του Στάυρου Κατσούλη*
Πάρα πολλοί συμπολίτες μας, αρέσκονται στο να καταφεύγουν στο επιχείρημα ότι το Εθνικό Νόμισμα δεν είναι θέμα σημασίας. Οι ίδιοι σχεδόν πάντα, θα χρησιμοποιήσουν το επιχείρημα ότι το νόμισμα δεν έχει σημασία, γιατί αυτό αποτελεί απλά ένα εργαλείο συναλλαγών. Αυτό που έχει σημασία κατ αυτούς, μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την κοσμοθεωρία που έχουν ή/και τον ιδεολογικό χώρο από τον οποίο προέρχονται.
Παρ όλα αυτά όμως, παρ όλες τις προσπάθειές τους να μας πείσουν ότι στην ουσία τα νομίσματα δεν έχουν καμιά σημασία πρωτογενώς, ακόμα και οι ίδιοι παραδέχονται ότι προτιμούν το Ευρώ, έναντι π.χ. του εθνικού νομίσματος. Προφανώς λοιπόν, εμμέσως, πλην σαφώς, παραδέχονται ότι το νόμισμα, δεν είναι απλά ένα εργαλείο, όπως αρέσκονται να λένε, αλλά είναι ένα σύνολο από πολιτικές και κανόνες, που έρχονται όλα μαζί για να εφαρμοστούν στην οικονομία μάς χώρας. Στην ουσία λοιπόν, για τους δικούς τους λόγους όλοι αυτοί, προτιμούν τους κανόνες που είναι συνυφασμένοι με το Ευρώ, και όχι κάποιους άλλους, που μπορούν να είναι συνυφασμένοι με κάποιο άλλο νόμισμα. Αλλά ας δούμε λίγο τα βασικά που πολλοί επιλέγουν να αγνοούν, όταν μιλάνε για την ιδέα του νομίσματος.
Κανένα νόμισμα δεν έρχεται από μόνο του, αλλά ούτε και οι θεμελιώδεις οικονομικές πολιτικές χωρίς το νόμισμα.
Σήμερα, τα νομίσματα στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχουν στον κύριο όγκο τους ώς χαρτονομίσματα που δεν έχουν φυσική αξία, και στην χειρότερη περίπτωση, μόνο ως λογιστικές εγγραφές, μέσα στα διατραπεζικά συστήματα συναλλαγών. Ποιος λοιπόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκαθιδρύεται η κοινή παραδοχή της αξίας ενός νομίσματος; Όπως είπαμε, σήμερα πλέον, δεν είναι δυνατόν να είναι η ίδια του η ονομαστική αξία. Η πραγματικότητα είναι ότι η αξία του κάθε νομίσματος υπάρχει μόνο μέσω της πίστης που του αποδίδουν οι χρήστες του.
Αλλά φτάνει η πίστη σε ένα εικονικό μέσο συναλλαγής, που στην ουσία είναι μόνο μια ιδέα, για να υπάρξει πρακτική αξία; Προφανώς όχι, δεν φτάνει Οι κοινωνίες, θέλουν έστω και τυπικά, να έχουν γνώση κάποιων εγγυήσεων και άλλων λεπτομερειών που υπάρχουν πάντα μαζί με το κάθε νόμισμα, ώστε να μπορέσει να αποθέσει έναν βαθμό πίστης σε αυτό. Σε αυτές τις λεπτομέρειες και εγγυήσεις, συμπεριλαμβάνονται τουλάχιστον, το ποιος οργανισμός το εκδίδει, με ποιους βασικούς κανόνες, ποια η ισοτιμία του (έστω και εάν αυτή είναι παροδική), τι εγγυήσεις υπάρχουν για την διατήρηση της αξίας του στο μέλλον κ.ο.κ.
Η πρακτική αλήθεια για τουλάχιστον τα μείζονα νομίσματα που χρησιμοποιούν σήμερα οι κοινωνίες, είναι ότι εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες. Με αυτόν τον τρόπο, άσχετα εάν υπάρχει πραγματικό κύρος, τα νομίσματα αποκτούν ένα υποτιθέμενο κύρος το οποίο με την σειρά του προκαλεί την πίστη της κοινωνίας στην αξία που υποτίθεται ότι έχουν. Σε αυτό, παίζει και μεγάλο ρόλο το πως προωθεί και "διαφημίζει" το ίδιο το κράτος και οι συνεργαζόμενοι φορείς αυτό το υποτιθέμενο κύρος.
Για τους πιο ενδιαφερόμενους βέβαια, υπάρχει στην συνέχεια και το καταστατικό της κεντρικής τράπεζας το οποίο μπορούν να μελετήσουν, και το οποίο θέτει κάποιους από τους κανόνες της λειτουργίας του νομίσματος που εκδίδει η τράπεζα. Επίσης, υπάρχει σε πολλές περιπτώσεις, τυπικά η εμπλοκή του κράτους ή υπέρ-κρατικού οργανισμού (στην περίπτωση του Ευρώ η Ε.Ε.) στην διαχείριση της κεντρικής τράπεζας. Και είναι συνήθως τυπικά και μόνο, γιατί οι κεντρικές τράπεζες στην συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, είναι ιδιωτικοί οργανισμοί, όπου το κράτος δεν έχει παρά έναν πολύ μικρό μειοψηφικό έλεγχο στην διαχείρισή τους. Η πλειοψηφία βρίσκεται πάντα στους υπόλοιπους μετόχους, ο οποίοι σε πολλές περιπτώσεις είναι μάλιστα άγνωστοι.
Είναι λοιπόν, αυτονόητο, ότι το νόμισμα δεν έρχεται μόνο του. Συνδυάζεται πάντα με τους οργανισμούς που το εκδίδουν, το στηρίζουν και συνδιαχειρίζονται την λειτουργία του, καθώς και μια σειρά από νομοθετήματα, συμβάσεις και το καταστατικό της τράπεζας που το εκδίδει. Μάλιστα, στην ουσία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει νόμισμα, που να μην έχει αυτά τα παρελκόμενα, γιατί δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει χωρίς αυτά. Ούτε όμως, μπορεί να υπάρξει νομισματική πολιτική, αλλά και θεμελιώδης αλλαγή στα οικονομικά ενός κράτους χωρίς νόμισμα. Όμως, για κάποιους, όλα αυτά τα παρελκόμενα (που στην ουσία δεν είναι απλά παρελκόμενα, αλλά είναι όλα αυτά που ορίζουν και αποτελούν την φύση του κάθε νομίσματος) απ' ότι ισχυρίζονται, δεν έχουν καμία σημασία. Είναι προφανές, ότι για όποιον καταλάβει αυτά τα έστω πολύ βασικά, ότι εάν η τράπεζα που το εκδίδει και το καταστατικό της, οι οργανισμοί που το στηρίζουν, και οι νόμοι και κανόνες που το διέπουν, αλλάξουν, τότε αλλάζει και η φύση του νομίσματος.
Στην ουσια δηλαδή, δεν υπάρχει νομισματική πολιτική ούτε και γενικότερα βασική οικονομική διαχείριση, που να είναι ανεξάρτητη από το νόμισμα, όχι απλά με την απλοϊκή θεώρισή του ως μέσο συναλλαγών,αλλά ως ένα μέσο μαζί με τους κανονες που του δίνουν τον χαρακτήρα του. Για να αλλάξει κανείς τα σοβαρότερα προβλήματα που μας απασχολούν σήμερα, δεν αρκεί να μιλά για πολιτικές στο επίπεδο διακυβέρνησης, αλλά θα πρέπει να εστιάσει του ουσία και ρίζα του προβλήματος που είναι το νόμισμα, ο οργανισμός έκδοσής του, οι νόμοι και κανόνες που διέπουν το ίδιο το νόμισμα και το κάνουν αυτό που είναι. Εάν κανείς προσπαθήσει λοιπόν, να αλλάξει την γενικότερη "πολιτική" (άσχετης με το νόμισμα), χωρίς να αγίξει αυτήν που διέπει και δίνει λειτουργική υπόσταση στο ίδιο το νόμισμα, τότε έχει κάνει μιά τρύπα στο νερό.
Ένα παράδειγμα: "Δραχμή" (1) και "Δραχμή" (2)
Ας δεχθούμε ότι υπάρχει ένα νόμισμα το οποίο ονομάζεται "Δραχμή". Το ερώτημα που μπορούμε να κάνουμε, είναι το εξής: Φτάνει αυτή η πληροφορία, για να καταλάβουμε τι είδους νόμισμα είναι αυτό; Προφανώς όχι, θα χρειαστούν και άλλες πληροφορίες. Εάν μάθουμε ότι το νόμισμα αυτό, το εκδίδει η Τράπεζα της Ελλάδος, φτάνει η πρόσθετη αυτή πληροφορία, για να ξέρουμε με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε; Προφανώς, και πάλι όχι. Ο κάθε σώφρων πολίτης, θα έπρεπε να ξέρει τουλάχιστον να γνωρίζει και το καταστατικό της Τράπεζας η οποία το εκδίδει, τον τρόπο με τον οποίο ιδρύθηκε αυτή η Τράπεζα, τους μετόχους της κλπ. Πείτε ότι τα μαθαίνουμε και αυτά. Τώρα ξέρουμε με τι είδους "Δραχμή" έχουμε να κάνουμε; Μερικώς, πιθανώς ναι, αλλά και πάλι μπορεί να μην φτάνει αυτό. Θα πρέπει να ξέρουμε τουλάχιστον, τις όποιες συμβάσεις υπάρχουν μεταξύ των εμπλεκωμένων, αλλά και μιά σειρά από άλλο στοιχεία...
