Σας θυμίζει τίποτε αυτή η περιγραφή; «Κάθε φορά που μια νέα κυβέρνηση έρχεται στα πράγματα, η έλευσή της ακολουθείται από μία πλήρη εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών, προκειμένου να παρασχεθούν θέσεις για τους πολιτικούς φίλους του εισερχόμενου υπουργού. Ακόμη και τα φτωχά πλάσματα που καθαρίζουν τα δημόσια σχολεία εξαρτώνται για το ψωμί τους από την τύχη των Υπουργείων στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Αθήνας. Έχω ακούσει περιπτώσεις βιβλιοθηκονόμων και καθηγητών της αρχαιολογίας που ο διορισμός τους δεν έγινε για το επίπεδο γνώσεών τους, αλλά για τις πολιτικές υπηρεσίες τους. Να γιατί κάθε Έλληνας ενδιαφέρεται για τα πολιτικά, και γιατί δεν υστερεί ποτέ το γενικό ενδιαφέρον για το παιχνίδι των μέσα και έξω.»[1]
Την περιγραφή αυτή έκανε ο Άγγλος Γ. Μίλερ για τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ποιος θα ισχυριστεί ότι δεν ισχύει μέχρι σήμερα; Βέβαια, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Κι έτσι όταν ένα κόμμα καταλάμβανε την κυβέρνηση συμπεριφερόταν ανοιχτά ως κατακτητής. Έδιωχνε κατά το δοκούν, δηλαδή χωρίς καν μια αιτιολογία, όλους όσοι δούλευαν σε καίρια πόστα του κράτους και ύστερα διόριζε τους δικούς του. Έτσι γεννήθηκε η πλατεία Κλαυθμώνος. Από τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς όσων απολύονταν για να διοριστούν στις θέσεις τους οι επιλαχόντες από τους κομματάρχες της εκάστοτε νέας κυβέρνησης.
Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ήρθε στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα για να περιοριστεί δραστικά η λαφυραγώγηση του κράτους από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Μέχρι τότε δεν υπήρχε καν η έννοια της «παράβασης καθήκοντος» μιας και χωρίς τον όρκο και την μονιμότητα, αυτός που δούλευε για το κράτος δεν ήταν παρά κυβερνητικός υπάλληλος υποχρεωμένος να υπακούει τυφλά στους υπουργούς και τους κομματάρχες του κυβερνώντος κόμματος.
Φυσικά, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν ήταν ποτέ αρκετή για την επιβολή στοιχειώδους έστω αξιοκρατίας στην λειτουργία του δημοσίου. Χρειάζεται να συνοδεύεται από αληθινή δημοκρατία, η οποία εγγυάται και εξασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση κάθε πολίτη στις δημόσιες υποθέσεις και τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Και τέτοια δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ σ’ αυτή την χώρα. Όσο κι αν την ποθούσε ο λαός της, όσο κι αν αγωνίστηκε και έχυσε το αίμα του γι’ αυτήν.
Ο ελληνικός λαός έμεινε σε όλη την ιστορία του αιχμάλωτος από το ίδιο το κράτος του, που καθώς είχε μετατραπεί σε φέουδο μιας στυγνής, αδίστακτης και αντεθνικής ολιγαρχίας, ποτέ δεν τον εξέφρασε, ποτέ δεν του συμπαραστάθηκε, ούτε τον βοήθησε στο ελάχιστο. Έτσι ο βιοπορισμός της μεγάλης πλειοψηφίας μετατράπηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή σε αληθινό αγώνα επιβίωσης ενάντια στην εκάστοτε κυβέρνηση, στον υπηρεσιακό παράγοντα, τον αστυνόμο, τον εισαγγελέα, τον δικαστή, και φυσικά τον κομματάρχη που ήξεραν να προστατεύουν μόνο τους «δικούς τους», όπως και όσους ήταν καλά δικτυωμένοι πρώτα και κύρια με τον ξένο παράγοντα.
