίσιμη καμπή των απεργιακών κυμάτων και του επαναστατικού αναβρασμού το σεβασμό απέναντι στη προγραμματική συμφωνία του Λαϊκού Μετώπου, όταν η ίδια η συμφωνία της Ματινιόν δεν προβλεπόταν από το πρόγραμμα που υπέγραψαν τα κόμματα για να ενταχθούν στο Λαϊκό Μέτωπο.
Παρά τα λάθη του, όμως, θα ήταν λάθος να μην δούμε και τι κατάφερε το Λαϊκό Μέτωπο. Κατ’ αρχάς ποτέ το Λαϊκό Μέτωπο ως τακτική δεν προοριζόταν να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Ο κύριος στόχος του Λαϊκού Μετώπου ήταν να ανακόψει την άνοδο του φασισμού. Εξ ου και ο προσδιορισμός «αντιφασιστικό» που χρησιμοποιούσε πάντα ο Δημητρόφ όταν αναφερόταν στο Λαϊκό Μέτωπο. [32]
Και αυτόν τον στόχο τον εκπλήρωσε το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία, με το να διαλύσει τις φασιστικές λίγκες που τρομοκρατούσαν τον λαό. Έχει μεγάλη σημασία να θυμόμαστε ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν καταλύθηκε από τον εσωτερικό εχθρό, όπως στη Γερμανία και στην Ιταλία, αλλά από εξωτερική επέμβαση και δη των Γερμανών το 1940.
Επίσης είναι ζωτικής σημασίας να γνωρίζουμε πως έβλεπαν το Λαϊκό Μέτωπο οι άρχουσες τάξεις της Γαλλίας τη περίοδο 1936-1938. Να δούμε, δηλαδή, τις κατακτήσεις και την προοπτική του Λαϊκού Μετώπου από τη σκοπιά των αντιπάλων. Ο P. Waline ενθυμούμενος την ημέρα κατάληψης του εργοστασίου του τον Ιούνιο του 1936 έλεγε τα εξής:
«Θεωρώ αυτή τη μέρα ως τη πιο δυστυχισμένη μέρα της ζωής μου»
O La Pelerin τον Ιούλιο του 1936 έλεγε τα εξής:
«Ο ουρανός ήταν μαύρος στη Γαλλία στη διάρκεια αυτού του μήνα, του Ιουνίου»
O J. Caillaux με τη σειρά του:
«Αυτό το αποκρουστικό καλοκαίρι» [33]
Οι αντιδράσεις αυτές δείχνουν με έναν ξεκάθαρο τρόπο τον βαθύτατο φόβο που ένιωθαν τα μέλη της άρχουσας τάξης στη Γαλλία μπροστά στην επέλαση ενός εργατικού και λαϊκού κινήματος που ξεκίνησε την πορεία του μετά την κατάληψη της εξουσίας από τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου τον Ιούνιο του 1936. Και αυτό το τελευταίο έχει σημασία. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το τσουνάμι των απεργιών και των καταλήψεων των χώρων δουλειάς δεν συνόδευσε τυχαία την πρώτη εκλογική επιτυχία του Λαϊκού Μετώπου τον Μάιο του 1936. Οι εργάτες με την άνοδο του Λαϊκού Μετώπου στην εξουσία ένιωσαν ότι αυτή η πολιτική αλλαγή καθιστούσε δυνατή την οποιαδήποτε απόπειρα αντίδρασης από μέρους τους ενάντια στην ίδια την έννοια της εργασίας υπό καθεστώς τευλορισμού. [34] Μια πολιτική αλλαγή και νίκη που δεν θα ήταν εφικτή αν τα κόμματα κατέβαιναν ξεχωριστά στις εκλογές. [35] Άρα το κίνημα στήριξε αλλά και στηρίχθηκε από το εγχείρημα και τον συνασπισμό του Λαϊκού Μετώπου.