Θα χρειαστεί να γνωρίζουμε, το πως είναι διαχειρίσιμο και από ποιόν αυτό το νόμισμα. Θα πρέπει να ξέρουμε τουλάχιστον τι ρόλο παίζει και τι εξουσία έχει το κράτος στην λειτουργία του νομίσματος. Θα πρέπει να έχουμε την γνώση του ποιος έχει διαχρονικό έλεγχο ολόκληρου του οικοδομήματος, και μάλιστα, θα πρέπει να υπάρχει διαρκής γνώση των τυχόν αλλαγών που μπορούν να υπάρξουν στο συνολικό πλαίσιο της διαχείρισης της "Δραχμής". Και πάλι, τουλάχιστον.
Κάποια στιγμή στην υπόθεσή μας, έρχεται κάποιος, και λέει ότι η "Δραχμή" (1) έχει προβλήματα, και θα πρέπει να υπάρξει μια νέα "Δραχμή", την "Δραχμή" (2). Οπότε, το ίδιο ερώτημα εμφανίζεται και πάλι: Φτάνει η γνώση του ονόματος του νομίσματος, για να γνωρίζουμε με τι είδους νόμισμα έχουμε να κάνουμε; Προφανώς όχι. Θα χρειαστεί να γνωρίζουμε τουλάχιστον όλα τα παραπάνω που προαναφέρθηκαν. Ποιο είναι το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από τα παράδειγμα αυτό; Ότι κανένα νόμισμα δεν είναι ίδιο, εφ όσον οι συνεργαζόμενοι οργανισμοί και οι κανονισμοί, νόμοι, συμβάσεις και πρόσωπα που έχουν συνδεθεί με αυτό, δεν είναι ίδια, άσχετα με το τι "διαφημίζεται" ότι είναι.
Πως οι κανόνες που διέπουν ένα νόμισμα, μπορούν να αλλάξουν τελείως τον χαρακτήρα του
Ας πάρουμε, για υπόθεση εργασίας, ένα βασικό νόμισμα, ας το πούμε "οβολό". Το νόμισμα αυτό, μια και είναι απλουστευμένο, έχει τρεις και μόνο κανόνες λειτουργίας:
1ον) Έχει ήδη εκδοθεί σε σταθερή κυκλοφορία ένα συγκεκριμένο ποσό.
2ον) Χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές του κάθε προσώπου νομικού ή φυσικού στην επικράτεια.
3ον) Το εκδίδει μια τράπεζα, που δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα εκτός από την έκδοσή του και την διαφύλαξή των καταθέσεων όπως έχουν, χωρίς καμιά απολύτως άλλη μεταβολή ή πράξη.
Το κράτος λοιπόν, άσχετα πολιτικής και άσχετα με το γεγονός ότι τα παραπάνω είναι προφανώς απλουστευμένα, διανέμει μέρος του ποσού του νομίσματος στην κοινωνία, μέσω μισθοδοσίας, επιδομάτων, προγραμμάτων ανάπτυξης κλπ. Τι γίνεται μετά; Η κοινωνία θα αρχίσει να χρησιμοποιεί το νόμισμα για τις αγορές και συναλλαγές της. Κάποια περισσεύματα θα κατατεθούν στην Τράπεζα, και θα είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή στον δικαιούχο, αλλά και στην ίδια την τράπεζα, που μέχρι στιγμής δεν έχει κανένα δικαίωμα εκτός από το να τα διαφυλάσει. Αλλά ας δούμε στο βασικό τραζπεζικό σύστημα που παρουσιάζεται παραπάνω, τι γίνεται εάν το βασικό καταστατικό των τριών σημείων αλλάξει. Αλλάζει η όχι, η ίδια η φύση του νομίσματος;
Αλλαγή κανόνων, πρώτη:
Κάποια στιγμή, το κράτος δίνει το δικαίωμα επένδυσης μέρους των χρημάτων που έχει στην διάθεσή της η τράπεζα ανά πάσα στιγμή. Οπότε έχουμε αλλαγή, όχι πρωτογενή του ίδιου του νομίσματος, όπως θα ήταν π.χ. μια κατ ευθείαν αύξηση ή μείωση στον συνολικό όγκο της κυκλοφορίας τού, αλλά στους κανόνες λειτουργίας της τράπεζας. Ας δούμε δύο σενάρια υλοποίησης αυτής της αλλαγής:
Α) Η Τράπεζα επενδύει κάποιο μέρος των χρημάτων που έχει στην διάθεσή της (μετατρέποντας το από "οβολό" σε κάποιο άλλο νόμισμα χάνοντας στην συγκεκριμένη περίπτωση έτσι μέρος της αρχικής αξίας του κεφαλαίου) , στην διεθνή αγορά, και κερδίζει κάποιο κέρδος. Αποτέλεσμα: Με την επιστροφή των κερδών και του αρχικού κεφαλαίου, το συνολικό ποσό των χρημάτων που διαθέτει τώρα η τράπεζα, είναι το αρχικό κεφάλαιο σε μονάδες "οβολού", συν κάποιο κέρδος σε άλλο νόμισμα. Επειδή όμως, ο "οβολός" είναι σταθερής αξίας, δεν μπορεί να εισαχθεί στην εθνική οικονομία, κατ ευθείαν. Έτσι το κράτος, επιτρέπει στην περίπτωση αυτή την ενσωμάτωση του στο συνολικό όγκο της κυκλοφορίας του "οβολού".
Β) Η Τράπεζα επενδύει κάποιο μέρος των χρημάτων (μετατρέποντας το από "οβολό" σε κάποιο άλλο νόμισμα χάνοντας στην συγκεκριμένη περίπτωση έτσι μέρος της αρχικής αξίας του κεφαλαίου) που έχει στην διάθεσή της, στην διεθνή αγορά, και λόγω κατάστασης της διεθνούς αγοράς χάνει κάποια αξία. Αποτέλεσμα: Με την επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου μειωμένου αυτήν την φορά λόγω της απώλειας, το συνολικό ποσό των χρημάτων που διαθέτει τώρα η τράπεζα, είναι το αρχικό κεφάλαιο σε μονάδες "οβολού", μείον της απώλειας από την επενδυτική δραστηριότητα. Επειδή όμως, ο "οβολός" είναι σταθερής αξίας, δεν μπορούν να εισαχθούν στην εθνική οικονομία, κατ ευθείαν. Έτσι το κράτος, επιτρέπει στην περίπτωση αυτή την ενσωμάτωση της απώλειας στο συνολικό όγκο της κυκλοφορίας του "οβολού".
Είναι προφανές, ότι εφ όσον έμμεσα αλλάζει ο συνολικός όγκος της κυκλοφορίας του "οβολού", έχει αλλάξει και ο χαρακτήρας του νομίσματος. Συνεπώς, παρά το απλουστευμένο παράδειγμα, πρέπει να είναι κατανοητό πλέον, ότι οι αλλαγές στους κανόνες διαχείρισης ενός νομίσματος, δεν είναι απλά άσχετες, αλλά αλλάζουν ριζικά τον χαρακτήρα, την αξία και την φύση του ίδιου του νομίσματος.
Αλλαγή κανόνων, δεύτερη:
Σε κάποια άλλη περίπτωση, το κράτος δίνει το δικαίωμα στην τράπεζα να δανείζει "οβολούς" με λογιστικές εγγραφές από το διαθέσιμο της κεφάλαιο. Έτσι, τώρα έχει το δικαίωμα να δίνει "οβολούς" που πιθανόν να μην έχει στο κεφάλαιο που διαχειρίζεται. Ας δούμε το σενάριο:
Ένα νομικό πρόσωπο, κάνει αίτηση για ένα δάνειο από την τράπεζα. Λαμβάνει το χρήμα σε μορφή "οβολών" με λογιστική εγγραφή. Η τράπεζα κάνει λογιστική εγγραφή στον λογαριασμό του δανειολήπτη, και αναγκαστικά πλέον, πρέπει να κρατήσει και αυτή έναν δεύτερο λογαριασμό όπου κρατούνται όλες οι λογιστικές εγγραφές που κάνει, με σκοπό κάποτε να μπορέσει να λάβει πίσω τα χρέη, και να κάνει έναν μηδενισμό των λογιστικών εγγραφών, ώστε και πάλι να έρθει σε μια κατάσταση όπου θα υπάρχει και πάλι μόνο το χρήμα που αρχικά ορίστηκε ως το σταθερό ποσό κυκλοφορίας. Αλλά το νομικό πρόσωπο, δεν καταφέρνει να αποπληρώσει το δάνειο και η λογιστική εγγραφή αυτή μαζί με τους τόκους που υποτίθεται ότι έπρεπε να πληρωθούν, έχουν πλέον αλλάξει οριστικά την συνολική αξία που διαχειρίζεται η τράπεζα. Το διαθέσιμο ποσό των συναλλαγών στην κοινωνία, τώρα πια περιέχει και ένα μέρος, το οποίο δεν αντιστοιχεί με το αρχικό ποσό σταθερής κυκλοφορίας και μάλιστα τώρα θα υπάρχει πάντα ως λογιστική "τρύπα".
Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις διαχρονικά, είναι ότι μπορεί να αλλάξει η πρακτική αξία του νομίσματος αλλά και η γενικότερη υγεία του τραπεζικού συστήματος. Φαναστείτε, ο δανειολήπτης, να ήταν για παράδειγμα ένα ταμείο ασφάλισης, πράγμα καθόλου μακρυά από το πως έγιναν μερικά πράγματα στην χώρα μας.
Προφανώς, ολόκληρο το παραπάνω παράδειγμα είναι υπεραπλουστευμένο. Αλλά ο σκοπός δεν είναι να δείξουμε το πως λειτουργεί ένα ρεαλιστικό τραπεζικό σύστημα. Σκοπός ήταν να δείξουμε ότι οι αλλαγές στα δικαιώματα που έχει μια κεντρική τράπεζα όπως αυτά της έχουν δοθεί από το κράτος, έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν θεμελιωδώς το πως λειτουργεί το ίδιο το νόμισμα και εάν επεκταθούν οι κανόνες αυτοί πρακτικά, τότε τα αποτελέσματα είναι πάντα χειροπιαστά στους Λαούς οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να το χρησιμοποιούν. Ας αναρωτηθούμε τι γίνεται στην πραγματικότητα, όταν δεν εμπλέκεται μόνο ένα βασικό καταστατικό αλλά και συγκεκριμένοι άνθρωποι, αρχικά κεφάλαια, οργανισμοί και υποτιθέμενοι θεσμοί. Προφανώς λοιπόν, όχι μόνο το κάθε νόμισμα διαφέρει όσο διαφέρουν και όλα αυτά που το ορίζουν και το διαχειρίζονται, αλλά διαφέρει στην ουσία και ανάλογα ποιά πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) συγκεκριμένα το διαχειρίζονται.
Και όμως, παρ όλη την υπεραπλούστευση, οι αλλαγές στο "καταστατικό" που αναφέρονται στο παραπάνω παράδειγμα, δεν είναι και τόσο μακρυά από την πραγματικότητα. Στο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 4) ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, αναφέρονται συγκεκριμένα δικαιώματα της ΕΚΤ, που αν μη τι άλλο ομοιάζουν πολύ με τις δύο θεωρητικές αλλαγές στο καταστατικό του "οβολου" που αναφέρθηκαν παραπάνω:
«Άρθρο 17
Λογαριασμοί στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες
Για τη διεξαγωγή των εργασιών τους, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ανοίγουν λογαριασμούς υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, δημόσιων οργανισμών και άλλων φορέων της αγοράς, και να δέχονται περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων τίτλων υπό μορφήν λογιστικής εγγραφής, ως ασφάλεια.
Άρθρο 18
Πράξεις ανοικτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες
18.1. Για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΚΤ και την εκτέλεση των καθηκόντων του, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν:
— να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας είτε με οριστικές πράξεις (άμεσης και προθεσμιακής εκτελέσεως) είτε με σύμφωνο επαναγοράς, είτε δανείζοντας και δανειζόμενες απαι τήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε ευρώ ή άλλα νομίσματα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα,
— να διενεργούν πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, με επαρκή ασφάλεια προκειμένου για δάνεια.»
Συνεπώς, το επιχείρημα ότι όλα τα νομίσματα είναι στην ουσία ίδια, και ότι μόνο αποτυπώνουν κάποια αξία συναλλαγής, δεν μπορεί να σταθεί. Ένα νόμισμα π.χ. μπορεί να εμπλέκει ιδιωτικούς οργανισμούς και χρηματοπιστωτικές μηχανικές, κάθε φορά που χρησιμοποιείται, εκδίδεται, αλλάζει χέρι, μετατρέπεται ή επιστρέφεται στην Τράπεζα. Ένα νόμισμα μπορεί να μετατραπεί από την Κεντρική Τράπεζα που το διαχειρίζεται με βάση το καταστατικό της και τις ελευθερίες ή την στήριξη που του δίνουν όλοι οι εμπλεκόμενοι οργανισμοί. Οι νόμοι που διέπουν την διαχείριση και λειτουργία του νομίσματος, μπορούν δηλαδή να αλλάξουν δραστικότατα τον χαρακτήρα του νομίσματος, και μάλιστα μπορούν να δώσουν ροπή προς είτε την εκμετάλλευση κάποιου μέρους της κοινωνίας, είτε να χρησιμοποιηθεί για το συμφέρον κάποιων κοινωνικών ομάδων, μέσω του τρόπου χρήσης του από το σύστημα.
Από την άλλη, ένα νόμισμα, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που είναι ορισμένες έτσι ώστε να υπηρετούν τα πραγματικά συμφέροντα μιά χώρας, να αποτελεί πραγματική εγγύηση δικαιοσύνης στα οικονομικά,να παράχει πραγματική ασφάλεια στην δίκαιη κατανομή και συναλλαγή του πλούτου και να προστατεύει τόσο τον πολίτη όσο και το κράτος το οποίο το χρησιμοποιεί από υπερχρέωση και άλλα αρνητικά αποτελέσματα. Επίσης, έχει σημασία το ποιός ελέγχει τους κανόνες αυτούς, το ποιός μπορεί να τους αλλάζει προς όφελός του, και ποιός εν τέλη διαχειρίζεται την ραχοκοκαλιά ολόκληρου του οικονομικού συστήματος της χώρας του.
Τι γίνεται συγκεκριμένα με το Ευρώ;
Εάν κάποιος πολίτης θελήσει να κατανοήσει την ίδια την φύση του Ευρώ, θα πρέπει να καταναλώσει πολλές ώρες και μέρες μέσα στον κυκεώνα από συμβάσεις, συνθήκες, καταστατικά και πρωτόκολλα, θα πρέπει να έχει οικονομικές γνώσεις και να γνωρίζει να κατανοεί τις επιπτώσεις, είτε νομικές είτε οικονομικές είναι αυτές. Θα πρέπει να τα ξέρει όλα αυτά, για να έχει πλήρη εικόνα για το πως ακριβώς το ευρώ είναι πιθανώς ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο η χώρα μας έχει καταλήξει στην σημερινή κατάσταση και ακόμα πιο σημαντικά, γιατί δεν είναι δυνατόν να λυθεί το πρόβλημα μέσα στην ευρωζώνη. Γι αυτόν τον λόγο, θα παραθέσω τα επτά σημεία που αναφέρει στο εξαιρετικότατο πρόσφατο άρθρο του ο Δημήτρης Καζάκης, Οικονομικός αναλυτής και Γενικός Γραμματέας του Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου για να παρουσιάσω εδώ, ποιοι είναι οι βασικοί κανόνες που διέπουν το Ευρώ και γιατί από την φύση τους δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά απολύτως ανάκαμψη όσο η Ελλάδα είναι αλυσοδεμένη σε αυτό:
«Ο χαρακτήρας και η ταυτότητα του νομίσματος
Ας αφήσουμε όλους αυτούς στο νιρβάνα του δικούς τους ιδεολογικού οπίου κι ας έρθουμε στο προκείμενο. Το ευρώ από τον τρόπο που σχεδιάστηκε και λειτουργεί εκφράζει αναγκαστικά συγκεκριμένες σχέσεις ισχύος:
Πρώτο:
Το ευρώ είναι ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα για τις διεθνείς τραπεζικές αγορές και τις αγορές συναλλάγματος. Αυτό σημαίνει ότι οφείλει να διατηρεί υψηλή συναλλακτική αξία διεθνώς, ανεξάρτητα από την κατάσταση των οικονομιών της ευρωζώνης. Κι αυτό μπορεί να γίνει, ειδικά σε συνθήκες ύφεσης, μόνο σε βάρος των οικονομιών της ευρωζώνης. Σε βάρος ειδικά της ζωντανής εργασίας.
Δεύτερο:
Το ευρώ είναι ένα νόμισμα χωρίς την δυνατότητα προσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας για κάθε χώρα μέλος. Όταν μια οικονομία αδυνατεί να προσαρμόσει στην κατάστασή της το νόμισμα, τότε είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί η ίδια στο νόμισμα. Κι έτσι από την στιγμή που στερείται τη δυνατότητα «εξωτερικής υποτίμησης» του νομίσματος, θα πρέπει να ακολουθήσει αναγκαστικά πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης». Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Τρίτο:
Το ευρώ είναι ένα ιδιωτικό τραπεζικό νόμισμα που ελέγχεται από το πιο ισχυρό τραπεζικό καρτέλ που έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία και μάλιστα σε υπερεθνικό επίπεδο με επικεφαλής την ΕΚΤ. Επομένως το νόμισμα που χρειάζονται τα κράτη, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να το αγοράζουν από αυτό το τραπεζικό καρτέλ με συνέπεια την διόγκωση του ιδιωτικού και κρατικού χρέους.