Σήμερα ζούμε το τέλος του ιστορικού κύκλου αυτού του κράτους. Οι ίδιες ντόπιες και ξένες δυνάμεις που το δημιούργησαν και το συντήρησαν επί δεκαετίες προκειμένου να κρατούν τον Έλληνα υπεξούσιο, σήμερα το κατεδαφίζουν συστηματικά προς το συμφέρον μιας εικονικής Ενωμένης Ευρώπης, η οποία εξυπηρετεί μόνο τους τραπεζίτες, τους ολιγάρχες και τους εξαγορασμένους πολιτικούς τους.
«Και τις η αφορμή της αποτυχίας ταύτης;» αναρωτιόταν το 1910 ο Νεοκλής Καζάζης για την κατάντια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. «Το πολιτικώς άωρον του ελληνικού λαού; Βεβαίως και τούτο. αλλ’ υπέρ την έλλειψιν πολιτικής ωριμότητος του λαού ήτο η έλλειψις πολιτικής ευσυνειδησίας και ειλικρίνειας των προκρίτων, των κοτσαμπάσιδων, οίτινες έφερον το όνομα της ελευθερίας ανά τα χείλη μόνον, ότε δεν ενέμοντο ή μάλλον δεν ελυμαίνοντο τα δημόσια, αλλά καταλαμβάνοντες την εξουσίαν, μετεμορφούντο εις τους χειρότερους δαίμονας της ακολασίας, της παρανομίας και της αυθαιρεσίας.»[2]
Θα επιτρέψεις να επαναληφθούν τα ίδια και σ’ αυτές τις εκλογές; Δεν θα σου πω ότι αυτή σου η επιλογή ίσως να είναι και η τελευταία. Δεν θα σου το πω, γιατί δεν έχεις καταλάβει που βρίσκεσαι και τι τρομακτική απειλή αντιμετωπίζεις. Αν το είχες καταλάβει δεν θα περίμενες τις εκλογές. Απλά θα σε ρωτήσω: Θα πέσεις πάλι στην παγίδα της απελπισίας. Ξανά το μη χείρον βέλτιστο; Ύστερα από τόσα βάσανα; Ύστερα από τέτοια κόλαση;
Δες τους! Σου πουλάνε για μια ακόμη φορά έναν τεχνητό διπολισμό. Ο κακός κι ο καλός σε νέα έκδοση. Ο ωραίος κι ο άσχημος. Ο παλιός κι ο νέος. Ο δεξιός κι ο αριστερός. Ο έμπειρος κι ο άπειρος. Ο κατάλληλος κι ο ακατάλληλος. Ο ευρωπαίος και ο αντιευρωπαίος. Δεν μπούχτισες με όλο τα ίδια και τα ίδια;
Αφού το βλέπεις. Δεν μιλάνε με προτάσεις και προγράμματα που απαντούν στη δική σου τραγική πραγματικότητα. Δεν θέλουν καν τον πολιτικό διάλογο με επιχειρήματα. Προτιμούν τα συνθήματα. Επενδύουν στις εντυπώσεις και τα συναισθήματα.
Ξινίζεις τα μούτρα σου; Γιατί; Σου φαίνεται δύσκολο να ξεφύγεις από την πεπατημένη; Αδερφέ, «στοχάσου, και αρκεί,» έγραφε ο ανώνυμος Έλληνας συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας το 1805. Στοχάσου και αρκεί, σου επαναλαμβάνουν τα πιο φωτεινά μυαλά αυτού του τόπου εδώ και πάνω από δυο αιώνες. Πάψε να λειτουργείς σαν «το κλοτσοσκούφι εκείνωνε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παίζουνε,» όπως έγραφε ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μην τους επιτρέψεις να σε ξεγελάσουν ξανά. Σκέψου και αποφάσισε.
[1] William Miller, Travels and Politics in the Near East, New York: Frederick Stokes, 1898, σ. 295.