Συνεπώς γεννιέται το ακόλουθο ερώτημα απευθυνόμενο κυρίως στους συγγραφείς του βιβλίου για την κυβέρνηση της αριστεράς που σπεύδουν, μετά από μια άκρως επιφανειακή ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων, να διαχωρίσουν (αντι-διαλεκτικά) το εργατικό κίνημα στη Γαλλία από την κυβέρνηση του Ιουνίου του 1936 : Θα υπήρχε εργατικό κίνημα στη Γαλλία κατά τη περίοδο 1936-38 χωρίς την κατάληψη της εξουσίας από τον συνασπισμό του Λαϊκού Μετώπου ; Ή μήπως θα προτιμούσαν την άνοδο του φασισμού στην εξουσία, από την σπίλωση της ταξικά καθαρής επανάστασης που ονειρεύονται ; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα προφανώς είναι όχι καθώς τα γεγονότα και δη τα ιστορικά είναι πεισματάρικα πράγματα. Εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και όταν τα αγνοείς. Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα δεν έχει δοθεί ακόμη… Πάντως το μόνο σίγουρο είναι ότι θα επηρεάσει καθοριστικά τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα.
ΤΙ ΑΚΡΙΒΏΣ ΧΡΕΙΆΖΕΤΑΙ Ο ΤΌΠΟΣ
Ο λαός μας διανύει μια από τις χειρότερες και πιο επικίνδυνες περιόδους της ιστορίας του. Το ιστορικό καθήκον του, λοιπόν, αποκρυσταλλώνεται ως το μέγιστο δίλλημα της συγκυρίας : Ή ενωμένος θα κρατήσει ψηλά το λάβαρο της εθνικής επανάστασης ενάντια σε εσωτερικούς δυνάστες και εξωτερικούς αποικιοκράτες, ή διασπασμένος από το βάρος της ιδεολογίας και του κοινωνικού αυτοματισμού θα εξοντωθεί και θα περάσει στην ιστορία όπως τόσοι και τόσοι λαοί και έθνη στο παρελθόν.
Ο ελληνικός λαός, όμως, παρά τις ιστορικά κληρονομημένες αδυναμίες του και τα ελαττώματα που μοιράζεται πλέον, λόγω της παγκοσμιοποίησης, με τους άλλους λαούς του κόσμου, έχει αποδείξει ότι δεν παραδίδει τα όπλα και δεν υποχωρεί από τη μάχη. Παλεύει όπως μπορεί και με ότι μέσα διαθέτει για την προάσπιση του μοναδικού πολύτιμου πράγματος που του έχει απομείνει, της πατρίδας του.
Το λαϊκό κίνημα από το Μάιο του 2010 έχει προβεί σε δεκάδες κινητοποιήσεις, σε αμέτρητες απεργίες, έχει βιώσει λαμπρές στιγμές όπως η λειτουργική κατάληψη της ΕΡΤ, απαξιώνει τις ενσωματωμένες και υποταγμένες συνδικαλιστικές και κομματικές ηγεσίες, επαναπροσδιορίζει την ίδια την έννοια του πολιτικού και τελικά αργά αλλά σταθερά αμφισβητεί την ιεράρχηση των αξιών της καταναλωτικής κοινωνίας επιβάλλοντας μέσα από τον αγώνα τις δικές του προτεραιότητες και καθιστώντας ηγεμονικές τις δικές του αξίες και αρχές.
Με άλλα λόγια ο λαός μας προσπαθεί να απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της δικτατορίας και της κατοχής. Η πραγματικότητα, όμως, δείχνει με ανοικτίρμονα τρόπο ότι αυτό δεν φτάνει. Για να μπορέσει σήμερα η αντίσταση του λαού μας να γίνει αποτελεσματική και πραγματικά επικίνδυνη ώστε να ανυψωθεί στο ύψος της επίθεσης του αντιπάλου απαιτείται μια πατριωτική και δημοκρατική πρόταση για την μετάβαση σε Εθνικό Κρατικό Νόμισμα (και όχι την επιστροφή στη δραχμή).