Τέταρτο:
Το ευρώ είναι ένα ενιαίο νόμισμα σταθερής κυκλοφορίας και αξίας για πολύ διαφορετικές οικονομίες με ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάπτυξης, παραγωγής και παραγωγικότητας. Για τις οικονομίες με περίσσευμα κεφαλαίου και παραγωγής το ευρώ ενισχύει τα πλεονάσματά τους σε βάρος των οικονομιών με παραγωγική υστέρηση και ελλείμματα. Το γεγονός αυτό γεννά στις δεύτερες οικονομίες μεγαλύτερες ανάγκες χρηματοδότησης για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους με αποτέλεσμα την έκρηξη του χρέους, τόσο του κρατικού, όσο και του ιδιωτικού.
Πέμπτο:
Η ευρωζώνη παρά τα περίφημα κριτήρια του Μάαστριχτ δεν απαλλάχθηκε ποτέ από τα ελλείμματα, δημοσιονομικά και παραγωγικά. Κι ούτε θα μπορούσε να απαλλαγεί μιας και μιλάμε για νομισματική ένωση τελείως άνισων οικονομιών. Το γεγονός αυτό πυροδότησε και πυροδοτεί διαρκώς πληθωριστικές πιέσεις, αλλά με το ευρώ ο πληθωρισμός των τιμών μετατράπηκε σε πληθωρισμό πιστωτικής επέκτασης με αποτέλεσμα να πνίγεται κυριολεκτικά η ευρωζώνη από τα τραπεζικά ενεργητικά που ξεπερνούν γύρω στις 4 φορές το συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Έκτο:
Νομισματική ένωση σημαίνει περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή δραστικός περιορισμός στην ελευθερία των κινήσεων κάθε εθνικής οικονομίας και της δυνατότητάς της να λειτουργήσει με βάση τις δικές της προτεραιότητες. Κοινό νόμισμα σημαίνει κοινές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που επεξεργάζονται και επιβάλλονται από τα όργανα της ένωσης με κριτήρια που καθορίζονται όχι από την κατάσταση των επιμέρους οικονομιών, αλλά των αγορών εντός και εκτός της ευρωζώνης.
Έβδομο:
Το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα προϋποθέτει ελευθερία κίνησης κεφαλαίου, προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας, όπου οι εθνικές ρυθμίσεις υποχωρούν και καταλύονται προς όφελος της φιλελευθεροποίησης των αγορών. Το αποτέλεσμα είναι ένας καταμερισμός εργασίας όπου εντείνονται οι μονοπωλιακές καταστάσεις παντού, μαζί με την ανισομέρεια, την ανισότητα και την αποικιακή εκμετάλλευση των αδύναμων οικονομιών από τις πιο ισχυρές.
Αντίθετα το εθνικό κρατικό νόμισμα μπορεί να συνδεθεί με την απεριόριστη έκδοση χαρτονομίσματος για να ενθαρρύνει την κερδοσκοπία, μέσα από τον πληθωρισμό, την υποτίμηση και την διολίσθηση του νομίσματος με συντριπτικά αποτελέσματα για την οικονομία και κυρίως για τα εργαζόμενα στρώματα του λαού. Όμως μπορεί κάλλιστα να δώσει την ευκαιρία για δραστικές παρεμβάσεις στην οικονομία υπέρ των εργαζομένων και των ασθενέστερων τάξεων του λαού. Αρκεί να συνοδευτεί με τις κατάλληλες πολιτικές εθνικοποιήσεων του τραπεζικού συστήματος και των βασικών μοχλών άσκησης οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Κάτι που είναι αδύνατον να γίνει με το ευρώ.»
Συμβιβάζεται το ευρώ, με την εθνική κυριαρχία και το συμφέρον της Πατρίδας;
Μπορεί, με βάση τα επτά σημεία που αναφέρονται παραπάνω, ένα κράτος το οποίο υποτίθεται ότι εργάζεται και λειτουργεί για το συμφέρον του Λαού του, να αφήνει ένα τέτοιο νόμισμα όπως το ευρώ, να κυβερνά και να διέπει κάθε οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου σχεδόν κάθε άλλη δραστηριότητά της κοινωνίας μας; Η λογική μας λέει πως όχι. Ο κάθε ενημερωμένος πολίτης που αγαπά την πατρίδα του, επίσης θα πει ανεπιφύλακτα όχι.
Και όμως, η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση, θέλουν να μας πείσουν ότι το Ευρώ είναι μονόδρομος και οποιαδήποτε λύση πρέπει να γίνει μέσα σε αυτό. Υπόσχονται παντού στην υφήλιο ότι θα αναγκάσουν την χώρα να μείνει πάσα θυσία μέσα στο ευρώ. Και την ίδια στιγμή, πρέπει πλέον να είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση, ούτε καν της παραμικρής βελτίωσης μέσα σε ένα τέτοιο νόμισμα. Για να μπορέσει η Πατρίδα μας να σταθεί στα δυο της πόδια και να διαχειρίζεται τα του οίκου της, πρέπει να έχει το δικό της νόμισμα. Αλλά όχι αόριστα και γενικά, ούτε και απλά μια "επιστροφή στην Δραχμή".
Η λύση είναι τώρα πια αυτονόητη. Είτε γίνει σύντομα είτε όχι, όταν έρθει η στιγμή να ελευθερωθεί η Πατρίδα μας από τον ζουρλομανδύα του ευρώ και του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Ευρωαικής Ένωσης που μας καταστρέφει, θα χρειαστεί, ίσως για πρώτη φορά, να ιδρυθεί μια πραγματικά κρατική Τράπεζα, και δια μέσου της να δημιουργήσει ένα νόμισμα, που δεν θα πίνει το αίμα του κάθε εργαζόμενου και θα καταστρέφει με την υπερχρέωση πλέον την οικονομία του κράτους και του Λαού της. Ένα νόμισμα δηλαδή, που δεν θα είναι εργαλείο των ιδιωτικών συμφερόντων, όπου τα συμφέροντα κρύβονται πίσω από έναν λαβύρυνθο από νομικά πλάισια, αλλά ένα θεμελιώδες μέσο συναλλαγής και περιβάλλον οικονομικής ευημερίας που θα παρέχει ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία. Γιατί, το νόμισμα καθορίζει σε τεράστιο βαθμό την ανεξαρτησία ενός νέου και πραγματικά δημοκρατικού και δίκαιου κράτους, όπου κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπως αυτό της Ε.Ε. να μην μπορεί να εκμεταλλεύεται τον Λαό της μέχρι θανάτου, όπως γίνεται σήμερα. Μόνο με αυτού του τύπου την ανεξαρτησία, μπορεί ένα κράτος να ορθώσει αποτελεσματικές άμυνες ενάντια στα υπερ-διεθνή συμφέροντα που θέλουν να εκμεταλλευτούν, όχι απλά κάποια τάξη, αλλά ολόκληρα κράτη και έθνη.
Δεν νοείται λοιπόν, κράτος και πολιτικός που έχει δώσει όρκο να υπηρετεί την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του, την δικαιοσύνη και την δημοκρατία και την ίδια στιγμή να δέχεται την επικυριαρχία μιας κεντρικής τράπεζας και του καθεστώτος απ όπου πηγάζει. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα απολύτως όφελος από κάποιον πολιτευτή, όταν δέχεται την εκμετάλλευση τόσο τεραστίων διαστάσεων από ιδιωτικά συμφέροντα, όποια ιδεολογία και να φέρεται ότι υποστηρίζει, ότι και να υπόσχεται. Εφ όσον λοιπόν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό αλλά και το νομικό πλαίσιο που ορίζει το πολίτευμα ως απολύτως ελεγχόμενο από την Ε.Ε. και το νόμισμά της, δεν προτίθενται να κάνουν το αυτονόητο, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το ίδιο το καθεστώς και πολίτευμα συνολικά.
Για να υλοποιηθούν τα βασικά οικονομικά λοιπόν, θα πρέπει πρώτα να γίνει πραγματικότητα μια ανατροπή του υπάρχοντος πολιτειακού και πολιτικού κατεστημένου. Του κατεστημένου που έχει πλέον γίνει εκ των πραγμάτων εχθρός του Λαού και δεν λαμβάνει υπ όψιν του ούτε καν τυπικά την θέληση του Λαού αλλά ούτε καν την κοινή λογική. Και πρέπει να γίνει αυτό, ώστε στην συνέχεια να υπάρξει επιτέλους μια ανόρθωση τόσο ριζική, που θα έχει ως αποτέλεσμα την συνολική αναγέννηση του Γένους μας και επιτέλους να ανοίξει ο δρόμος διάπλατα για να μπορέσει να ευημερήσει.
*Ο Σ. Κατσούλης είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του Εννιαίου Παλλαϊκού Μετώπου
Πάρα πολλοί συμπολίτες μας, αρέσκονται στο να καταφεύγουν στο επιχείρημα ότι το Εθνικό Νόμισμα δεν είναι θέμα σημασίας. Οι ίδιοι σχεδόν πάντα, θα χρησιμοποιήσουν το επιχείρημα ότι το νόμισμα δεν έχει σημασία, γιατί αυτό αποτελεί απλά ένα εργαλείο συναλλαγών. Αυτό που έχει σημασία κατ αυτούς, μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την κοσμοθεωρία που έχουν ή/και τον ιδεολογικό χώρο από τον οποίο προέρχονται.