[2] Νεοκλέους Καζάζη, Ο Κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι (Πολιτική Ψυχολογία), Εν Αθήναις: Πανελλήνιον Κράτος, 1910, σ. 14.
Την περιγραφή αυτή έκανε ο Άγγλος Γ. Μίλερ για τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ποιος θα ισχυριστεί ότι δεν ισχύει μέχρι σήμερα; Βέβαια, εκείνη την εποχή δεν υπήρχε μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων. Κι έτσι όταν ένα κόμμα καταλάμβανε την κυβέρνηση συμπεριφερόταν ανοιχτά ως κατακτητής. Έδιωχνε κατά το δοκούν, δηλαδή χωρίς καν μια αιτιολογία, όλους όσοι δούλευαν σε καίρια πόστα του κράτους και ύστερα διόριζε τους δικούς του. Έτσι γεννήθηκε η πλατεία Κλαυθμώνος. Από τους κλαυθμούς και τους οδυρμούς όσων απολύονταν για να διοριστούν στις θέσεις τους οι επιλαχόντες από τους κομματάρχες της εκάστοτε νέας κυβέρνησης.
Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων ήρθε στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα για να περιοριστεί δραστικά η λαφυραγώγηση του κράτους από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Μέχρι τότε δεν υπήρχε καν η έννοια της «παράβασης καθήκοντος» μιας και χωρίς τον όρκο και την μονιμότητα, αυτός που δούλευε για το κράτος δεν ήταν παρά κυβερνητικός υπάλληλος υποχρεωμένος να υπακούει τυφλά στους υπουργούς και τους κομματάρχες του κυβερνώντος κόμματος.
Φυσικά, η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων δεν ήταν ποτέ αρκετή για την επιβολή στοιχειώδους έστω αξιοκρατίας στην λειτουργία του δημοσίου. Χρειάζεται να συνοδεύεται από αληθινή δημοκρατία, η οποία εγγυάται και εξασφαλίζει την απρόσκοπτη πρόσβαση κάθε πολίτη στις δημόσιες υποθέσεις και τα κέντρα λήψης των αποφάσεων. Και τέτοια δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ σ’ αυτή την χώρα. Όσο κι αν την ποθούσε ο λαός της, όσο κι αν αγωνίστηκε και έχυσε το αίμα του γι’ αυτήν.
Ο ελληνικός λαός έμεινε σε όλη την ιστορία του αιχμάλωτος από το ίδιο το κράτος του, που καθώς είχε μετατραπεί σε φέουδο μιας στυγνής, αδίστακτης και αντεθνικής ολιγαρχίας, ποτέ δεν τον εξέφρασε, ποτέ δεν του συμπαραστάθηκε, ούτε τον βοήθησε στο ελάχιστο. Έτσι ο βιοπορισμός της μεγάλης πλειοψηφίας μετατράπηκε από την πρώτη κιόλας στιγμή σε αληθινό αγώνα επιβίωσης ενάντια στην εκάστοτε κυβέρνηση, στον υπηρεσιακό παράγοντα, τον αστυνόμο, τον εισαγγελέα, τον δικαστή, και φυσικά τον κομματάρχη που ήξεραν να προστατεύουν μόνο τους «δικούς τους», όπως και όσους ήταν καλά δικτυωμένοι πρώτα και κύρια με τον ξένο παράγοντα.
Σήμερα ζούμε το τέλος του ιστορικού κύκλου αυτού του κράτους. Οι ίδιες ντόπιες και ξένες δυνάμεις που το δημιούργησαν και το συντήρησαν επί δεκαετίες προκειμένου να κρατούν τον Έλληνα υπεξούσιο, σήμερα το κατεδαφίζουν συστηματικά προς το συμφέρον μιας εικονικής Ενωμένης Ευρώπης, η οποία εξυπηρετεί μόνο τους τραπεζίτες, τους ολιγάρχες και τους εξαγορασμένους πολιτικούς τους.