Η μετάβαση σε Εθνικό Κρατικό Νόμισμα (ΕΚΝ) είναι το πρωτεύον δημοκρατικό αίτημα της εποχής μας, καθώς σηματοδοτεί την αλλοτρίωση της κυριαρχίας των σύγχρονων φεουδαρχών του χρήματος και την επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του λαού. Μόνο με το δικό του νόμισμα ο λαός θα μπορέσει να χρηματοδοτήσει την ανοικοδόμηση της οικονομίας και της χώρας του, χωρίς να εκβιάζεται από τους τραπεζίτες της Ευρώπης, οι οποίοι όσο διατηρούν το δικαίωμα της έκδοσης νομίσματος συνεχώς θα επισείουν την απειλή της διακοπής ρευστότητας και του στραγγαλισμού της ελληνικής οικονομίας (και γενικότερα των οικονομιών του Νότου). Μόνο με την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα μπορέσει να αποσοβηθεί ο διπλός κίνδυνος του Δημοσιονομικού Συμφώνου Σταθερότητας από τη μία, με το οποίο καταργείται επισήμως και ανοιχτά η δημοσιονομική ανεξαρτησία (σύνταξη προϋπολογισμών) των κρατών μελών του ευρωσυστήματος, και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας από την άλλη, το οποίο έχει δικαίωμα από τη συνθήκη ίδρυσής του να κατάσχει την κινητή και ακίνητη περιουσία άλλου κράτους-μέλους της ΟΝΕ μέσω της χρηματοδότησης που του παράσχει μονοπωλιακά, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει όλη η ακίνητη περιουσία του ελληνικού δημοσίου να μετατραπεί σε ιδιοκτησιακό στοιχείο του εν λόγω υπερκρατικού μηχανισμού. [36] Όποιος, λοιπόν, σήμερα δεν παλεύει για την έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ, και απλά καταγγέλλει τα μνημόνια ή υποβαθμίζει το ζήτημα της εξόδου σε διαπραγματευτικό όπλο απέναντι στους «εταίρους» μας στην Ευρώπη, τότε απλά κινείται εντός των πλαισίων που έχουν ορίσει οι κατακτητές βάζοντας στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού λαού.
Παρ’ όλα αυτά πρέπει να τονιστεί ότι από μόνη της η μετάβαση σε ΕΚΝ αποτελεί την αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη ώστε να κατακτηθεί η εθνική κυριαρχία. Δεν αρκεί δηλαδή.
Απαιτείται επιπλέον η άρνηση της αναγνώρισης του δημοσίου χρέους στο σύνολό του, ώστε να αποτραπεί η μετατροπή της Ελλάδας σε αποικία χρέους. Όποια πολιτική δύναμη με τις προτάσεις της επιχειρεί να οδηγήσει τον λαό μας σε μια κατάσταση όπου το χρέος θα παραμείνει (ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του) ως έχει και η οικονομία θα λειτουργεί με Εθνικό Κρατικό Νόμισμα, τότε στην πραγματικότητα, από αφέλεια ή σκοπίμως, παλεύει για τη διατήρηση της Ελλάδας σε καθεστώς πεονίας χρέους, όπου ο λαός θα πληρώνει με το δικό του (πιθανά υποτιμημένο) νόμισμα ένα χρέος που είναι ήδη διαρθρωμένο σε ευρώ. Άρα θα πληρώνουμε πιο ακριβά το ήδη δυσβάσταχτο και εξοντωτικό χρέος. Το ζήτημα πέρα από τη «λειτουργική» έχει και μια «ηθική» διάσταση (με δικαιικές φυσικά προεκτάσεις) που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να παραγνωριστεί. Δηλαδή ότι το χρέος αυτό δεν είναι του ελληνικού λαού. Κανείς δεν τον ρώτησε όταν το δημιουργούσε, δεν ικανοποίησε ποτέ τις ανάγκες του λαού και τελικά, με την ανεκτίμητη για τους τοκογλύφους-τραπεζίτες βοήθεια των δωσιλογικών κυβερνήσεων του παρελθόντος, έχει πληρωθεί διπλό και τρίδιπλο με το αίμα και τον ιδρώτα των εργαζομένων.