Παρ όλα αυτά όμως, παρ όλες τις προσπάθειές τους να μας πείσουν ότι στην ουσία τα νομίσματα δεν έχουν καμιά σημασία πρωτογενώς, ακόμα και οι ίδιοι παραδέχονται ότι προτιμούν το Ευρώ, έναντι π.χ. του εθνικού νομίσματος. Προφανώς λοιπόν, εμμέσως, πλην σαφώς, παραδέχονται ότι το νόμισμα, δεν είναι απλά ένα εργαλείο, όπως αρέσκονται να λένε, αλλά είναι ένα σύνολο από πολιτικές και κανόνες, που έρχονται όλα μαζί για να εφαρμοστούν στην οικονομία μάς χώρας. Στην ουσία λοιπόν, για τους δικούς τους λόγους όλοι αυτοί, προτιμούν τους κανόνες που είναι συνυφασμένοι με το Ευρώ, και όχι κάποιους άλλους, που μπορούν να είναι συνυφασμένοι με κάποιο άλλο νόμισμα. Αλλά ας δούμε λίγο τα βασικά που πολλοί επιλέγουν να αγνοούν, όταν μιλάνε για την ιδέα του νομίσματος.
Κανένα νόμισμα δεν έρχεται από μόνο του, αλλά ούτε και οι θεμελιώδεις οικονομικές πολιτικές χωρίς το νόμισμα.
Σήμερα, τα νομίσματα στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχουν στον κύριο όγκο τους ώς χαρτονομίσματα που δεν έχουν φυσική αξία, και στην χειρότερη περίπτωση, μόνο ως λογιστικές εγγραφές, μέσα στα διατραπεζικά συστήματα συναλλαγών. Ποιος λοιπόν, είναι ο τρόπος με τον οποίο εγκαθιδρύεται η κοινή παραδοχή της αξίας ενός νομίσματος; Όπως είπαμε, σήμερα πλέον, δεν είναι δυνατόν να είναι η ίδια του η ονομαστική αξία. Η πραγματικότητα είναι ότι η αξία του κάθε νομίσματος υπάρχει μόνο μέσω της πίστης που του αποδίδουν οι χρήστες του.
Αλλά φτάνει η πίστη σε ένα εικονικό μέσο συναλλαγής, που στην ουσία είναι μόνο μια ιδέα, για να υπάρξει πρακτική αξία; Προφανώς όχι, δεν φτάνει Οι κοινωνίες, θέλουν έστω και τυπικά, να έχουν γνώση κάποιων εγγυήσεων και άλλων λεπτομερειών που υπάρχουν πάντα μαζί με το κάθε νόμισμα, ώστε να μπορέσει να αποθέσει έναν βαθμό πίστης σε αυτό. Σε αυτές τις λεπτομέρειες και εγγυήσεις, συμπεριλαμβάνονται τουλάχιστον, το ποιος οργανισμός το εκδίδει, με ποιους βασικούς κανόνες, ποια η ισοτιμία του (έστω και εάν αυτή είναι παροδική), τι εγγυήσεις υπάρχουν για την διατήρηση της αξίας του στο μέλλον κ.ο.κ.
Η πρακτική αλήθεια για τουλάχιστον τα μείζονα νομίσματα που χρησιμοποιούν σήμερα οι κοινωνίες, είναι ότι εκδίδονται από κεντρικές τράπεζες. Με αυτόν τον τρόπο, άσχετα εάν υπάρχει πραγματικό κύρος, τα νομίσματα αποκτούν ένα υποτιθέμενο κύρος το οποίο με την σειρά του προκαλεί την πίστη της κοινωνίας στην αξία που υποτίθεται ότι έχουν. Σε αυτό, παίζει και μεγάλο ρόλο το πως προωθεί και "διαφημίζει" το ίδιο το κράτος και οι συνεργαζόμενοι φορείς αυτό το υποτιθέμενο κύρος.
Για τους πιο ενδιαφερόμενους βέβαια, υπάρχει στην συνέχεια και το καταστατικό της κεντρικής τράπεζας το οποίο μπορούν να μελετήσουν, και το οποίο θέτει κάποιους από τους κανόνες της λειτουργίας του νομίσματος που εκδίδει η τράπεζα. Επίσης, υπάρχει σε πολλές περιπτώσεις, τυπικά η εμπλοκή του κράτους ή υπέρ-κρατικού οργανισμού (στην περίπτωση του Ευρώ η Ε.Ε.) στην διαχείριση της κεντρικής τράπεζας. Και είναι συνήθως τυπικά και μόνο, γιατί οι κεντρικές τράπεζες στην συντριπτική πλειοψηφία των κρατών, είναι ιδιωτικοί οργανισμοί, όπου το κράτος δεν έχει παρά έναν πολύ μικρό μειοψηφικό έλεγχο στην διαχείρισή τους. Η πλειοψηφία βρίσκεται πάντα στους υπόλοιπους μετόχους, ο οποίοι σε πολλές περιπτώσεις είναι μάλιστα άγνωστοι.
Είναι λοιπόν, αυτονόητο, ότι το νόμισμα δεν έρχεται μόνο του. Συνδυάζεται πάντα με τους οργανισμούς που το εκδίδουν, το στηρίζουν και συνδιαχειρίζονται την λειτουργία του, καθώς και μια σειρά από νομοθετήματα, συμβάσεις και το καταστατικό της τράπεζας που το εκδίδει. Μάλιστα, στην ουσία, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει νόμισμα, που να μην έχει αυτά τα παρελκόμενα, γιατί δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει χωρίς αυτά. Ούτε όμως, μπορεί να υπάρξει νομισματική πολιτική, αλλά και θεμελιώδης αλλαγή στα οικονομικά ενός κράτους χωρίς νόμισμα. Όμως, για κάποιους, όλα αυτά τα παρελκόμενα (που στην ουσία δεν είναι απλά παρελκόμενα, αλλά είναι όλα αυτά που ορίζουν και αποτελούν την φύση του κάθε νομίσματος) απ' ότι ισχυρίζονται, δεν έχουν καμία σημασία. Είναι προφανές, ότι για όποιον καταλάβει αυτά τα έστω πολύ βασικά, ότι εάν η τράπεζα που το εκδίδει και το καταστατικό της, οι οργανισμοί που το στηρίζουν, και οι νόμοι και κανόνες που το διέπουν, αλλάξουν, τότε αλλάζει και η φύση του νομίσματος.
Στην ουσια δηλαδή, δεν υπάρχει νομισματική πολιτική ούτε και γενικότερα βασική οικονομική διαχείριση, που να είναι ανεξάρτητη από το νόμισμα, όχι απλά με την απλοϊκή θεώρισή του ως μέσο συναλλαγών,αλλά ως ένα μέσο μαζί με τους κανονες που του δίνουν τον χαρακτήρα του. Για να αλλάξει κανείς τα σοβαρότερα προβλήματα που μας απασχολούν σήμερα, δεν αρκεί να μιλά για πολιτικές στο επίπεδο διακυβέρνησης, αλλά θα πρέπει να εστιάσει του ουσία και ρίζα του προβλήματος που είναι το νόμισμα, ο οργανισμός έκδοσής του, οι νόμοι και κανόνες που διέπουν το ίδιο το νόμισμα και το κάνουν αυτό που είναι. Εάν κανείς προσπαθήσει λοιπόν, να αλλάξει την γενικότερη "πολιτική" (άσχετης με το νόμισμα), χωρίς να αγίξει αυτήν που διέπει και δίνει λειτουργική υπόσταση στο ίδιο το νόμισμα, τότε έχει κάνει μιά τρύπα στο νερό.
Ένα παράδειγμα: "Δραχμή" (1) και "Δραχμή" (2)
Ας δεχθούμε ότι υπάρχει ένα νόμισμα το οποίο ονομάζεται "Δραχμή". Το ερώτημα που μπορούμε να κάνουμε, είναι το εξής: Φτάνει αυτή η πληροφορία, για να καταλάβουμε τι είδους νόμισμα είναι αυτό; Προφανώς όχι, θα χρειαστούν και άλλες πληροφορίες. Εάν μάθουμε ότι το νόμισμα αυτό, το εκδίδει η Τράπεζα της Ελλάδος, φτάνει η πρόσθετη αυτή πληροφορία, για να ξέρουμε με τι ακριβώς έχουμε να κάνουμε; Προφανώς, και πάλι όχι. Ο κάθε σώφρων πολίτης, θα έπρεπε να ξέρει τουλάχιστον να γνωρίζει και το καταστατικό της Τράπεζας η οποία το εκδίδει, τον τρόπο με τον οποίο ιδρύθηκε αυτή η Τράπεζα, τους μετόχους της κλπ. Πείτε ότι τα μαθαίνουμε και αυτά. Τώρα ξέρουμε με τι είδους "Δραχμή" έχουμε να κάνουμε; Μερικώς, πιθανώς ναι, αλλά και πάλι μπορεί να μην φτάνει αυτό. Θα πρέπει να ξέρουμε τουλάχιστον, τις όποιες συμβάσεις υπάρχουν μεταξύ των εμπλεκωμένων, αλλά και μιά σειρά από άλλο στοιχεία...