«Και τις η αφορμή της αποτυχίας ταύτης;» αναρωτιόταν το 1910 ο Νεοκλής Καζάζης για την κατάντια του ελληνικού πολιτικού συστήματος. «Το πολιτικώς άωρον του ελληνικού λαού; Βεβαίως και τούτο. αλλ’ υπέρ την έλλειψιν πολιτικής ωριμότητος του λαού ήτο η έλλειψις πολιτικής ευσυνειδησίας και ειλικρίνειας των προκρίτων, των κοτσαμπάσιδων, οίτινες έφερον το όνομα της ελευθερίας ανά τα χείλη μόνον, ότε δεν ενέμοντο ή μάλλον δεν ελυμαίνοντο τα δημόσια, αλλά καταλαμβάνοντες την εξουσίαν, μετεμορφούντο εις τους χειρότερους δαίμονας της ακολασίας, της παρανομίας και της αυθαιρεσίας.»[2]
Θα επιτρέψεις να επαναληφθούν τα ίδια και σ’ αυτές τις εκλογές; Δεν θα σου πω ότι αυτή σου η επιλογή ίσως να είναι και η τελευταία. Δεν θα σου το πω, γιατί δεν έχεις καταλάβει που βρίσκεσαι και τι τρομακτική απειλή αντιμετωπίζεις. Αν το είχες καταλάβει δεν θα περίμενες τις εκλογές. Απλά θα σε ρωτήσω: Θα πέσεις πάλι στην παγίδα της απελπισίας. Ξανά το μη χείρον βέλτιστο; Ύστερα από τόσα βάσανα; Ύστερα από τέτοια κόλαση;
Δες τους! Σου πουλάνε για μια ακόμη φορά έναν τεχνητό διπολισμό. Ο κακός κι ο καλός σε νέα έκδοση. Ο ωραίος κι ο άσχημος. Ο παλιός κι ο νέος. Ο δεξιός κι ο αριστερός. Ο έμπειρος κι ο άπειρος. Ο κατάλληλος κι ο ακατάλληλος. Ο ευρωπαίος και ο αντιευρωπαίος. Δεν μπούχτισες με όλο τα ίδια και τα ίδια;
Αφού το βλέπεις. Δεν μιλάνε με προτάσεις και προγράμματα που απαντούν στη δική σου τραγική πραγματικότητα. Δεν θέλουν καν τον πολιτικό διάλογο με επιχειρήματα. Προτιμούν τα συνθήματα. Επενδύουν στις εντυπώσεις και τα συναισθήματα.
Ξινίζεις τα μούτρα σου; Γιατί; Σου φαίνεται δύσκολο να ξεφύγεις από την πεπατημένη; Αδερφέ, «στοχάσου, και αρκεί,» έγραφε ο ανώνυμος Έλληνας συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας το 1805. Στοχάσου και αρκεί, σου επαναλαμβάνουν τα πιο φωτεινά μυαλά αυτού του τόπου εδώ και πάνω από δυο αιώνες. Πάψε να λειτουργείς σαν «το κλοτσοσκούφι εκείνωνε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παίζουνε,» όπως έγραφε ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μην τους επιτρέψεις να σε ξεγελάσουν ξανά. Σκέψου και αποφάσισε.
[1] William Miller, Travels and Politics in the Near East, New York: Frederick Stokes, 1898, σ. 295.
[2] Νεοκλέους Καζάζη, Ο Κοινοβουλευτισμός εν Ελλάδι (Πολιτική Ψυχολογία), Εν Αθήναις: Πανελλήνιον Κράτος, 1910, σ. 14.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδή πιστεύουμε στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση, διατηρούμε το δικαίωμά του να μην αναρτούνται σχόλια που είναι υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα των αρθρογράφων ή έχουν σκοπό την διαφήμιση και την προβολή προϊόντων.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε Ελληνικά και όχι greeklish ακόμα κι αν "φοβάστε" για την ορθογραφία σας.