Μαζί με το χρέος το κίνημα πρέπει να αρνηθεί και να καταγγείλει όλες τις συμβάσεις και τις δεσμεύσεις που υπέγραψαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις και οι οποίες δένουν πισθάγκωνα τον ελληνικό πληθυσμό. Αυτό μπορεί να γίνει όταν και εφόσον το ρωμαλέο πατριωτικό και δημοκρατικό κίνημα οδηγήσει τη χώρα σε μια νέα Συντακτική Εθνοσυνέλευση, όπου ο λαός μας θα ασκήσει τη συντακτική του εξουσία για την δημιουργία, μέσω του νέου συντάγματος, ενός νέου πολιτικά και πολιτειακά κράτους, ριζικά διαφορετικού από τα προηγούμενα, το οποίο θα συμπυκνώνει όλες τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες των αγωνιστών του γένους και θα εκπληρώνει τα οράματα του Ρήγα για μια ελεύθερη και δημοκρατική Ελλάδα που θα αποτελεί τον φάρο της ελπίδας ενάντια στη βαρβαρότητα της εποχής μας και τον προμαχώνα της πάλης των λαών για την απελευθέρωση τους.
Επιπρόσθετα δεν μπορεί να είναι πατριωτική και δημοκρατική μια δύναμη που μετά το Σεπτέμβρη του 2012 και την δημόσια τοποθέτηση του Μπαρόζο για τον μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε Ομοσπονδία Εθνικών Κρατών, δεν θέτει θέμα άμεσης εξόδου της Ελλάδας από την τελευταία. [37]
Τέλος δεν νοείται δημοκρατία αν δεν αποκατασταθεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό συνεπάγεται την σύλληψη και την καταδίκη όλων των δωσιλόγων που ευθύνονται για την σημερινή κατάσταση των χώρας και οι οποίοι με τις ενέργειες τους σέρνουν έναν ολόκληρο λαό στη γενοκτονία.
Ανακεφαλαιώνοντας πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα που τέθηκε ως τίτλος αυτού του άρθρου-βιβλιοκριτική, δηλαδή στο ερώτημα «χρειάζεται ο τόπος μια κυβέρνηση της αριστεράς ;». Η απάντηση είναι απερίφραστα όχι. Αυτό που χρειάζεται είναι μια σταθερή πολιτική δύναμη που να προτάσσει την ενότητα του λαού στη πράξη με την υιοθέτηση της λογικής του μετώπου στις γραμμές της (δηλαδή την απόλυτη ελευθερία όσον αφορά στην ιδεολογία και στη θρησκεία), ώστε να αποτραπεί η έναρξη ενός νέου εμφυλίου. Μια πολιτική δύναμη που να είναι αναπόσπαστο τμήμα του λαού και η οποία με τη στήριξή του να τον φέρει στην εξουσία με τους δικούς του όρους και όχι με τους όρους των επικυρίαρχων, υλοποιώντας τα παραπάνω πέντε αιτήματα (δηλαδή Έξοδος από την ευρωζώνη και μετάβαση σε Εθνικό Κρατικό Νόμισμα, Έξοδος από την ΕΕ, Μη αναγνώριση του δημοσίου χρέους, Δίκη των δωσιλόγων, Συντακτική Εθνοσυνέλευση). Αυτή η δύναμη είναι υπαρκτή, έχει όνομα και δεν είναι άλλη από το ΕΠΑΜ, το Ενιαίο Παλλαϊκό Μέτωπο.
- Γιάννης Δραγασάκης. Άρθρο : “Από τα Μνημόνια στην ανασυγκρότηση και το ριζικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδα 15.
- Στο ίδιο. Σελίδες 14-15.
- Παναγιώτης Σωτήρης. Άρθρο : “Αριστερά, κυβέρνηση, ανατροπή : Αναζητώντας μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδες 63-64.
- Γιάννης Τόλιος- Χρήστος Κεφαλής. Άρθρο : “ Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς : Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδα 232.
- Στο ίδιο. Σελίδα 266.
- Γιάννης Δραγασάκης. Άρθρο: “Από τα Μνημόνια στην ανασυγκρότηση και το ριζικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδες 33-34.
- Γιάννης Δραγασάκης. Άρθρο : “Από τα Μνημόνια στην ανασυγκρότηση και το ριζικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδα 22.
- Γιάννης Τόλιος- Χρήστος Κεφαλής. Άρθρο : “ Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς : Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδες 252-256.
- Γιάννης Τόλιος- Χρήστος Κεφαλής. Άρθρο : “ Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς : Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδες 256-262.