Θα χρειαστεί να γνωρίζουμε, το πως είναι διαχειρίσιμο και από ποιόν αυτό το νόμισμα. Θα πρέπει να ξέρουμε τουλάχιστον τι ρόλο παίζει και τι εξουσία έχει το κράτος στην λειτουργία του νομίσματος. Θα πρέπει να έχουμε την γνώση του ποιος έχει διαχρονικό έλεγχο ολόκληρου του οικοδομήματος, και μάλιστα, θα πρέπει να υπάρχει διαρκής γνώση των τυχόν αλλαγών που μπορούν να υπάρξουν στο συνολικό πλαίσιο της διαχείρισης της "Δραχμής". Και πάλι, τουλάχιστον.
Κάποια στιγμή στην υπόθεσή μας, έρχεται κάποιος, και λέει ότι η "Δραχμή" (1) έχει προβλήματα, και θα πρέπει να υπάρξει μια νέα "Δραχμή", την "Δραχμή" (2). Οπότε, το ίδιο ερώτημα εμφανίζεται και πάλι: Φτάνει η γνώση του ονόματος του νομίσματος, για να γνωρίζουμε με τι είδους νόμισμα έχουμε να κάνουμε; Προφανώς όχι. Θα χρειαστεί να γνωρίζουμε τουλάχιστον όλα τα παραπάνω που προαναφέρθηκαν. Ποιο είναι το συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε από τα παράδειγμα αυτό; Ότι κανένα νόμισμα δεν είναι ίδιο, εφ όσον οι συνεργαζόμενοι οργανισμοί και οι κανονισμοί, νόμοι, συμβάσεις και πρόσωπα που έχουν συνδεθεί με αυτό, δεν είναι ίδια, άσχετα με το τι "διαφημίζεται" ότι είναι.
Πως οι κανόνες που διέπουν ένα νόμισμα, μπορούν να αλλάξουν τελείως τον χαρακτήρα του
Ας πάρουμε, για υπόθεση εργασίας, ένα βασικό νόμισμα, ας το πούμε "οβολό". Το νόμισμα αυτό, μια και είναι απλουστευμένο, έχει τρεις και μόνο κανόνες λειτουργίας:
1ον) Έχει ήδη εκδοθεί σε σταθερή κυκλοφορία ένα συγκεκριμένο ποσό.
2ον) Χρησιμοποιείται για τις συναλλαγές του κάθε προσώπου νομικού ή φυσικού στην επικράτεια.
3ον) Το εκδίδει μια τράπεζα, που δεν έχει κανένα απολύτως δικαίωμα εκτός από την έκδοσή του και την διαφύλαξή των καταθέσεων όπως έχουν, χωρίς καμιά απολύτως άλλη μεταβολή ή πράξη.
Το κράτος λοιπόν, άσχετα πολιτικής και άσχετα με το γεγονός ότι τα παραπάνω είναι προφανώς απλουστευμένα, διανέμει μέρος του ποσού του νομίσματος στην κοινωνία, μέσω μισθοδοσίας, επιδομάτων, προγραμμάτων ανάπτυξης κλπ. Τι γίνεται μετά; Η κοινωνία θα αρχίσει να χρησιμοποιεί το νόμισμα για τις αγορές και συναλλαγές της. Κάποια περισσεύματα θα κατατεθούν στην Τράπεζα, και θα είναι διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή στον δικαιούχο, αλλά και στην ίδια την τράπεζα, που μέχρι στιγμής δεν έχει κανένα δικαίωμα εκτός από το να τα διαφυλάσει. Αλλά ας δούμε στο βασικό τραζπεζικό σύστημα που παρουσιάζεται παραπάνω, τι γίνεται εάν το βασικό καταστατικό των τριών σημείων αλλάξει. Αλλάζει η όχι, η ίδια η φύση του νομίσματος;
Αλλαγή κανόνων, πρώτη:
Κάποια στιγμή, το κράτος δίνει το δικαίωμα επένδυσης μέρους των χρημάτων που έχει στην διάθεσή της η τράπεζα ανά πάσα στιγμή. Οπότε έχουμε αλλαγή, όχι πρωτογενή του ίδιου του νομίσματος, όπως θα ήταν π.χ. μια κατ ευθείαν αύξηση ή μείωση στον συνολικό όγκο της κυκλοφορίας τού, αλλά στους κανόνες λειτουργίας της τράπεζας. Ας δούμε δύο σενάρια υλοποίησης αυτής της αλλαγής:
Α) Η Τράπεζα επενδύει κάποιο μέρος των χρημάτων που έχει στην διάθεσή της (μετατρέποντας το από "οβολό" σε κάποιο άλλο νόμισμα χάνοντας στην συγκεκριμένη περίπτωση έτσι μέρος της αρχικής αξίας του κεφαλαίου) , στην διεθνή αγορά, και κερδίζει κάποιο κέρδος. Αποτέλεσμα: Με την επιστροφή των κερδών και του αρχικού κεφαλαίου, το συνολικό ποσό των χρημάτων που διαθέτει τώρα η τράπεζα, είναι το αρχικό κεφάλαιο σε μονάδες "οβολού", συν κάποιο κέρδος σε άλλο νόμισμα. Επειδή όμως, ο "οβολός" είναι σταθερής αξίας, δεν μπορεί να εισαχθεί στην εθνική οικονομία, κατ ευθείαν. Έτσι το κράτος, επιτρέπει στην περίπτωση αυτή την ενσωμάτωση του στο συνολικό όγκο της κυκλοφορίας του "οβολού".
Β) Η Τράπεζα επενδύει κάποιο μέρος των χρημάτων (μετατρέποντας το από "οβολό" σε κάποιο άλλο νόμισμα χάνοντας στην συγκεκριμένη περίπτωση έτσι μέρος της αρχικής αξίας του κεφαλαίου) που έχει στην διάθεσή της, στην διεθνή αγορά, και λόγω κατάστασης της διεθνούς αγοράς χάνει κάποια αξία. Αποτέλεσμα: Με την επιστροφή του αρχικού κεφαλαίου μειωμένου αυτήν την φορά λόγω της απώλειας, το συνολικό ποσό των χρημάτων που διαθέτει τώρα η τράπεζα, είναι το αρχικό κεφάλαιο σε μονάδες "οβολού", μείον της απώλειας από την επενδυτική δραστηριότητα. Επειδή όμως, ο "οβολός" είναι σταθερής αξίας, δεν μπορούν να εισαχθούν στην εθνική οικονομία, κατ ευθείαν. Έτσι το κράτος, επιτρέπει στην περίπτωση αυτή την ενσωμάτωση της απώλειας στο συνολικό όγκο της κυκλοφορίας του "οβολού".
Είναι προφανές, ότι εφ όσον έμμεσα αλλάζει ο συνολικός όγκος της κυκλοφορίας του "οβολού", έχει αλλάξει και ο χαρακτήρας του νομίσματος. Συνεπώς, παρά το απλουστευμένο παράδειγμα, πρέπει να είναι κατανοητό πλέον, ότι οι αλλαγές στους κανόνες διαχείρισης ενός νομίσματος, δεν είναι απλά άσχετες, αλλά αλλάζουν ριζικά τον χαρακτήρα, την αξία και την φύση του ίδιου του νομίσματος.
Αλλαγή κανόνων, δεύτερη:
Σε κάποια άλλη περίπτωση, το κράτος δίνει το δικαίωμα στην τράπεζα να δανείζει "οβολούς" με λογιστικές εγγραφές από το διαθέσιμο της κεφάλαιο. Έτσι, τώρα έχει το δικαίωμα να δίνει "οβολούς" που πιθανόν να μην έχει στο κεφάλαιο που διαχειρίζεται. Ας δούμε το σενάριο:
Ένα νομικό πρόσωπο, κάνει αίτηση για ένα δάνειο από την τράπεζα. Λαμβάνει το χρήμα σε μορφή "οβολών" με λογιστική εγγραφή. Η τράπεζα κάνει λογιστική εγγραφή στον λογαριασμό του δανειολήπτη, και αναγκαστικά πλέον, πρέπει να κρατήσει και αυτή έναν δεύτερο λογαριασμό όπου κρατούνται όλες οι λογιστικές εγγραφές που κάνει, με σκοπό κάποτε να μπορέσει να λάβει πίσω τα χρέη, και να κάνει έναν μηδενισμό των λογιστικών εγγραφών, ώστε και πάλι να έρθει σε μια κατάσταση όπου θα υπάρχει και πάλι μόνο το χρήμα που αρχικά ορίστηκε ως το σταθερό ποσό κυκλοφορίας. Αλλά το νομικό πρόσωπο, δεν καταφέρνει να αποπληρώσει το δάνειο και η λογιστική εγγραφή αυτή μαζί με τους τόκους που υποτίθεται ότι έπρεπε να πληρωθούν, έχουν πλέον αλλάξει οριστικά την συνολική αξία που διαχειρίζεται η τράπεζα. Το διαθέσιμο ποσό των συναλλαγών στην κοινωνία, τώρα πια περιέχει και ένα μέρος, το οποίο δεν αντιστοιχεί με το αρχικό ποσό σταθερής κυκλοφορίας και μάλιστα τώρα θα υπάρχει πάντα ως λογιστική "τρύπα".
Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις διαχρονικά, είναι ότι μπορεί να αλλάξει η πρακτική αξία του νομίσματος αλλά και η γενικότερη υγεία του τραπεζικού συστήματος. Φαναστείτε, ο δανειολήπτης, να ήταν για παράδειγμα ένα ταμείο ασφάλισης, πράγμα καθόλου μακρυά από το πως έγιναν μερικά πράγματα στην χώρα μας.
Προφανώς, ολόκληρο το παραπάνω παράδειγμα είναι υπεραπλουστευμένο. Αλλά ο σκοπός δεν είναι να δείξουμε το πως λειτουργεί ένα ρεαλιστικό τραπεζικό σύστημα. Σκοπός ήταν να δείξουμε ότι οι αλλαγές στα δικαιώματα που έχει μια κεντρική τράπεζα όπως αυτά της έχουν δοθεί από το κράτος, έχουν την δυνατότητα να αλλάξουν θεμελιωδώς το πως λειτουργεί το ίδιο το νόμισμα και εάν επεκταθούν οι κανόνες αυτοί πρακτικά, τότε τα αποτελέσματα είναι πάντα χειροπιαστά στους Λαούς οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να το χρησιμοποιούν. Ας αναρωτηθούμε τι γίνεται στην πραγματικότητα, όταν δεν εμπλέκεται μόνο ένα βασικό καταστατικό αλλά και συγκεκριμένοι άνθρωποι, αρχικά κεφάλαια, οργανισμοί και υποτιθέμενοι θεσμοί. Προφανώς λοιπόν, όχι μόνο το κάθε νόμισμα διαφέρει όσο διαφέρουν και όλα αυτά που το ορίζουν και το διαχειρίζονται, αλλά διαφέρει στην ουσία και ανάλογα ποιά πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) συγκεκριμένα το διαχειρίζονται.
Και όμως, παρ όλη την υπεραπλούστευση, οι αλλαγές στο "καταστατικό" που αναφέρονται στο παραπάνω παράδειγμα, δεν είναι και τόσο μακρυά από την πραγματικότητα. Στο ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 4) ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ, αναφέρονται συγκεκριμένα δικαιώματα της ΕΚΤ, που αν μη τι άλλο ομοιάζουν πολύ με τις δύο θεωρητικές αλλαγές στο καταστατικό του "οβολου" που αναφέρθηκαν παραπάνω:
«Άρθρο 17
Λογαριασμοί στην ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες
Για τη διεξαγωγή των εργασιών τους, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ανοίγουν λογαριασμούς υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, δημόσιων οργανισμών και άλλων φορέων της αγοράς, και να δέχονται περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων τίτλων υπό μορφήν λογιστικής εγγραφής, ως ασφάλεια.
Άρθρο 18
Πράξεις ανοικτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες
18.1. Για την επίτευξη των στόχων του ΕΣΚΤ και την εκτέλεση των καθηκόντων του, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν:
— να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας είτε με οριστικές πράξεις (άμεσης και προθεσμιακής εκτελέσεως) είτε με σύμφωνο επαναγοράς, είτε δανείζοντας και δανειζόμενες απαι τήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε ευρώ ή άλλα νομίσματα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα,
— να διενεργούν πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, με επαρκή ασφάλεια προκειμένου για δάνεια.»
Συνεπώς, το επιχείρημα ότι όλα τα νομίσματα είναι στην ουσία ίδια, και ότι μόνο αποτυπώνουν κάποια αξία συναλλαγής, δεν μπορεί να σταθεί. Ένα νόμισμα π.χ. μπορεί να εμπλέκει ιδιωτικούς οργανισμούς και χρηματοπιστωτικές μηχανικές, κάθε φορά που χρησιμοποιείται, εκδίδεται, αλλάζει χέρι, μετατρέπεται ή επιστρέφεται στην Τράπεζα. Ένα νόμισμα μπορεί να μετατραπεί από την Κεντρική Τράπεζα που το διαχειρίζεται με βάση το καταστατικό της και τις ελευθερίες ή την στήριξη που του δίνουν όλοι οι εμπλεκόμενοι οργανισμοί. Οι νόμοι που διέπουν την διαχείριση και λειτουργία του νομίσματος, μπορούν δηλαδή να αλλάξουν δραστικότατα τον χαρακτήρα του νομίσματος, και μάλιστα μπορούν να δώσουν ροπή προς είτε την εκμετάλλευση κάποιου μέρους της κοινωνίας, είτε να χρησιμοποιηθεί για το συμφέρον κάποιων κοινωνικών ομάδων, μέσω του τρόπου χρήσης του από το σύστημα.
Από την άλλη, ένα νόμισμα, μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες που είναι ορισμένες έτσι ώστε να υπηρετούν τα πραγματικά συμφέροντα μιά χώρας, να αποτελεί πραγματική εγγύηση δικαιοσύνης στα οικονομικά,να παράχει πραγματική ασφάλεια στην δίκαιη κατανομή και συναλλαγή του πλούτου και να προστατεύει τόσο τον πολίτη όσο και το κράτος το οποίο το χρησιμοποιεί από υπερχρέωση και άλλα αρνητικά αποτελέσματα. Επίσης, έχει σημασία το ποιός ελέγχει τους κανόνες αυτούς, το ποιός μπορεί να τους αλλάζει προς όφελός του, και ποιός εν τέλη διαχειρίζεται την ραχοκοκαλιά ολόκληρου του οικονομικού συστήματος της χώρας του.
Τι γίνεται συγκεκριμένα με το Ευρώ;
Εάν κάποιος πολίτης θελήσει να κατανοήσει την ίδια την φύση του Ευρώ, θα πρέπει να καταναλώσει πολλές ώρες και μέρες μέσα στον κυκεώνα από συμβάσεις, συνθήκες, καταστατικά και πρωτόκολλα, θα πρέπει να έχει οικονομικές γνώσεις και να γνωρίζει να κατανοεί τις επιπτώσεις, είτε νομικές είτε οικονομικές είναι αυτές. Θα πρέπει να τα ξέρει όλα αυτά, για να έχει πλήρη εικόνα για το πως ακριβώς το ευρώ είναι πιθανώς ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο η χώρα μας έχει καταλήξει στην σημερινή κατάσταση και ακόμα πιο σημαντικά, γιατί δεν είναι δυνατόν να λυθεί το πρόβλημα μέσα στην ευρωζώνη. Γι αυτόν τον λόγο, θα παραθέσω τα επτά σημεία που αναφέρει στο εξαιρετικότατο πρόσφατο άρθρο του ο Δημήτρης Καζάκης, Οικονομικός αναλυτής και Γενικός Γραμματέας του Ενιαίου Παλλαϊκού Μετώπου για να παρουσιάσω εδώ, ποιοι είναι οι βασικοί κανόνες που διέπουν το Ευρώ και γιατί από την φύση τους δεν πρόκειται να υπάρξει καμιά απολύτως ανάκαμψη όσο η Ελλάδα είναι αλυσοδεμένη σε αυτό:
«Ο χαρακτήρας και η ταυτότητα του νομίσματος
Ας αφήσουμε όλους αυτούς στο νιρβάνα του δικούς τους ιδεολογικού οπίου κι ας έρθουμε στο προκείμενο. Το ευρώ από τον τρόπο που σχεδιάστηκε και λειτουργεί εκφράζει αναγκαστικά συγκεκριμένες σχέσεις ισχύος:
Πρώτο:
Το ευρώ είναι ένα παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα για τις διεθνείς τραπεζικές αγορές και τις αγορές συναλλάγματος. Αυτό σημαίνει ότι οφείλει να διατηρεί υψηλή συναλλακτική αξία διεθνώς, ανεξάρτητα από την κατάσταση των οικονομιών της ευρωζώνης. Κι αυτό μπορεί να γίνει, ειδικά σε συνθήκες ύφεσης, μόνο σε βάρος των οικονομιών της ευρωζώνης. Σε βάρος ειδικά της ζωντανής εργασίας.
Δεύτερο:
Το ευρώ είναι ένα νόμισμα χωρίς την δυνατότητα προσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας για κάθε χώρα μέλος. Όταν μια οικονομία αδυνατεί να προσαρμόσει στην κατάστασή της το νόμισμα, τότε είναι υποχρεωμένη να προσαρμοστεί η ίδια στο νόμισμα. Κι έτσι από την στιγμή που στερείται τη δυνατότητα «εξωτερικής υποτίμησης» του νομίσματος, θα πρέπει να ακολουθήσει αναγκαστικά πολιτικές «εσωτερικής υποτίμησης». Άλλος τρόπος δεν υπάρχει.
Τρίτο:
Το ευρώ είναι ένα ιδιωτικό τραπεζικό νόμισμα που ελέγχεται από το πιο ισχυρό τραπεζικό καρτέλ που έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία και μάλιστα σε υπερεθνικό επίπεδο με επικεφαλής την ΕΚΤ. Επομένως το νόμισμα που χρειάζονται τα κράτη, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά πρέπει να το αγοράζουν από αυτό το τραπεζικό καρτέλ με συνέπεια την διόγκωση του ιδιωτικού και κρατικού χρέους.
Τέταρτο:
Το ευρώ είναι ένα ενιαίο νόμισμα σταθερής κυκλοφορίας και αξίας για πολύ διαφορετικές οικονομίες με ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά ανάπτυξης, παραγωγής και παραγωγικότητας. Για τις οικονομίες με περίσσευμα κεφαλαίου και παραγωγής το ευρώ ενισχύει τα πλεονάσματά τους σε βάρος των οικονομιών με παραγωγική υστέρηση και ελλείμματα. Το γεγονός αυτό γεννά στις δεύτερες οικονομίες μεγαλύτερες ανάγκες χρηματοδότησης για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους με αποτέλεσμα την έκρηξη του χρέους, τόσο του κρατικού, όσο και του ιδιωτικού.