- Δημήτρης Μπελαντής. “Κυβέρνηση της Αριστεράς και το κράτος έκτακτης ανάγκης”. του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδες 151-155.
- Giorgio Agamben. “Η κατάσταση εξαίρεσης”. Εκδόσεις Πατάκη, 2007.
- Clinton Rossiter. “Constitutional Dictatorship: Crisis Government in the Modern Democracies”. Transaction Publishers, 2002.
- Carl Schmitt. “Dictatorship”. Polity, 2014.
- Πουλαντζάς Νίκος. “ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ, Η ΕΞΟΥΣΙΑ, Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ”. ΘΕΜΕΛΙΟ, 2008. και “ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ. Η ΤΡΙΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ”. ΘΕΜΕΛΙΟ, 2006.
- V. I. Lenin. “A Revolution of the 1789 or the 1848 Type?” Lenin Collected Works, Foreign Languages Publishing House, 1962, Moscow, Volume 8, pages 257-259. Επίσης το άρθρο “The Democratic Tasks of the Revolutionary Proletariat”. Lenin Collected Works, Foreign Languages Publishing House, 1962, Moscow, Volume 8, pages 511-518
- Mao Tse-tung. “ON THE PEOPLE'S DEMOCRATIC DICTATORSHIP”. Selected Works of Mao Tse-tung
- Γιάννης Τόλιος- Χρήστος Κεφαλής. Άρθρο : “ Η διαπάλη σχεδίου-αγοράς : Μοχλός εξόδου από την κρίση με ορίζοντα το σοσιαλισμό” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδα 266.
- Θανάσης Καμπαγιάννης. Άρθρο : “Αριστερά, κυβέρνηση και εξουσία : Μια ιστορική αναδρομή” του βιβλίου “Κυβέρνηση της Αριστεράς. Δρόμος για το μέλλον ή παρένθεση”. Εκδόσεις Τόπος, 2013. Σελίδα 308.
- Tom Behan. “Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι”. Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012. Σελίδα 96.
- Tom Behan. “Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι”. Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012. Σελίδα 88.
- Tom Behan. “Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι”. Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012. Σελίδες 99, 108, 114.
- Tom Behan. “Arditi del Popolo. Η Ιστορία της πρώτης αντιφασιστικής οργάνωσης και η αποτρέψιμη άνοδος του Μπενίτο Μουσολίνι”. Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2012. Σελίδα 99.
- όπως παραπάνω. Σελίδες 104-105.
- όπως παραπάνω. Σελίδα 129
- Christopher Woodhouse. “Το μήλο της έριδος”. Εκδόσεις Εξάντας, 1976. Σελίδα 123.
- Julian Jackson. “The Popular Front in France. Defending democracy 1934-38.”ΕκδόσειςCambridge University Press, 1988. Σελίδα 3.
- Julian Jackson. “The Popular Front in France. Defending democracy 1934-38.”ΕκδόσειςCambridge University Press, 1988. Σελίδα 50.
- όπως παραπάνω. Σελίδα 112.
- όπως παραπάνω. Σελίδα 10.
- όπως παραπάνω. Σελίδα 106.
- Γκέορκι Δημητρόφ. “Ο Φασισμός”. Εκδόσεις Πορεία, 1975. Σελίδα 62.
- Ενδεικτικά ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στις σελίδες 52,55,88 του βιβλίου “Ο Φασισμός” (όπως παραπάνω) όπου γίνεται αναφορά στο αντιφασιστικό Λαϊκό Μέτωπο.
- Julian Jackson. “The Popular Front in France. Defending democracy 1934-38.”ΕκδόσειςCambridge University Press, 1988. Σελίδα 249.
- όπως παραπάνω. Σελίδα 92.
- όπως παραπάνω. Σελίδες 8-9.
- http://www.european-council.europa.eu/media/582311/05-tesm2.en12.pdf
Ο Αλέξιος Ξιφαράς είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΕΠΑΜ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδή πιστεύουμε στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση, διατηρούμε το δικαίωμά του να μην αναρτούνται σχόλια που είναι υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα των αρθρογράφων ή έχουν σκοπό την διαφήμιση και την προβολή προϊόντων.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε Ελληνικά και όχι greeklish ακόμα κι αν "φοβάστε" για την ορθογραφία σας.