Πέμπτο:
Η ευρωζώνη παρά τα περίφημα κριτήρια του Μάαστριχτ δεν απαλλάχθηκε ποτέ από τα ελλείμματα, δημοσιονομικά και παραγωγικά. Κι ούτε θα μπορούσε να απαλλαγεί μιας και μιλάμε για νομισματική ένωση τελείως άνισων οικονομιών. Το γεγονός αυτό πυροδότησε και πυροδοτεί διαρκώς πληθωριστικές πιέσεις, αλλά με το ευρώ ο πληθωρισμός των τιμών μετατράπηκε σε πληθωρισμό πιστωτικής επέκτασης με αποτέλεσμα να πνίγεται κυριολεκτικά η ευρωζώνη από τα τραπεζικά ενεργητικά που ξεπερνούν γύρω στις 4 φορές το συνολικό ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Έκτο:
Νομισματική ένωση σημαίνει περιορισμός της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή δραστικός περιορισμός στην ελευθερία των κινήσεων κάθε εθνικής οικονομίας και της δυνατότητάς της να λειτουργήσει με βάση τις δικές της προτεραιότητες. Κοινό νόμισμα σημαίνει κοινές οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές που επεξεργάζονται και επιβάλλονται από τα όργανα της ένωσης με κριτήρια που καθορίζονται όχι από την κατάσταση των επιμέρους οικονομιών, αλλά των αγορών εντός και εκτός της ευρωζώνης.
Έβδομο:
Το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα προϋποθέτει ελευθερία κίνησης κεφαλαίου, προϊόντων, υπηρεσιών και εργασίας, όπου οι εθνικές ρυθμίσεις υποχωρούν και καταλύονται προς όφελος της φιλελευθεροποίησης των αγορών. Το αποτέλεσμα είναι ένας καταμερισμός εργασίας όπου εντείνονται οι μονοπωλιακές καταστάσεις παντού, μαζί με την ανισομέρεια, την ανισότητα και την αποικιακή εκμετάλλευση των αδύναμων οικονομιών από τις πιο ισχυρές.
Αντίθετα το εθνικό κρατικό νόμισμα μπορεί να συνδεθεί με την απεριόριστη έκδοση χαρτονομίσματος για να ενθαρρύνει την κερδοσκοπία, μέσα από τον πληθωρισμό, την υποτίμηση και την διολίσθηση του νομίσματος με συντριπτικά αποτελέσματα για την οικονομία και κυρίως για τα εργαζόμενα στρώματα του λαού. Όμως μπορεί κάλλιστα να δώσει την ευκαιρία για δραστικές παρεμβάσεις στην οικονομία υπέρ των εργαζομένων και των ασθενέστερων τάξεων του λαού. Αρκεί να συνοδευτεί με τις κατάλληλες πολιτικές εθνικοποιήσεων του τραπεζικού συστήματος και των βασικών μοχλών άσκησης οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής. Κάτι που είναι αδύνατον να γίνει με το ευρώ.»
Συμβιβάζεται το ευρώ, με την εθνική κυριαρχία και το συμφέρον της Πατρίδας;
Μπορεί, με βάση τα επτά σημεία που αναφέρονται παραπάνω, ένα κράτος το οποίο υποτίθεται ότι εργάζεται και λειτουργεί για το συμφέρον του Λαού του, να αφήνει ένα τέτοιο νόμισμα όπως το ευρώ, να κυβερνά και να διέπει κάθε οικονομική δραστηριότητα και ως εκ τούτου σχεδόν κάθε άλλη δραστηριότητά της κοινωνίας μας; Η λογική μας λέει πως όχι. Ο κάθε ενημερωμένος πολίτης που αγαπά την πατρίδα του, επίσης θα πει ανεπιφύλακτα όχι.
Και όμως, η κυβέρνηση αλλά και η αντιπολίτευση, θέλουν να μας πείσουν ότι το Ευρώ είναι μονόδρομος και οποιαδήποτε λύση πρέπει να γίνει μέσα σε αυτό. Υπόσχονται παντού στην υφήλιο ότι θα αναγκάσουν την χώρα να μείνει πάσα θυσία μέσα στο ευρώ. Και την ίδια στιγμή, πρέπει πλέον να είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση, ούτε καν της παραμικρής βελτίωσης μέσα σε ένα τέτοιο νόμισμα. Για να μπορέσει η Πατρίδα μας να σταθεί στα δυο της πόδια και να διαχειρίζεται τα του οίκου της, πρέπει να έχει το δικό της νόμισμα. Αλλά όχι αόριστα και γενικά, ούτε και απλά μια "επιστροφή στην Δραχμή".
Η λύση είναι τώρα πια αυτονόητη. Είτε γίνει σύντομα είτε όχι, όταν έρθει η στιγμή να ελευθερωθεί η Πατρίδα μας από τον ζουρλομανδύα του ευρώ και του ολοκληρωτικού καθεστώτος της Ευρωαικής Ένωσης που μας καταστρέφει, θα χρειαστεί, ίσως για πρώτη φορά, να ιδρυθεί μια πραγματικά κρατική Τράπεζα, και δια μέσου της να δημιουργήσει ένα νόμισμα, που δεν θα πίνει το αίμα του κάθε εργαζόμενου και θα καταστρέφει με την υπερχρέωση πλέον την οικονομία του κράτους και του Λαού της. Ένα νόμισμα δηλαδή, που δεν θα είναι εργαλείο των ιδιωτικών συμφερόντων, όπου τα συμφέροντα κρύβονται πίσω από έναν λαβύρυνθο από νομικά πλάισια, αλλά ένα θεμελιώδες μέσο συναλλαγής και περιβάλλον οικονομικής ευημερίας που θα παρέχει ουσιαστική εθνική ανεξαρτησία. Γιατί, το νόμισμα καθορίζει σε τεράστιο βαθμό την ανεξαρτησία ενός νέου και πραγματικά δημοκρατικού και δίκαιου κράτους, όπου κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς όπως αυτό της Ε.Ε. να μην μπορεί να εκμεταλλεύεται τον Λαό της μέχρι θανάτου, όπως γίνεται σήμερα. Μόνο με αυτού του τύπου την ανεξαρτησία, μπορεί ένα κράτος να ορθώσει αποτελεσματικές άμυνες ενάντια στα υπερ-διεθνή συμφέροντα που θέλουν να εκμεταλλευτούν, όχι απλά κάποια τάξη, αλλά ολόκληρα κράτη και έθνη.
Δεν νοείται λοιπόν, κράτος και πολιτικός που έχει δώσει όρκο να υπηρετεί την εθνική ανεξαρτησία της χώρας του, την δικαιοσύνη και την δημοκρατία και την ίδια στιγμή να δέχεται την επικυριαρχία μιας κεντρικής τράπεζας και του καθεστώτος απ όπου πηγάζει. Δεν μπορεί να υπάρξει κανένα απολύτως όφελος από κάποιον πολιτευτή, όταν δέχεται την εκμετάλλευση τόσο τεραστίων διαστάσεων από ιδιωτικά συμφέροντα, όποια ιδεολογία και να φέρεται ότι υποστηρίζει, ότι και να υπόσχεται. Εφ όσον λοιπόν η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση, ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό αλλά και το νομικό πλαίσιο που ορίζει το πολίτευμα ως απολύτως ελεγχόμενο από την Ε.Ε. και το νόμισμά της, δεν προτίθενται να κάνουν το αυτονόητο, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με το ίδιο το καθεστώς και πολίτευμα συνολικά.
Για να υλοποιηθούν τα βασικά οικονομικά λοιπόν, θα πρέπει πρώτα να γίνει πραγματικότητα μια ανατροπή του υπάρχοντος πολιτειακού και πολιτικού κατεστημένου. Του κατεστημένου που έχει πλέον γίνει εκ των πραγμάτων εχθρός του Λαού και δεν λαμβάνει υπ όψιν του ούτε καν τυπικά την θέληση του Λαού αλλά ούτε καν την κοινή λογική. Και πρέπει να γίνει αυτό, ώστε στην συνέχεια να υπάρξει επιτέλους μια ανόρθωση τόσο ριζική, που θα έχει ως αποτέλεσμα την συνολική αναγέννηση του Γένους μας και επιτέλους να ανοίξει ο δρόμος διάπλατα για να μπορέσει να ευημερήσει.
*Ο Σ. Κατσούλης είναι μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του Εννιαίου Παλλαϊκού Μετώπου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Επειδή πιστεύουμε στη δύναμη του διαλόγου, αλλά όχι στην εμπαθή και στείρα αντιπαράθεση, διατηρούμε το δικαίωμά του να μην αναρτούνται σχόλια που είναι υβριστικά ή άσχετα με το άρθρο, που περιέχουν προσωπικά δεδομένα των αρθρογράφων ή έχουν σκοπό την διαφήμιση και την προβολή προϊόντων.
Παρακαλούμε να χρησιμοποιείτε Ελληνικά και όχι greeklish ακόμα κι αν "φοβάστε" για την ορθογραφία σας.